ΕΝΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΤΙΠΟΤΑ

Έχω καιρό να γράψω κείμενο για το Τaλκ, παλιά μου έβγαιναν πιο εύκολα σκέψεις, συμβουλές, αποστάγματα μιας σύντομης αλλά μεστής προϋπηρεσίας ως μαμάς. Θηλασμός, εκπαίδευση τουαλέτας, κινόες και φαγόπυρα, παιδικοί σταθμοί, πότε θα του πάρω κινητό… Είχα να «φλεξάρω» μια απάντηση για όλα. Για όλα εκείνα που φαίνονταν σημαντικά στον βαθμό που (νόμιζα ότι) διαμορφώνουν το ενήλικο γονιδίωμα των παιδιών μας. Για όλα εκείνα που πίστευα ότι μπορούμε να ορίσουμε.

Γιατί υπήρχαν πράγματα που μπορούσαμε να ορίσουμε, μια αίσθηση ελέγχου, ένα ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο προδιαγραφών, η πλήρωση των οποίων έδινε στο ρόλο του γονέα την ψευδαίσθηση μιας επάρκειας: το παιδί μας ως ένα πιόνι σε μια σκακιέρα, τα κουτάκια τα διαλέγουμε εμείς, σχεδιάζουμε στρατηγικά τις κινήσεις για το καλό του: ένας καλός παιδικός σταθμός, σχολείο, ξένες γλώσσες, έγχορδα και πνευστά, αθλοπαιδιές και φροντιστήρια μας βοηθούσαν να πατάμε σίγουρα με το παιδί μας τα νταμάκια της σκακιέρας.

Στο μεταξύ, το παιδί μας, σχεδόν ασώματο ή αποκλειστικά ως προέκταση της δικής μας ύπαρξης, προχωρά κάπως σαν μετέωρο, μην προλαβαίνοντας να καταλάβει, μην προλαβαίνοντας να συνδεθεί με τον πραγματικό του εαυτό, με ό,τι το περιβάλλει, με τις δυνάμεις του, με τους άλλους.

Και έρχεται εκείνη η στιγμή που οι κεκτημένες υψηλές ταχύτητες που έχουμε δημιουργήσει, παύουν. Τις παύουν τα παιδιά που ξυπνούν από τον λήθαργο ενός επιβεβλημένου προγράμματος και θέλουν να μεταβούν στη σφαίρα ενός δικού τους τίποτα; Τις παύει μια πανδημία που έκλεισε τα προαναφερθέντα –σταθμούς, σχολεία, ξένες γλώσσες και φροντιστήρια; Ό,τι και να είναι, η μετωπική σύγκρουση των καλοκουρδισμένων μηχανών μας με το… τίποτα έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις. Οι αβεβαιότητες –ένας ιός, ένας πόλεμος, μια καταστροφή– ντύνουν τα πράγματα με μια ματαιότητα για την οποία δεν είμαστε προετοιμασμένοι. Ποια κινόα, ποιο φαγόπυρο, ποιος θηλασμός μέχρι τα πέντε, ποιο σχολείο, ποιο πανεπιστήμιο θα σώσει την κατάσταση; Καμία συμβουλή δεν βγαίνει από τα βάθη της πολύπαθης μητρικής μου ύπαρξης. Κοινώς αισθάνομαι ότι τα έχουμε κάνει απολύτως σκατά.

Είμαστε επικεντρωμένοι στα εντελώς λάθος πράγματα, κυνηγάμε μια μεταπολεμική ουρά σε εποχές εντελώς μεταμοντέρνες. Σαν γονείς του 1950, επιμένουμε στα γαλλικά και στο πιάνο, ενώ θα έπρεπε να φροντίζουμε για την ανθεκτικότητα των παιδιών μας και τη σύνδεσή τους με τον κόσμο (όχι τους ανθρώπους –ή όχι μόνο τους ανθρώπους) και το θαύμα που λέγεται ζωή. Η φύση που έχει απομείνει, η γεύση που έχει το αλάτι της θάλασσας, η αίσθηση του χεριού ενός ανθρώπου που αγαπάνε μέσα στο δικό τους, η ικανότητα να πενθούν για πράγματα που χάνουν, αυτά θα κάνουν τα παιδιά μας ανθεκτικά να αντέξουν όσα δεν ξέρουμε καν ότι θα έρθουν.

Εξ άλλου, μετά τη μαγική εικόνα που μας μετέφερε πριν από λίγα εικοσιτετράωρα το τηλεσκόπιο James Webb, καταλαβαίνουμε ότι είμαστε ένα πολύ σημαντικό τίποτα, είμαστε σαν μικρά φωτάκια που ανάβουν για μια στιγμή μέσα στην αγκαλιά ενός αιώνιου και ατέρμονου σύμπαντος. Κάθε θάνατος είναι μια γέννηση, κάθε τέλος είναι μια νέα αρχή, κάθε ύπαρξη είναι από μόνη της ένα θαύμα και αν αυτό δεν ξεφορτώνει τη γονεϊκότητα από όλα τα άχρηστα και άγονα πρέπει, τότε τι;

Leave a Reply