Σε προηγούμενα άρθρα μας, χάρη στο βιβλίο της Lucy Crehan Φυτώρια ευφυΐας. Ένα ταξίδι στα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα του κόσμου, φτάσαμε μέχρι την Ιαπωνία και τη Φινλανδία, δυο χώρες με εντελώς διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα, των οποίων, όμως, οι μαθητές ξεχωρίζουν σε απόδοση, όπως αποδεικνύεται από τα αποτελέσματα του διεθνούς προγράμματος PISA. Συνεχίζουμε, λοιπόν, το εκπαιδευτικό μας αυτό ταξίδι στα σχολεία του κόσμου και αυτόν το μήνα κάνουμε μια στάση στη Σιγκαπούρη.
Ευγονική
Η Σιγκαπούρη είναι ουσιαστικά μια πόλη-κράτος, ένα νησί με λίγο περισσότερους από πέντε εκατομμύρια κατοίκους και έλλειψη φυσικών πόρων. Όταν αποχώρησε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 από τη Ομοσπονδία της Μαλαισίας, βασιζόταν μόνο στις εισαγωγές, μην έχοντας καν πόσιμο νερό. Η μοναδική της ελπίδα να πετύχει οικονομικά ήταν να αναπτύξει τους ανθρώπινους πόρους της μέσω της εκπαίδευσης και να δημιουργήσει καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, που θα τη βοηθούσε να γίνει βιομηχανικό και έπειτα επιχειρηματικό κέντρο (το οποίο και εν τέλει πέτυχε).
Η κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, θεώρησε πως έκαναν παιδιά οι λάθος άνθρωποι. Ο Λι Κουάν Γιου, ιδρυτής της σύγχρονης Σιγκαπούρης και πρωθυπουργός τότε, είχε εκφράσει τη δυσαρέσκειά του και τον φόβο του για τη δημιουργία μιας πιο χαζής κοινωνίας, επειδή που υπήρχαν ανύπαντρες γυναίκες πτυχιούχοι, μια και οι άντρες πτυχιούχοι προτιμούσαν γυναίκες με χαμηλότερη μόρφωση. Ο Γιου πίστευε πως η νοημοσύνη είναι έμφυτη και κληρονομική (γεγονός που προφανώς δεν ισχύει απόλυτα, όπως αποδείχτηκε μέσα από έρευνες χρόνων) και έδινε κίνητρα για στείρωση σε γυναίκες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και φοροαπαλλαγές σε πτυχιούχες που γίνονταν μητέρες. Οργάνωνε μάλιστα και δωρεάν κρουαζιέρες αναψυχής για single πτυχιούχους, προκειμένου να γνωρίσουν εκεί έναν/μια σύντροφο ίδιου πνευματικού επιπέδου και να γεννήσουν πανέξυπνα παιδιά. Αυτή η νοοτροπία της ευγονικής επεκτάθηκε με κάποιον τρόπο και στην εκπαίδευση.
Τα «καλά» σχολεία
Στη Σιγκαπούρη, η προσχολική εκπαίδευση δεν είναι υποχρεωτική, οπότε σε ιδιωτικά προνηπιαγωγεία και νηπιαγωγεία φοιτούν μόνο τα παιδιά εύπορων οικογενειών. Οι μαθητές πηγαίνουν στην Α’ δημοτικού τη χρονιά που γίνονται επτά ετών, δηλαδή έναν χρόνο μετά τα παιδιά στην Ελλάδα. Μέσα σε κάθε σχολείο, οι τάξεις είναι ‒τα τέσσερα πρώτα χρόνια‒ μεικτών ικανοτήτων, αλλά κάθε δημοτικό έχει διαφορετικό κύρος και το να καταφέρουν να γίνουν τα παιδιά τους δεκτά στα κορυφαία σχολεία είναι το βασικό θέμα για τις νέες μητέρες και το κύριο θέμα συζήτησης στα νηπιαγωγεία.
