Γεννήθηκα το 1979, όταν υπήρχαν μόνο ασπρόμαυροι τηλεοπτικοί δέκτες χωρίς τηλεκοντρόλ και μόνο δύο κανάλια: Η ΕΡΤ-1 και η ΥΕΝΝΕΔ (Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων, που το 1982 μετονομάστηκε σε ΕΡΤ-2). Το τηλεοπτικό πρόγραμμα δεν ήταν ολοήμερο, αλλά τελείωνε με την ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου γύρω στα μεσάνυχτα και ξεκίναγε κατά τις 7 το πρωί με τον κλασικό “τσοπανάκο” και πάλι με τον Ύμνο. Μέσα στο καθημερινό πρόγραμμα των δύο καναλιών υπήρχαν και παιδικές εκπομπές (θα γίνει εκτενής αναφορά σε επόμενα κείμενα). Οι δικοί μου ήταν από αρκετά έως πολύ αυστηροί σχετικά με το τι και για πόση ώρα θα έβλεπα στην τηλεόραση. Αλλά, φυσικά, υπήρχε ένα ημίωρο (αν θυμάμαι καλά, πάνε και 30κάτι χρόνια) το απόγευμα, που μπορούσα να δω κινούμενα σχέδια.
Τα κινούμενα σχέδια των αρχών της δεκαετίας του ’80 δεν είχαν καμία σχέση με τα σημερινά.Ήταν μάλλον πιο αθώα, αλλά και πιο politically incorrect. (Μίκι Μάους των ’50 και ’60 με Μίκυ και Γκούφη να καπνίζουν σαν θεριακλήδες ή με Ντόναλντ να σπάει στο ξύλο τους Χιούι, Λιούι και Ντιούι, γιατί τον ενόχλησαν!). Παρόλα αυτά, ένα δίχρονο ή τρίχρονο παιδάκι δεν μπορεί τις περισσότερες φορές να αποκωδικοποιήσει σωστά τα όσα βλέπει και μπορεί να τρομάξει από μια εικόνα, μια ιστορία, ακόμα και από μια μουσική.
Θυμάμαι, λοιπόν, τον εαυτό μου στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς να απολαμβάνω σε έναν ασπρόμαυρο, τεράστιο, χοντροκομμένο τηλεοπτικό δέκτη ένα κινούμενο σχέδιο. Ζήτημα να ήμουν τριών ετών… Πιθανόν και λίγο μικρότερη. Και ξαφνικά έκανε την εμφάνισή του στην μικρή οθόνη ο Χαρίλαος, που έμελλε να στοιχειώσει τα παιδικά μου χρόνια και να με κάνει να νιώσω έντονο φόβο για πρώτη φορά στη ζωή μου. Είναι απίστευτο, αλλά 30 χρόνια μετά έχω ακόμα την εικόνα του στο μυαλό μου. Ήταν, μάλλον, λύκος ή ως λύκο (κλασικό σύμβολο φόβου στην παιδική φαντασία μέσω των παραμυθιών) τον αντελήφθην με τις τότε ερμηνευτικές ικανότητές μου.
Το ακόμα πιο απίστευτο είναι ότι θυμάμαι νότα προς νότα τη μουσική που συνόδευε το αργό και ύπουλο βάδισμά του, την ώρα που κινείτο να αρπάξει τον καλό πρωταγωνιστή (ούτε που θυμάμαι αν ήταν ζωάκι ή άνθρωπος) και ακόμα και τώρα στη σκέψη της ανατριχιάζω. Φυσικά, δεν έχω καμία απολύτως ανάμνηση από την υπόλοιπη ιστορία. Τι γινόταν, το πώς είχε ξεκινήσει, το πώς εμφανίστηκε ο Χαρίλαος, ούτε καν το αν το πλάσμα λεγόταν όντως Χαρίλαος ή για κάποιον ανεξήγητο λόγο, που είναι καταχωνιασμένος στο ασυνείδητό μου, τον ονόμασα εγώ Χαρίλαο δεν υπάρχουν πουθενά μέσα στις αναμνήσεις μου. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι έφυγα τρέχοντας και χώθηκα κάτω από τη μεγάλη τραπεζαρία.
