ΓΚΟΥΡΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΕΤΡΑ. ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΧΩΡΙΟ, ΕΝΑ ΤΣΟΥΡΜΟ ΠΑΙΔΙΑ, ΜΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΚΙ ΕΝΑΝ ΑΓΡΙΑΝΘΡΩΠΟ

Μεγάλωσε διαβάζοντας βιβλία και ακούγοντας ιστορίες, παραδοσιακά παραμύθια και θρύλους. Ακόμη και σήμερα διαβάζει και ακούει ιστορίες με την προσμονή και τη χαρά που είχε ως παιδί. Κρατάει ένα σημειωματάριο όπου γράφει, προσθέτει στοιχεία και πληροφορίες, χαρτάκια με λέξεις και σημειώσεις επιγραμματικές. Όλα είναι κομμάτια ενός παζλ για τα κείμενα που ίσως ακολουθήσουν. Η Θεοδώρα Κατσιφή θεωρεί τις ιστορίες υπερωκεάνια που σε ταξιδεύουν μέχρι τα πέρατα του κόσμου και τη συγγραφή μια διαρκή αναζήτηση και μαθητεία. Μετά την Κίτρινη Σημαδούρα και την αξέχαστη πρωταγωνίστριά της, τη Βασιλού, περνάει στη μεγάλη φόρμα και απευθύνεται σε μεγαλύτερα παιδιά, από 9 ετών, με το Γκούρι σημαίνει πέτρα, όπου πρωταγωνιστεί η συνονόματή της Θεοδώρα.

Όταν πρωτοδιάβασα –μονορούφι– το βιβλίο, το θαύμασα. Όχι μόνο για τη γραφή της Κατσιφή, ρεαλιστική και ποιητική, που εναλλάσσεται ανάλογα με το σημείο της αφήγησης. Αλλά διότι μου φάνηκε σαν τα παλιά καλά βιβλία, αυτά που σήμερα, δυστυχώς, σπανίζουν, γιατί μάλλον δεν πουλάνε. Αυτά με τα οποία μεγάλωσα εγώ. Μου άρεσε που «απαίτησε» από τους μικρούς αναγνώστες να φύγουν από το παρόν (βιβλία σύγχρονης θεματολογίας) και από το μέλλον (fantasy αναγνώσματα) και να «προσγειωθούν» στο παρελθόν και στη παιδική ηλικία των δικών τους γονιών. Όπως εμείς μάθαμε για τα παιδικά χρόνια των προηγούμενων γενιών (και σε πολιτικό, αλλά και σε πολιτιστικό-κοινωνικό επίπεδο) μέσα από την Άλκη Ζέη, τη Ζωρζ Σαρή, τον Παντελή Καλιότσο, τη Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, τη Γαλάτεια Γρηγοριάδου, την Αγγελική Βαρελά και πολλούς άλλους, έτσι και τα παιδιά μας μαθαίνουν πληροφορίες για τα δικά μας παιδικά χρόνια – λείπουν τέτοια παιδικά βιβλία με αναφορές στις δεκαετίες του ’70, του ’80 και του ’90. (Στην πρόσφατη παραγωγή, ανήκει και Ο Άλλος του Μάνου Κοντολέων, που διαδραματίζεται το 1990 και για τον οποίον, επίσης, θα διαβάσετε στις σελίδες μας).  

Η συζήτησή μας με τη Θεοδώρα έγινε online, με εμένα να βρίσκομαι στο μέρος όπου πέρασα τα παιδικά μου καλοκαίρια· η δεύτερη ανάγνωσή του έγινε με έντονο συναισθηματισμό, μέσα στα πεύκα και τα σκίνα της παιδικής μου ηλικίας, όπου είχα σύρει το λάπτοπ και πάλευα να βρω καλό σήμα για το zoom. Όμως, εκεί ένιωθα ότι πρέπει να γίνει. Γιατί όλα τριγύρω άλλαξαν, μα έμειναν τα ίδια…

Να ρωτήσω καταρχάς ο στόχος σου ήταν να μιλήσεις στους προεφήβους και στους εφήβους για τα παιδικά χρόνια των γονιών τους (δεν ξέρεις τι απίστευτη πάσα μου έδωσες) ή αν απλώς έπλασες μια ιστορία που έτυχε να διαδραματίζεται τη δεκαετία του ’80, γύρω από το αγαπημένο λογοτεχνικά θέμα των καλοκαιρινών διακοπών, που παραμένει επίκαιρο ως σήμερα.