Τα παιδιά που έχουν μεγαλύτερο αδέλφι που φοιτά σε «καλό σχολείο» έχουν προτεραιότητα στο να γίνουν δεκτά, ενώ ακολουθούν εκείνα των οποίων είτε κάποιο αδέλφι είτε κάποιος γονιός έχει αποφοιτήσει από το σχολείο αυτό. Αυτό θεωρείται ότι βοηθάει στη συνοχή της σχολικής κοινότητας και ότι διασφαλίζει σε όσους έχουν λάβει εκπαίδευση υψηλού κύρους ότι το προνόμιό τους αυτό θα κληροδοτηθεί και στο παιδί τους. Τις υπόλοιπες θέσεις καταλαμβάνουν παιδιά που οι γονείς τους έχουν βοηθήσει εθελοντικά το σχολείο τουλάχιστον έναν χρόνο πριν και έχουν αφιερώσει τουλάχιστον 40 ώρες ως σχολικοί τροχονόμοι, βοηθοί στο κυλικείο, στη βιβλιοθήκη κ.λ.π. Στα πιο επιθυμητά σχολεία, μάλιστα, οι γονείς για να γίνουν εθελοντές περνούν από συνέντευξη.
Τα προνομιούχα παιδιά που θα αποφοιτήσουν από τα κορυφαία δημοτικά σε ηλικία δώδεκα ετών έχουν περισσότερες πιθανότητες να αριστεύσουν στις απολυτήριες εξετάσεις (Primary School Leaving Examination, PSLE), ο βαθμός των οποίων έχει τεράστια επίπτωση στην πορεία της ζωής τους, καθορίζοντας το Γυμνάσιο στο οποίο θα συνεχίσουν τη φοίτησή τους και κατ’ επέκταση τις εξετάσεις που θα μπορούν να δώσουν μελλοντικά και το επάγγελμα που θα μπορούν να ασκήσουν. Κι εμείς παραπονιόμαστε ότι είναι σχεδόν αδύνατο για ένα δεκαοχτάχρονο παιδί που δίνει πανελλαδικές να έχει αποφασίσει τι θέλει να κάνει στη ζωή του…
Όπως μάλλον καταλάβατε ήδη, στη Σιγκαπούρη οι γονείς θεωρούν καθήκον τους να παλέψουν με κάθε τρόπο να στείλουν τα παιδιά τους στα καλύτερα σχολεία, με αποτέλεσμα να μην τα αφήνουν στιγμή να χαλαρώσουν κατά τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Επιπεδοποίηση
Στην αρχή της «ζωής» του νεοσύστατου κράτους, δεν γινόταν διαχωρισμός των τάξεων ανάλογα με το επίπεδο των παιδιών, όμως υπήρχαν προαγωγικές εξετάσεις κάθε χρόνο, με αποτέλεσμα πολλά παιδιά που κόβονταν, να σταματούν το σχολείο ακόμα και στα επτά ή στα οκτώ τους χρόνια. Το 1979, ξεκίνησε η επιπεδοποίηση των μαθητών στο τέλος της Γ’ Δημοτικού, η οποία, όμως, μέχρι το 2008 ήταν προβληματική, καθώς αρκετά παιδιά, αυτά που βρίσκονταν στο τρίτο και χαμηλότερο επίπεδο, δεν κατόρθωναν ποτέ να φτάσουν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ύστερα από διαμάχες που πυροδοτήθηκαν από μια κινηματογραφική ταινία που καταδίκαζε το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, τα παιδιά περνούν στο τέλος της Δ’ δημοτικού από τεστ μέσα από τα οποία καθορίζεται ποια μαθήματα θα παρακολουθήσουν τα δυο τελευταία χρόνια σε υψηλό, ποια σε κανονικό και ποια σε βασικό επίπεδο, με το σύστημα να αναγνωρίζει ότι κάθε μαθητής μπορεί να είναι καλός ή κακός σε κάποια μόνο και όχι σε όλα τα αντικείμενα. Με άλλα λόγια, πλέον ο στόχος της εκπαίδευσης είναι να εντοπίζονται έγκαιρα τα ταλέντα και οι κλίσεις του κάθε δεκάχρονου παιδιού και να του προσφέρονται οι ανάλογες ευκαιρίες. Το ερώτημα, όμως, που τίθεται είναι αν όλα τα παιδιά στα δέκα τους χρόνια έχουν τους ίδιους ρυθμούς ανάπτυξης, αν όλα βρίσκονται, ας πούμε, στο ίδιο σημείο της καμπύλης. Και η απάντηση είναι προφανώς αρνητική.