Από εκείνη τη στιγμή, άρχισαν οι νυχτερινοί μου εφιάλτες, που κράτησαν τουλάχιστον μια τετραετία. Νόμιζα ότι το βράδυ θα ερχόταν ο Χαρίλαος την ώρα που κοιμόμουν και θα με άρπαζε ή θα με έτρωγε ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Σημειωτέον, ότι οι γονείς μου και οι παππούδες μου ΠΟΤΕ δεν με τρομοκράτησαν χρησιμοποιώντας παραδείγματα τύπου μπαμπούλας, αστυνόμος, παλιατζής, μάγισσα, τσιγγάνα κ.ο.κ., που θα πάρουν το παιδί αν δεν φάει, αν κάνει φασαρία, αν δεν κοιμηθεί… Το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωνα ήταν απόλυτα ασφαλές και υγιές και ο φόβος μου για τον Χαρίλαο δημιουργήθηκε μέσα μου από εμένα την ίδια, διότι προφανώς δεν είχα ακόμα την κριτική ικανότητα να διαχωρίζω πραγματικότητα και φαντασία, αλήθεια και παραμύθι. Και ναι μεν ο φόβος είναι ένα απαραίτητο συναίσθημα, που πρέπει να αναπτυχθεί σταδιακά στα παιδιά, ώστε να είναι έτοιμα να αντιμετωπίσουν και να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες της ζωής, όμως ο τρόπος ανάπτυξής του πρέπει να γίνει με ήπιο και όχι με απότομο τρόπο.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι η κινούμενη εικόνα ήταν αυτή που με επηρέασε καθοριστικά, καθώς ποτέ δεν εμφάνισα καμιά άλλη φοβία εξαιτίας των κλασικών τρομακτικών παραμυθιών με τα οποία όλοι μεγαλώσαμε. Δηλαδή, ο λύκος της Κοκκινοσκουφίτσας και των τριών Γουρουνακίων, η κακιά μάγισσα-μητριά της Χιονάτης, ο Γίγαντας του Κοντορεβυθούλη ή ο Δράκος του Τζακ που ζούσε στην κορυφή της φασολιάς είχαν ενταχθεί μέσα στο μυαλουδάκι μου εκεί που έπρεπε, στη σφαίρα του φανταστικού. Το ίδιο και οι πρωταγωνιστές της Ελληνικής Μυθολογίας, με τους οποίους ανατράφηκα, καθώς γιαγιά και μαμά ήταν φιλολογίνες και με γαλούχησαν με Οδυσσείς και Προμηθείς, Λερναίες Ύδρες και Στυμφαλίδες Όρνιθες, Δίες και Ποσειδώνες, Τιτάνες, Εκατόγχειρες και Κύκλωπες.
Η προφορική αφήγηση πάντοτε αφήνει στο παιδί περιθώρια να δημιουργήσει μόνο του την εικόνα όσων ακούει και να την προσαρμόσει στις συναισθηματικές του ικανότητες. Η κινούμενη εικόνα, αντίθετα, είναι καταιγιστική και επιβάλλεται στο θεατή, χωρίς να του επιτρέπει να τη διαχειριστεί.
Το χειρότερο όλων ήταν ότι ντρεπόμουν για το φόβο μου και ποτέ δεν τον εξέφρασα ανοιχτά στους γονείς μου, ώστε να με καθοδηγήσουν καταλλήλως. Απλά υπέφερα μέχρι να με πάρει ο ύπνος και σταμάτησα από μόνη μου να βλέπω κινούμενα σχέδια, μέχρι να φτάσω στο σημείο να εκλογικεύσω το γεγονός και να απαλλαγώ οριστικά από τον Χαρίλαο. Εννοείται ότι όσο και να προσπαθούσα να κρυφτώ, οι γονείς μου κατάλαβαν ότι κάτι έτρεχε και έκαναν κάθε προσπάθεια να με κάνουν να εκφραστώ, να αντιμετωπίσω αυτό που με τρόμαζε και να προχωρήσω. Αλλά, η άτιμη, δεν έλεγα κουβέντα, γιατί δεν ήθελα να με θεωρούν μωρό.
Πού θέλω να καταλήξω: Ποτέ δεν ξέρουμε πώς ένα παιδί αντιλαμβάνεται αυτό το οποίο βλέπει διαμεσολαβημένο.
Καλό είναι να παρακολουθούμε ΜΑΖΙ με τα παιδιά μας τηλεόραση και να συζητάμε πάντοτε τα όσα διαδραματίζονται στη μικρή οθόνη, οριοθετώντας αλήθεια και μύθο. Επίσης, αν υποπέσει στην αντίληψή μας ότι το παιδικό πρόγραμμα μπορεί να τα τρομάξει, θα ήταν καλό να κλείσουμε την τηλεόραση, χωρίς, όμως, να καταλάβουν το λόγο (το απαγορευμένο είναι πολύ γλυκό). Μπορούμε να τους τραβήξουμε την προσοχή με κάτι άλλο και σε ελάχιστα λεπτά θα έχουν απορροφηθεί από τη νέα τους δραστηριότητα.
Τέλος, αν δούμε ότι φοβούνται, ακόμα κι αν εμείς το θεωρούμε παράλογο, οφείλουμε να σεβαστούμε το συναίσθημά τους και να μην τα πιέσουμε να συνεχίσουν τη θέαση (Έχω ακούσει σε σινεμά μπαμπά να φωνάζει στον τρομαγμένο γιο του “Μα, καλά, άντρας είσαι εσύ ή κοριτσάκι; Είναι δυνατόν να φοβάσαι;” Με άλλα λόγια, σκάσε και βλέπε). Μετά από λίγη ώρα, ας συζητήσουμε μαζί τους τι ήταν αυτό που τα τρόμαξε, ας τα καθησυχάσουμε, ας τους προσφέρουμε μια χαλαρωτική δραστηριότητα… Η συνειδητοποίηση πραγματικότητας (reality) και φαντασίας (fiction) δεν είναι αυτοματοποιημένη διαδικασία για τα παιδιά και θέλει πολλή και καλή δουλειά από τον γονιό.