ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ ΤΑ «ΧΡΥΣΑ ΚΟΥΠΙΑ», ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ

χρυσά κουπιάΞεκίνησα να ξεφυλλίζω τα «Χρυσά Κουπιά» της Μαρίας Παπαγιάννη χτες πριν κοιμηθώ και τελικά δεν κοιμήθηκα πριν τελειώσω το βιβλίο. Δυο αδελφές, η Ηρώ και η Λήδα, στην προεφηβεία και στην αρχή της εφηβείας τους περίπου (δεν προσδιορίζεται ακριβώς η ηλικία τους, μα ούτε ακριβώς και η χρονιά όπου διαδραματίζεται η περιπέτειά τους), αναγκάζονται εξαιτίας μιας δυσάρεστης οικογενειακής κατάστασης να περάσουν το καλοκαίρι τους στον τόπο καταγωγής της μητέρας τους, σε ένα μικρό ορεινό χωριό, στη μέση του πουθενά, όπου δεν έχουν πάει ποτέ, με τον πατέρα της μητέρας τους, έναν παράξενο παππού, που δεν έχουν γνωρίσει ποτέ.
«Η γη έστειλε τον παλμό τους υπόγεια μέσα απ’ τις χωμάτινες φλέβες της. Το Δέντρο ένιωσε ένα ρίγος και ξύπνησε. Χρόνια είχε να νιώσει συγκίνηση για κάτι. Και ξαφνικά αυτή η ανατριχίλα, γι’ άγνωστο λόγο, του θύμισε παλιές μέρες. Τότε που έβλεπε τα παιδιά του να μεγαλώνουν, να απλώνουν τα κλαδιά τους αδέξια προς το φως, να φουσκώνουν τα φυλλώματά τους, οι κορμοί τους να δυναμώνουν μέρα με τη μέρα. Ένιωθε βαθιά μες στο χώμα τον ρυθμικό ήχο που κάνει το υπόγειο νερό, τον αντίλαλο των κτύπων της καρδιάς του δάσους καθώς οι ρίζες των δέντρων αγκαλιάζονται. Το Δέντρο ένιωσε για μια μικρή, ελάχιστη στιγμή, ευτυχία. Για λίγο λάθεψε πως ήτανε αλήθεια. Αυτή η ευτυχία όμως ήταν μόνο η ανάμνησή της, ήταν που νόμιζε για λίγο πως οι αγαπημένοι του δεν έφυγαν ποτέ, σχεδόν ένιωσε εκείνο το γέλιο των φύλλων καθώς τα χάιδευε το δροσερό αεράκι. Νόμιζε πως ήταν ξανά εκεί. Η παλιά χαρά. Η ευτυχία. Όταν ήταν ακόμα όλοι οικογένεια».
Σταδιακά, τα κορίτσια προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες ζωής τους, δένονται με το χωριό, βρίσκουν παρέες, ωριμάζουν, ερωτεύονται, ανακαλύπτουν οικογενειακά μυστικά, μοιράζονται ανθρώπινες ιστορίες, μαθαίνουν το μυστηριώδες παρελθόν της μητέρας τους και της γιαγιάς και του παππού τους, εξερευνούν άγνωστους τόπους κι ακούν θρύλους της περιοχής για φαντάσματα και για νεράιδες και για λύκους και για δέντρα, όπως αυτόν της βελανιδιάς που τη λέγανε καράβι κι είχε ιδιότητες μαγικές. Όταν φωτιζόταν στην Πανσέληνο, τα κλαδιά της γίνονταν χρυσά κουπιά κι όποιος τα καβαλίκευε αποκτούσε δύναμη και μπορούσε να κάνει μάγια. Ακόμα, λοιπόν, κι αν η βελανιδιά αυτή, που μέσα της λέγανε πως ζούσαν όσοι είχαν φύγει για πάντα, βρισκόταν σε τόπο απαγορευμένο, σ’ ένα βαθύ φαράγγι, η Ηρώ τ’ ορκίστηκε· έπρεπε να βρεθεί εκεί, ακόμα και μονάχη της, σαν γέμιζε το φεγγάρι, στο τέλος του Αυγούστου, γιατί έμοιαζε να είναι ο μόνος τρόπος για να ξανακερδίσει τη ζωή που είχε χάσει. Και τελικά, το δέντρο-βασιλιάς τής πρόσφερε κάτι πολύ σημαντικό…