Ήταν επιλογή μου η δεκαετία του ’80, η εποχή που ήμουν κι εγώ παιδί. Ήθελα οι ήρωές μου να είναι στην ίδια ηλικία μ’ εμένα, την ίδια χρονική περίοδο. Αυτή η εποχή, με όλη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, είναι αποτυπωμένη μέσα μου. Τη γνωρίζω καλά, την αγαπώ και, ως δημιουργός, μπορούσα να την διαχειριστώ συγγραφικά. Το καλοκαίρι το επέλεξα ως σκηνικό δράσης, διότι ξεσηκώνει τους ανθρώπους. Τους βγάζει από τα σπίτια τους. Τότε οι άνθρωποι είναι πιο ελεύθεροι, πόσω μάλλον τα παιδιά, που δεν έχουν τις δεσμεύσεις του σχολείου. Λέγεται πως τα παιδιά μεγαλώνουν τα καλοκαίρια. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις αλλαγές στην εμφάνισή τους, αλλά στο γεγονός πως μέσα από το βίωμα της ελευθερίας διευρύνουν τους ορίζοντες και τα όριά τους, γίνονται πιο δεκτικά σε προσλαμβάνουσες και ερεθίσματα και έχουν πολύτιμο χρόνο να εξερευνήσουν τόσο το έξω τους όσο και το μέσα τους. Το καλοκαίρι στο χωριό είναι το «σκηνικό» μέσα στο οποίο ζουν και δρουν οι ήρωές μου. Ο πυρήνας, όμως, της ιστορίας μου είναι η εξαφάνιση της Γιωργίτσας, η εξιχνίαση της οποίας μπορεί να ξεκινά ως παιχνίδι, αλλά στην πορεία βαθαίνει και περιπλέκεται, γίνεται μια ιστορία μυστηρίου.

Πού, όμως, απευθυνόσουν γράφοντας; Γιατί, τελικά, ίσως το Γκούρι να μην είναι ένα, αλλά δυο βιβλία, μια και δεν το θεωρώ crossover: Ένα αφήγημα για παιδιά της προεφηβείας και της εφηβείας και ένα εντελώς ξεχωριστό αφήγημα για όσους είναι σήμερα μεταξύ 35 και 50 ετών. Γιατί φυσικά η αναγνωστική εμπειρία έχει να κάνει και με τα βιώματα του αναγνώστη… Εγώ διάβασα κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που διάβασε η κόρη μου. Ναι μεν και οι δυο το λατρέψαμε, ναι μεν υπήρχε μια τομή στην πρόσληψη, αλλά η μια είχε την εμπειρία, τις πολιτιστικές αναφορές, και η άλλη όχι. Όπως θυμάμαι και τους γονείς μου να λένε για το αγαπημένο μου μυθιστόρημα, Τα γενέθλια, «Εμείς τα ζήσαμε»…
Με χαρά έχω διαπιστώσει ότι το Γκούρι διαβάζεται με ενδιαφέρον και από ενήλικους, που τους ξυπνά μνήμες παιδικές και εφηβικές. Το έγραψα, όμως, για τα σημερινά παιδιά, ώστε να απολαύσουν την ένταση που δημιουργεί η αναζήτηση ενός καλά κρυμμένου μυστικού σε μια μυθοπλασία. Αυτό εισπράττω εγώ. Η αναζήτηση της αλήθειας για την εξαφάνιση της Γιωργίτσας είναι ο χαμένος θησαυρός που επιδιώκουν να ανακαλύψουν και να αποκαλύψουν. Το παιδί-αναγνώστης εναρμονίζεται με το περιβάλλον της ιστορίας, τον χρόνο και τον τόπο και μέσα από μια απολαυστική αναγνωστική εμπειρία συντάσσεται με τους ήρωες που ψάχνουν να βρουν τι έχει συμβεί ενώ στο τέλος ικανοποιείται  με την λύση της.Μια σκέψη που έκανα μόλις τώρα, συγκρίνοντας ξανά το Γκούρι με όσα διάβαζα εγώ στα μέσα-τέλη του δημοτικού. Η δεκαετία του ’80 στην Ελλάδα είχε ένα έντονο πολιτικό χρώμα, που, όμως, δεν εμφανίζεται στο βιβλίο. Δεν ήθελες; Δεν έτυχε; Δεν κόλλαγε; Ή μήπως φοβήθηκες… Γιατί πλέον δεν συναντάμε καθόλου παιδικά βιβλία με πολιτικές αναφορές. Ενώ στο παρελθόν κάτι τέτοιο ήταν σύνηθες, κυρίως από συγγραφείς ενταγμένους στην Αριστερά.   
