Την ακούω για ώρα να μιλάει. Ο τόνος της φωνή της δεν πάλλεται από νότες μητρικές, αλλά από τα ντεσιμπέλ μιας θεμιτής αλαζονείας. Θέμα της, οι μαθητικές επιδόσεις του 10χρονου γιου της και τα όνειρα που πλάθει μέσα από αυτές με μια ζύμη άνοστη και σκληρή.
Κάθε της φράση ισοδυναμεί με τράβηγμα αυτιού, κάθε της λέξη πονάει σαν χτύπημα βέργας, κάθε της συλλαβή εξαντλείται σ’ έναν παρά φύσιν πληθυντικό: «Εμείς φέτος τα πήγαμε πολύ καλά στο σχολείο! Σε όλα τα μαθήματα πήραμε δέκα, εκτός από τη γλώσσα όπου είχαμε εννιά. Σίγουρα μπορούμε και καλύτερα, σίγουρα θα τα πάμε και καλύτερα. Πρέπει να διαβάζουμε πολύ, να πιάνουμε πάντα το άριστα, γιατί όταν μεγαλώσουμε θέλουμε να περάσουμε στην Ιατρική…»
Ανατριχίλα. Τα όρια της αντοχής μου αφήνουν τη «μαμά-πληθυντικός» μετεξεταστέα, «κομμένη» από κάθε απόπειρα συναναστροφής. Τον έχω ξανασυναντήσει αυτόν τον τύπο μαμάς. Όχι μία, πολλές φορές. Έξω από σχολεία, μέσα σε σπίτια, πάνω σε θρανία, κάτω από μαυροπίνακες να γράφει με κιμωλία που τρίζει αποκρουστικά το αύριο των παιδιών της ακολουθώντας κατά γράμμα τη δηλητηριώδη συνταγή: «Θα σε σπουδάσω, θες-δεν θες. Θα σε περπατήσω σε προαύλια ανταγωνισμού, θες-δεν θες. Θα σε προσανατολίσω σε παρωχημένους ορίζοντες, θες-δεν θες. Θα σου επιβάλλω την ίδια υπεροψία που επιβλήθηκε και σε μένα, θες-δεν θες. Θα σε κάνω γιατρό ή δικηγόρο ή δημόσιο λειτουργό, θες-δεν θες. Θα υποκύψεις, θα συμμορφωθείς, θα συνηθίσεις, θα «πετύχεις», θες-δεν θες. Θα με δικαιώσεις, θες-δεν θες!»
Κάπως έτσι, μ’ ένα «θες-δεν θες» με σπούδασαν και μένα κάποτε δικηγόρο ανάμεσα σε δεκάδες «θες-δεν θες» εν δυνάμει συναδέλφους. Κάπως έτσι, μ’ ένα «θες-δεν θες» πήρα το πτυχίο μου μ’ ένα αστραφτερό άριστα που σήμερα «σαπίζει» ξεχασμένο στο βάθος κάποιου συρταριού. Κάπως έτσι, μ’ ένα «θες-δεν θες» έπνιξα τα ταλέντα μου, έχασα τον προσανατολισμό μου κι έφαγα χρόνια πολλά μέχρι να βρω ξανά τον δρόμο του επαγγελματικού μου προσανατολισμού και να δηλώσω όλο σθένος: «Εγώ, αγαπητέ μου γονιέ, δικηγόρος δεν θα γίνω ποτέ! Θα γίνω δημοσιογράφος. Θες-δεν θες!»