Ιδιωτικά μαθήματα, δημόσια πίεση
Το σχολείο της Σιγκαπούρης, λοιπόν, είναι βασισμένο στην (παρωχημένη πλέον) ιδέα της στατικής νοημοσύνης. Και φυσικά, όπως όλα τα ασιατικά εκπαιδευτικά συστήματα, είναι και ανταγωνιστικό. Οι δάσκαλοί του είναι ιδιαίτερα καταρτισμένοι, με αξιοπρεπείς μισθούς και επιδοτούμενη επιμόρφωση καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, ενώ τους δίνονται διαρκώς κίνητρα για να βελτιώνονται και να εξελίσσονται.
Παρά το γεγονός αυτό, η πλειονότητα των γονέων των μαθητών του δημοτικού, κατά βάση κινεζικής καταγωγής, απαιτούν από τα παιδιά τους προσπάθεια και σκληρή δουλειά και στο σπίτι, ενώ ταυτόχρονα έχουν μεγάλες προσδοκίες και ανάλογη συμμετοχή στη μελέτη τους. Αγοράζουν συχνότατα σχολικά βοηθήματα με επιπλέον ασκήσεις και επιδιώκουν, ακόμα κι αν πιεστούν πολύ οικονομικά, να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικό φροντιστήριο, ακόμα και μέχρι πολύ αργά το βράδυ, ώστε να γίνουν «οι πρώτοι των πρώτων».
Οι γονείς που δεν εγκρίνουν το συγκεκριμένο μοντέλο και είναι περήφανοι για το κιάσου τους (τον φόβο τού να χάσουν) συχνά έρχονται σε δύσκολη θέση και αναγκάζονται να προσφύγουν κι αυτοί στη συμπληρωματική ιδιωτική διδασκαλία, που είναι μάλιστα ανώτερου επιπέδου από την σχολική, φοβούμενοι ότι τελικά θα στερήσουν λόγω ιδεολογίας από τα παιδιά τους την ευκαιρία για μια καλή, δηλαδή οικονομικά ασφαλή ζωή.
Έτσι, στη Σιγκαπούρη η ανισότητα και ο ελιτισμός ανάμεσα σε έχοντες και μη γίνονται ακόμα πιο έντονα σε μια κοινωνία που a priori διαχωρίζει στο σχολικό πλαίσιο ‒ και μάλιστα από πολύ νωρίς‒ τα παιδιά διαφορετικών ικανοτήτων και διαφορετικού οικογενειακού και οικονομικού υπόβαθρου, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό μια τυραννία των ικανών και των έξυπνων και ένα εκπαιδευτικό σύστημα εντελώς αναξιοκρατικό.
PLSE και η συνέχεια αυτού
Επανερχόμαστε στις… πανσιγκαπούριες απολυτήριες εξετάσεις του δημοτικού, για τις οποίες ‒το πρώτο που έχω να πω‒ είναι ότι οι γονείς δικαιούνται άδεια από τη δουλειά τους για να βοηθήσουν το παιδί τους στη μελέτη. Το κράτος θεωρεί τη βαθμολογία σε αυτές βασικό κριτήριο ακόμα και για την τοποθέτηση ενηλίκων σε καίριες κρατικές θέσεις, ενώ ‒προφανώς‒ ανοίγουν (ή κλείνουν) τον δρόμο για τη συνέχιση της φοίτησης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Κάθε μαθητής μπορεί να κάνει αίτηση σε έξι γυμνάσια της επιλογής του και το αν θα γίνει αποδεκτός ή όχι εξαρτάται όχι μόνο από τον βαθμό του στις εξετάσεις, αλλά και από την απόφαση του κάθε σχολείου.