Γνωρίζω καλά αυτή την έντονη πολιτική περίοδο, καθώς ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος πολιτικοποιημένος, όπως και το φιλικό και συγγενικό μας περιβάλλον, όπως όλοι σχεδόν. Και δεν ξεχνώ την ένταση και το πάθος που περιείχαν οι πολιτικές συζητήσεις τότε. Αυτό το έντονο χρώμα, όπως σωστά αναφέρεις, δεν εμφανίζεται στο βιβλίο, γιατί ήθελα η εποχή να εξυπηρετεί την ιστορία και όχι η ιστορία την εποχή. Εξάλλου, το κοινωνικό είναι και αυτό πολιτικό.  Οι σχέσεις, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία, οι στερεοτυπικές απόψεις που χαρακτηρίζουν τις κλειστές κοινωνίες και  κατ’ επέκταση  την ελληνική πραγματικότητα είναι ζητήματα πολιτικά. Κατά μια έννοια, είναι πιο δύσκολο να γράψει κανείς για ευαίσθητα θέματα ενδοοικογενειακής βίας χωρίς να γίνεται διδακτικός ή να καταφεύγει σε γενικεύσεις ή αφορισμούς. Η μυθοπλασία για παιδιά και νέους είναι σ’ αυτές τις περιπτώσεις πιο δύσκολη, ο συγγραφέας πρέπει να βρει την χρυσή τομή, να εξισορροπήσει στοιχεία συχνά αντιφατικά. Και σ’ αυτό με βοήθησε, χωρίς να το γνωρίζει, η κόρη μου, που τέλειωνε το δημοτικό.

Πάμε στη δική μου κόρη, που τελειώνει τώρα το δημοτικό. Όταν της έδωσα το βιβλίο δεν ήξερα αν θα της αρέσει, μια και αυτή η γενιά είναι συνηθισμένη σε πιο εύπεπτα, για να μην πω απλοϊκά, αναγνώσματα. Κι όμως και της άρεσε και της γέννησε απορίες για τη ζωή «την εποχή των δεινοσαύρων» (προσπάθησα να μην το σχολιάσω, όπως και το «τι είναι γουόκμαν»…) και το παρουσίασε στο σχολείο της, στο πλαίσιο μιας εργασίας, αν και ήταν πιο δύσκολο το υλικό που είχε να διαχειριστεί σε σχέση με άλλα βιβλία που απευθύνονται σε εντεκάχρονα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, πήρες ένα ρίσκο τοποθετώντας τη δράση στο παρελθόν –τουλάχιστον αυτό σκέφτηκα εγώ, διαβάζοντάς το. Γιατί δεν τοποθέτησες την ιστορία σου στο σήμερα; Πιστεύεις ότι το βιβλίο θα έχανε σε κάτι; Δεν θα κέρδιζες περισσότερο αναγνωστικό κοινό, αν χαρακτηριζόταν ως σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα;