Το ’χουμε αυτό το κακό εμείς οι γονείς: να ντύνουμε τα παιδιά μας με τα δικά μας όνειρα. Να τα κουκουλώνουμε με τα παράπονά μας. Να τα σκάμε με τα απωθημένα μας. Να απολαμβάνουμε τα άριστα, τους επαίνους, την επιτυχία τους. Να ησυχάζουμε με τη σύνεση, την ηρεμία και τη σιωπή τους κι ύστερα να σαστίζουμε μπροστά στις ρωγμές που γεννά μέσα τους η πίεση τόσων ετών και να μένουμε βουβοί, ολότελα έκπληκτοι, μπροστά στην έκρηξη των πραγματικών τους «θέλω». Όχι. Δεν θέλω τα παιδιά μου να γίνουν πτυχιούχοι αν δεν το θέλουν εκείνα, ούτε και με αφορά ένας έλεγχος γεμάτος από άριστα, διότι αυτά τα «άριστα» δεν τους εξασφαλίζουν τίποτε παραπάνω πέρα από τη δική μου απατηλή «δικαίωση». Η ζωή έχει πλάκα και φαντασία. Η επιτυχία και η ευτυχία καμία σχέση με βαθμούς και επαίνους. Κατά μία διαβολική σύμπτωση, όσοι συμφοιτητές μου υπήρξαν άριστοι είτε έκαναν κάτι άλλο από εκείνο που σπούδασαν είτε υποβιβάστηκαν σε μία θεσούλα που κανείς δεν φανταζόταν. Αντιθέτως, οι μέτριοι, οι χαλαροί, οι «περνάω-δεν περνάω το έτος» κατάφεραν να κατακτήσουν και θέσεις και χρήμα και αίγλη και όλα εκείνα από τα οποία τους κρατούσε αποκλεισμένους ο μύθος του καλού βαθμού.
«Ποτέ δεν αρίστευσα στο πανεπιστήμιο, αλλά σήμερα οι αριστεύσαντες στα πανεπιστήμια είναι υπάλληλοί μου», έλεγε ο ιδρυτής της Microsoft, Bill Gates, μία ατάκα που όλοι οι γονείς οφείλουμε να κάνουμε αφίσα στα σαλόνια και τις συνειδήσεις μας. Έλεος πια με την πίεση που ασκούμε στα παιδιά μας αναφορικά με τους βαθμούς. Έλεος με τις ατέλειωτες ώρες διαβάσματος από την πρώτη κιόλας δημοτικού, με τις συνεχόμενες επαναλήψεις και με τα επαναλαμβανόμενα τεσταρίσματα. Έλεος με τις συγκρίσεις του στιλ «Η αδελφή σου κάνει καλύτερα γράμματα από εσένα», έλεος με τις δωροδοκίες του τύπου «αν φέρεις καλό βαθμό θα έχεις το tablet των ονείρων σου», έλεος με το βλέμμα της αποχαυνωμένης αγελάδας μπροστά σ’ έναν έλεγχο γεμάτο άριστα. Έλεος με τον παλαιολιθικού τύπου πληθυντικό «διαβάσαμε», «κοπιάσαμε», «περάσαμε», «σπουδάσαμε». Ό,τι καταφέρνει ένα παιδί είναι αριθμού ενικού και αποκλειστικά δικό του. Ούτε της μαμάς, ούτε του μπαμπά, ούτε του ανάπηρου εκπαιδευτικού μας συστήματος, ούτε κανενός φωστήρα.
Πόσο ανόητο είναι να κραυγάζουμε σαν Ινδιάνες μπροστά σ’ ένα «Άριστα», να ταλαιπωρούμε τις δασκάλες με ανούσιες ανησυχίες και βλακώδεις απορίες, να ξοδεύουμε ώρες ατέλειωτες σε βαθμοθηρικές συζητήσεις και να εξαρτάμε το αύριο των παιδιών μας από το «μπράβο» τού σήμερα. Οι δικές μου ιαχές απέναντι στα δικά μου παιδιά βγαίνουν από τα χείλη μου όταν τα δικά τους με ταξιδεύουν σε πράγματα που ακούω για πρώτη φορά στη ζωή μου όπως ο «βάτραχος ντομάτα», ο «καρχαρίας ξωτικό» και ο «μπλε δράκος». Όταν μου λένε πως θέλουν να ταξιδέψουν σε όλη τη γη «γιατί τα ταξίδια είναι το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο, μαμά». Όταν μου υπενθυμίζουν ότι «εσείς οι μεγάλοι όλο δουλεύετε κι έχετε ξεχάσει να γελάτε και να παίζετε». Για το ποιος είναι ο αόριστος του «παίζω», πόσο κάνει δεκαπέντε και επτά και πότε μπαίνουν τα διαλυτικά, αρκεί μόνο ένα «μπράβο». Και περισσεύει…