Οι βαθμοί καθορίζουν επίσης το επίπεδο που θα τοποθετηθεί το κάθε παιδί στο δευτεροβάθμιο σχολείο: Το 8% γίνεται δεκτό στο Υψηλού Κύρους Ολοκληρωμένο Πρόγραμμα, το 60% στην Ταχεία Κατεύθυνση, το 20% στην Κανονική Ακαδημαϊκή Κατεύθυνση, ενώ το 10% στην Κανονική Τεχνική Εκπαίδευση. Τέλος, ένα μικρό ποσοστό των παιδιών δεν τα καταφέρνει στις εξετάσεις (που βέβαια είναι ανάλογες με την επιπεδοποίηση ‒ δεν δίνουν όλοι τα ίδια μαθήματα, ούτε την ίδια ύλη) και είτε επαναλαμβάνει την τελευταία τάξη του δημοτικού με δικαίωμα να ξαναδώσει είτε πηγαίνει απευθείας σε τεχνική σχολή.
Όπως προαναφέρθηκε, η κατεύθυνση που θα ακολουθήσει το παιδί μετά το PLSE, αν και είναι μόνο δώδεκα ετών, επηρεάζει όλη τη μετέπειτα ζωή του: τους φίλους, τις σπουδές, τις εργασιακές προοπτικές, ακόμα και το ποιον/α θα παντρευτεί. Και η «πίτα» δεν μπορεί να μοιραστεί σε όλους. Το να καταφέρει κάποιος να αλλάξει επίπεδο και άρα και προοπτικές ζωής μέσα στα γυμνασιακά χρόνια ναι μεν είναι πιθανό, αλλά είναι τόσο σπάνιο, ώστε τα παιδιά που το καταφέρνουν να γίνονται θέμα στις ειδήσεις.
Ψυχολογία
Όπως είναι αναμενόμενο, η ψυχολογία των μικρών μαθητών, που δεν έχουν μπει καλά καλά στην εφηβεία, επηρεάζεται αρνητικά στο πλαίσιο του συστήματος αυτού. Το άγχος είναι πανταχού παρόν και πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από την οικογενειακή πίεση. Τα παιδιά δεν θέλουν να πηγαίνουν στο σχολείο, ενώ πρόσφατες έρευνες διαπίστωσαν ότι το 1/3 των μαθητών φοβούνται περισσότερο τις εξετάσεις παρά τον θάνατο των γονέων τους, ενώ και πάλι το 1/3 θεωρεί ορισμένες φορές πως η ζωή δεν αξίζει…
Τα τελευταία χρόνια, η κυβέρνηση της Σιγκαπούρης έχει αντιληφθεί το κοινωνικό πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί και μάλιστα έχει κάνει ορισμένες ομιλίες προς τους μαθητές με θέμα την ψυχική υγεία· όμως είναι ιδιαίτερα δύσκολο να τροποποιήσει το εκπαιδευτικό της σύστημα. Η ανταγωνιστική νοοτροπία είναι πλέον παγιωμένη ανάμεσα στους γονείς, παρά το γεγονός ότι βλάπτει τα παιδιά τους, και στη χώρα έχει διαπλαστεί μια γενιά πολιτών που θεωρούν πως αν δεν φροντίσουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους και τα παιδιά τους κανείς άλλος δεν θα το κάνει.
Σημειωτέον: Οι γονείς μπορούν να κάνουν μήνυση στα (ενήλικα πλέον) παιδιά τους αν αυτά δεν τους στηρίξουν οικονομικά στα γηρατειά τους, αλλά αυτό θα είναι ανώφελο αν αυτά δεν έχουν αρκετά χρήματα να συντηρήσουν ‒εκτός από την οικογένειά τους‒ και τους γονείς τους, διότι δεν τα πήγαν καλά στις εξετάσεις που έδωσαν κάποτε, όταν ήταν μόλις δώδεκα ετών.