Η μυθοπλασία, η λογοτεχνία, είναι γεμάτη από ιστορίες που διαδραματίζονται στο παρελθόν και συχνά σε τόπους «συναρπαστικά» άγνωστους. Ως παιδί γοητευόμουν κι εγώ από ιστορίες που αποκάλυπταν κόσμους που δεν γνώριζα. Δημιουργούσαν ένα μυστήριο, μια ένταση μέσα μου και την επιθυμία να τους ανακαλύψω μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Έτσι και μέσα από το Γκούρι τα σημερινά παιδιά ανακαλύπτουν τον κόσμο στον οποίο ήταν οι γονείς τους παιδιά και, συγχρόνως, γοητεύονται από αυτόν. Είναι ένας κόσμος στον οποίο αναγνωρίζουν χαρακτηριστικά και της δικής τους  παιδικής ηλικίας, όπως η φιλοπεριέργεια, οι φιλίες, οι σκανταλιές, οι προκλήσεις, το παιχνίδι, αλλά ταυτόχρονα είναι κι ένας κόσμος του παρελθόντος, παντελώς άγνωστος για αυτά. Και το όμορφο με το Γκούρι είναι πως γίνεται η αφορμή να μοιραστούν οι γονείς με τα παιδιά τους τις δικές τους παιδικές ιστορίες. Αν, λοιπόν, η ιστορία διαδραματιζόταν στο παρόν θα ήταν, πιστεύω, πιο φτωχή και σίγουρα λιγότερο ελκυστική.

Έχω την αίσθηση ότι το βιβλίο σου είναι κατά πολύ αυτοβιογραφικό, αν και τονίζεις, ως κάθε μυθοπλάστης που σέβεται τον εαυτό του, ότι πρόκειται για φανταστικά γεγονότα. Εγώ, πάντως, το διάβαζα και σε έκανα εικόνα δεκάχρονο κοριτσάκι να εξερευνάς καλά κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα στο χωριό σου. Μήπως, όμως, κάνω λάθος; Και είναι μόνο η γεύση που μας μένει από τα παιδικά μας χρόνια, μπλεγμένη με κάμποση φαντασία;
Είναι ένας συνδυασμός της γεύσης από τα παιδικά μας χρόνια, της φαντασία που περισσεύει και μικρών αυτοβιογραφικών στοιχείων –σαν τις πευκοβελόνες που στολίζουν κάθε κεφάλαιο. Είναι η επίγευση που αφήνει η ξεγνοιασιά της παιδικής ηλικίας, ο τόπος, ο χρόνος, οι ήχοι, οι μυρωδιές. Στο χωριό είχαμε έναν αγωγό νερού. Έναν τσιμεντένιο σωλήνα, όπως στο βιβλίο, που ήταν πεδίο δράσης λαμπρό. Και το είχαμε συνήθειο να πηγαίνουμε στο νεκροταφείο. Το βρίσκαμε διασκεδαστικό να ανάβουμε τα καντήλια και να δημιουργούμε ιστορίες με φαντάσματα και λάμιες. Αλλά βράδυ δεν πήγαμε ποτέ! Ποιος θα τολμούσε; Με έναν τρόπο, είμαι μέσα σε αυτή την ιστορία, όπως είσαι κι εσύ και όλοι όσοι ζήσαμε αυτή την υπέροχη εποχή που ο κόσμος ήταν συναρπαστικός και μας ξεσήκωνε να τον ανακαλύψουμε. Που δεν βαριόσουν να κάθεσαι κάτω από ένα δέντρο και να μην κάνεις τίποτα.  