«Την πανσέληνο, το αρχαίο πνεύμα του Δέντρου ζωντανεύει. Και τα κλωνάρια του τότε είναι θαυματουργά κι έχουν τη γιατρειά για όλες τις αρρώστιες. Αν άκουγαν οι άνθρωποι τη γλώσσα των δέντρων, θα μάθαιναν ότι εκεί κατοικούν οι ψυχές των νεκρών χωριανών. Ήθελα να ρωτήσω αν μπορεί κανείς να τους δει, αλλά δεν άκουσα αν μου ’πανε κάτι. Όταν ξύπνησα, ανακάλυψα ότι είχα κοιμηθεί με τα ρούχα. Το κερί είχε σβήσει κι έξω το φεγγάρι ήταν τεράστιο. Είχα πάει; Ήταν όνειρο; Ή ήταν μια από τις ακαταλαβίστικες ιστορίες που μου έλεγες μικρή;»
Ένα μυθιστόρημα για ένα καλοκαίρι σ΄ ένα μυστηριώδη τόπο όπου οι άνθρωποι πιστεύουν σε θρύλους και δεν ταράζουν τα φαντάσματα του παρελθόντος. Μια παρέα παιδιών θα ανακαλύψουν τη δύναμη της φιλίας, της αγάπης, της θυσίας και θα τολμήσουν να ξυπνήσουν το δέντρο βασιλιά γιατί καταλαβαίνουν πως αν είναι μαζί θα το καταφέρουν, γιατί, καμιά φορά, το «μαζί» είναι όλες οι γλώσσες κι όλοι οι καιροί.
Διαβάζοντας το βιβλίο, ένιωσα πως έγινα ξανά προέφηβη και διάβαζα μια ιστορία σαν το «Καπλάνι της Βιτρίνας» ή σαν το «Αίνιγμα του Πύργου» ή σαν τον «Θησαυρό της Βαγίας». Κρατούσα ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες, μα έμοιαζε -σε λογοτεχνική/αφηγηματική δύναμη- με όσα λάτρευα ως παιδί και συνήθως λείπουν από τα σύγχρονα προεφηβικά και εφηβικά αναγνώσματα. Είχε τη στόφα του κλασικού και ο μαγικός ρεαλισμός της γραφής τής Παπαγιάννη με συνεπήρε. Ίσως ό,τι πιο ωραίο έχει γράψει μια συγγραφέας που πάντοτε γράφει παραπάνω από ωραία. Με ταξίδεψε, ταυτίστηκα με διάφορα, έκλαψα πολύ, μα τελικά αυτό με λύτρωσε.
Πρώτη πανσέληνος του χρόνου απόψε. Με τη φαντασία μου θα ψάξω κι εγώ τη βελανιδιά, θα μιλήσω με όσους κατοικούν μέσα της, κι έπειτα θα σκαρφαλώσω και θα τραβήξω τα χρυσά κουπιά της…
Τα Χρυσά Κουπιά, της Μαρίας Παπαγιάννη, κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Πατάκη. Η εικονογράφηση του εξωφύλλου είναι της Φωτεινής Τίκκου. Η Μαρία Παπαγιάννη είναι από τις πιο σηµαντικές σύγχρονες παρουσίες στην ελληνική παιδική και νεανική λογοτεχνία, υποψήφια για το Διεθνές Βραβείο H.C. Andersen 2020 και Πρέσβειρα 2020 για το παιδικό βιβλίο. 

Leave a Reply