Αποτελέσματα
Παρότι το εκπαιδευτικό σύστημα της Σιγκαπούρης δεν οδηγεί σε δίκαια αποτελέσματα, έχει εντούτοις επιδείξει υψηλή αναλογία μαθητών που βρίσκονται πάνω από τα επίπεδα αναφοράς ως προς την κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Είναι, δηλαδή, λιγότεροι οι μαθητές που παίρνουν χαμηλή βαθμολογία στις δοκιμασίες PISA απ’ ό,τι στις περισσότερες άλλες χώρες. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως οι μαθητές αυτοί έχουν καλύτερες ακαδημαϊκές ευκαιρίες, αφού οι προνομιούχοι συμμαθητές τους στη χώρα τους βρίσκονται πάντα πιο μπροστά, καταλαμβάνοντας τις καλές θέσεις στα γυμνάσια και εξωθώντας τους προς λιγότερο ακαδημαϊκές κατευθύνσεις.
Είναι τούτο απαραίτητα κακό; Ίσως και όχι. Ναι μεν οι μισθοί των τεχνικών επαγγελμάτων δεν είναι ιδιαίτερα υψηλοί, όμως η αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης έχει δημιουργήσει καταρτισμένους τεχνίτες και αξιοζήλευτα χαμηλούς δείκτες ανεργίας.
Συμπερασματικά, ο διαχωρισμός στην ηλικία των δώδεκα ετών σε σχολεία ακαδημαϊκής και επαγγελματικής κατεύθυνσης έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Συνδυαστικά με την ανταγωνιστική νοοτροπία των γονέων, στη Σιγκαπούρη τα πολύ μικρά παιδιά έχουν πολύ μεγάλο άγχος. Πάντως, όταν οι εξετάσεις προς το γυμνάσιο ολοκληρωθούν και το κάθε παιδί πάρει τον δρόμο του, θα διδαχτεί διαφορετικά πράγματα, ανάλογα με τις δυνατότητές του, και είναι βέβαιο ότι θα βρει τη θέση του στην αγορά εργασίας, με άλλα λόγια θα αποκατασταθεί επαγγελματικά. Με άλλα λόγια, στη Σιγκαπούρη δεν θα βρείτε άνεργους πτυχιούχους…
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, κυκλοφόρησε και αναπαράχθηκε στα ελληνικά social media ένα clickbait μεταφρασμένο (χωρίς πηγή) άρθρο με τίτλο «Η Σιγκαπούρη καταργεί τις εξετάσεις στα σχολεία γιατί “η μάθηση δεν είναι ανταγωνισμός”», που λίγο πολύ υποστηρίζει ότι οι μαθητές από του χρόνου δεν θα δίνουν εξετάσεις, ώστε να αντιμετωπιστεί ο ανταγωνισμός και το άγχος που αυτός προκαλεί. Η αλήθεια είναι πως πρόκειται για μια πρόταση του νυν Υπουργού Παιδείας που ακόμα συζητείται, αλλά και που ακόμα κι αν εφαρμοστεί, όχι μόνο δεν θα καταργήσει εντελώς τις εξετάσεις, αλλά θα προσθέσει και ποιοτικά κριτήρια στην αξιολόγηση των μαθητών. Οι δε ποιοτικοί δείκτες θα είναι εξίσου ανταγωνιστικοί με τους βαθμούς και ίσως και χειρότεροι, διότι είναι πιο δύσκολα μετρήσιμοι. Στη Σιγκαπούρη, ο χώρος για καλά Γυμνάσια, δευτεροβάθμια μη τεχνική εκπαίδευση και ανώτερες σπουδές θα συνεχίσει ούτως ή άλλως να είναι περιορισμένος, και το σύστημα θα συνεχίσει να ευνοεί τους προνομιούχους…
Διαβάστε: Lucy Crehan, Φυτώρια ευφυΐας. Ένα ταξίδι στα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα του κόσμου, μετάφραση: Μαρία Παπαηλιάδη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2019