Η ιστορία όμως της Γιωργίτσας και των ανθρώπων που την συνθέτουν είναι μια ιστορία μυθοπλασίας. Αλλά είναι και μια ιστορία πανανθρώπινη, καθώς, δυστυχώς, έχουν υπάρξει ανάλογοι αγριάνθρωποι όχι μόνο στον τόπο μας αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.γκούριΚι εγώ θυμάμαι τον εαυτό μου, όχι φυσικά σε όμοιες, αλλά σε ηπιότερες καταστάσεις με κάμποσες αναλογίες (καλοκαίρια με τη γιαγιά και τον παππού, αταξίες και ατέλειωτες βόλτες κάτω από τον καυτό ήλιο, δεν είχα χωριό, αλλά εξοχικό, δεν μάθαμε ποτέ βαριά μυστικά, αλλά ήπια θερινά κουτσομπολιά, δεν έρχονταν Αμερικάνες, αλλά έρχονταν «ξενάκια» στα χωριά φίλων μου, είχαμε –και ακόμα τον έχουμε και προσπαθεί να με ακούσει και με λοξοκοιτάει από τον διπλανό κήπο του τώρα που συζητάμε– κοντά ενενηντάρης πια, αγριάνθρωπο που ανάθεμα τι έχει κάνει…) και έβαλα συχνά τον εαυτό μου στη θέση της πρωταγωνίστριας, λίγο μεγαλύτερής μου όταν διαδραματίζεται το βιβλίο. Εγώ είχα γουόκμαν, SONY, αφιχθέν και εκτελωνισμένο εκ Δυτικής Γερμανίας. Κίτρινο, εντυπωσιακό, ζηλευτό. Πού θα μπορούσα να φτάσω εάν δεν είχα; Δυο ερωτήσεις πάνω στις σκέψεις μου. Η πρώτη: Ως πού μπορεί να φτάσει ένα παιδί για να αποκτήσει αυτό που λαχταρά; Και η δεύτερη: Τα παιδιά τού σήμερα, η γενιά της αφθονίας και των νέων τεχνολογιών που έχουν εξοβελίσει τα γουόκμαν στο αρχαιολογικό μουσείο, θα μπορούσαν ποτέ να ζήσουν μια τέτοια περιπέτεια; Θα γίνονταν ποτέ τσούρμο;
Τα περισσότερα παιδιά δεν θα τολμούσαν να φτάσουν σε ακρότητες, αν και σήμερα υπάρχει μεγαλύτερη αγριότητα. Ο κόσμος, κυρίως λόγω της τεχνολογίας, μπορεί να γίνει πραγματικά τρομακτικός, καθώς μπορούν να εκτεθούν σε επικίνδυνες καταστάσεις. Παρατηρώντας τους σημερινούς εφήβους, ζώντας μαζί τους, συζητώντας με γονείς και εκπαιδευτικούς, πιστεύω πως, ίσως περισσότερο από ποτέ, τελικά επιδιώκουν την ομαδικότητα, αναζητούν τη συντροφιά των συνομηλίκων τους. Έχουν ανάγκη αποδοχής και στηρίζουν το ένα το άλλο. Δημιουργούν τις δικές τους κοινωνικές κυψέλες και ζουν τις δικές τους περιπέτειες, όπως κι εμείς τότε. Τα παιδιά, αυτή είναι η φύση τους, σε κάθε εποχή θέτουν προκλήσεις και αναμετρώνται με τον εαυτό τους και με τους άλλους. Κι όταν βρεθούν στη φύση, μακριά από τις μεγαλουπόλεις ανθούν· κινητοποιούνται όλες τους οι αισθήσεις.

Δεν μπόρεσα να μη συνδέσω με τη Γιωργίτσα, τη μνήμη της οποίας αποκατέστησε η Θεοδώρα σου, με τα γεγονότα της Πάτρας. Πόσα εγκλήματα έχει, άραγε, συγκαλύψει η ελληνική κοινωνία και δη η επαρχία; Οι πιο κλειστές κοινωνίες, όπου οι άνθρωποι δεν μιλάνε… Και τι, άραγε, θα μπορούσε να γίνει ώστε οι νοοτροπίες να αλλάξουν; Διαφέρει ουσιαστικά το «χωριό» σχεδόν 40 χρόνια πριν με το «χωριό» του σήμερα;
Αν με τον όρο χωριό εννοούμε κάθε κλειστή κοινωνία, όχι, δεν πιστεύω ότι διαφέρει ουσιαστικά. Η συγκάλυψη, η αποσιώπηση, η κρυμμένη βία και ο εκφοβισμός ελλοχεύουν πάντα. Νομίζω ότι ο δρόμος για μια καλύτερη κοινωνία είναι η ενσυναίσθηση, η εγγύτητα, η αλληλεγγύη. Δεν ξέρω από πού αναβλύζει όλο αυτό το σκοτάδι. Αλλά χρειαζόμαστε περισσότερο φως, παιδεία, πολιτισμό. Και αυτό θα επιτευχθεί κατά τη γνώμη μου από την αλλαγή που πρέπει να κάνει ο καθένας μας μέσα του και από τη θέση και τη στάση που οφείλει να πάρει σε αυτόν τον κόσμο.γκούριΤέλος, μια ερώτηση για την εικονογράφηση. Πώς συνεργάστηκες με την Πατρίτσια-Ευγενία Δεληγιάννη και πώς η δουλειά της συμπλήρωσε το κείμενό σου;
Λόγω πανδημίας δεν συναντηθήκαμε ποτέ… Όμως ήταν μια συνεργασία εξαιρετική, με γέφυρα την εκδότρια μας Αλέξα Αποστολάκη, και το αποτέλεσμά της αντανακλάται στο βιβλίο. Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερη επιλογή από την Πατρίτσια. Προσέγγισε την ιστορία πολυτροπικά, με τη δική της ματιά, με τρόπο μοναδικό και ουσιαστικό, με ιδιαίτερη ευαισθησία και αντίληψη των πολλαπλών επιπέδων της αφήγησης. Eίμαι ευγνώμων για αυτό στο Καλειδοσκόπιο. Μου είπε πως διάβασε την ιστορία με μιαν ανάσα. Πως πλημμύρισε από εικόνες και αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας τα καλοκαίρια, στο δικό της χωριό.  Η πρώτη εικόνα που πήρε ολοκληρωμένη μορφή στο χαρτί της ήταν η μουριά με τις ρίζες της στο κουτί με τις κορδέλες. Ήταν για εκείνη, όπως μου έχει πει, η καρδιά της ιστορίας, το καλοκαίρι και το μυστήριο μαζί. Όταν τη ρώτησα για τον αγριάνθρωπο με είχε συνεπάρει η απάντησή της, την οποία και σας παραθέτω: «Ο αγριάνθρωπος αυτός ήταν η πρώτη ολοκληρωμένη ανθρώπινη μορφή που σχεδίασα για την ιστορία. Ήθελα να τον αντικρίσω και να τον ξορκίσω. Αποφάσισα να τον αφήσω μόνο του να απειλεί με τη μαγκούρα στον αέρα όποιον τον βλέπει μέσα από το βλέμμα της Θεοδώρας, καθώς η βία δεν απευθύνεται μόνο σε κάποιον άλλον. Δεν απειλεί μόνο εκείνον που κάποια δεδομένη στιγμή γίνεται ο άμεσος αποδέκτης της. Η βία απευθύνεται σε όλους όσοι γνωρίζουν γι’ αυτήν και είναι μάρτυρές της. Τα φυσικά στοιχεία –τζιτζίκι, κλαδιά, αγκάθια, γαϊδουράγκαθα, πέτρες, περιπλανώμενοι σπόροι– είναι αγαπημένα στοιχεία της ζωγραφικής μου και είναι κομμάτια της ιστορίας που προσδιορίζουν τον τόπο και τον χρόνο. Στοιχεία που συνδέουν μέσα μας όλα τα καλοκαίρια, σε οποιοδήποτε σημείο της Ελλάδας».ΓκούριΔιαβάστε: Γκούρι σημαίνει πέτρα, Θεοδώρα Κατσιφή, Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, Εικονογράφηση: Πατρίτσια-Ευγενία Δεληγιάννη

Leave a Reply