ΓΙΑ ΠΕΣ, ΠΟΣΟ ΠΟΛΥ ΑΓΑΠΑΣ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ; ΟΙ ΑΒΟΛΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Fotolia_65964826_Subscription_XXL_resized“Για πες, πόσο πολύ αγαπάς την γιαγιά;” Ακούμε πολλές τέτοιες άβολες ερωτήσεις από παππούδες, γιαγιάδες, θείους και συγγενείς προς τα μικρά παιδιά. Και όχι μόνο. Συχνά ζητούν από τα παιδιά να δώσουν διάφορες πληροφορίες όπως το όνομα τους, πώς λένε την μαμά, τον μπαμπά και άλλα τέτοια χωρίς κάποιον λόγο. Όταν για παράδειγμα βρίσκονται σε χώρο με αρκετό κόσμο, για να δείξουν πόσο πολύ μιλάει το παιδί και πόσα ξέρει, του ζητάνε να πει διάφορα πράγματα. Με λίγα λόγια γίνεται κάτι σαν επίδειξη. Αλλά ας το δούμε λίγο και από μία άλλη ματιά. Πώς νιώθει το παιδί εκείνη την στιγμή; Και πως θα νιώθαμε εμείς σε μία παρόμοια κατάσταση;

Σκεφτείτε να είστε σε μία παρέα και ξαφνικά η φίλη σας ή οι γονείς σας να σας ζητάνε να πείτε μία συνταγή που ξέρετε να φτιάχνετε καλά ή πόσο καλά καταφέρατε κάτι, χωρίς αυτά να είναι σε θέμα συζήτησης. Και να έχουν όλοι τα μάτια στραμμένα πάνω σας. Δεν θα νιώσετε ένα άγχος; Κι ας τους γνωρίζετε; Για σκεφτείτε πως νιώθει το παιδί σε μία τέτοια κατάσταση που χωρίς λόγο, εκεί που παίζει αμέριμνο, η μαμά, ο μπαμπάς ή κάποιος συγγενής του λέει: «Για πες Γιωργάκη πώς λένε την μαμά στη θεία Μαρία;» Και το παιδί κοιτάει. Και δεν απαντά.

Γιατί; Γιατί δεν μπορεί να καταλάβει τον λόγο που πρέπει να δώσει αυτή την πληροφορία και μάλιστα στη γιαγιά του που το ξέρει. Το βάζουμε σε μία διαδικασία να δείξει τι ξέρει. Κάποια παιδιά το χαίρονται, ειδικά τα πιο κοινωνικά, αλλά δεν είναι όλα τα παιδιά έτσι. Και τα πιο εσωστρεφή όταν τα βάζουμε σε μία τέτοια διαδικασία, με έναν τρόπο δεν τα βοηθάμε να «βγουν από το καβούκι τους» γιατί δεν αισθάνονται άνετα μπροστά σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Και η ερώτηση ξανά ακούγεται. Και το παιδί μετά από πολλές ερωτήσεις απαντά. Και το κάνει για να το αφήσουν ήσυχο να συνεχίσει το παιχνίδι του.

Αλλά μετά από λίγο, άλλη μία ερώτηση ηχεί στ’ αυτιά του παιδιού: «Για πες πόσο πολύ αγαπάς την γιαγιά/παππού;» ή «ποιον αγαπάς πιο πολύ, τον παππού ή την γιαγιά;». Δεν καταλαβαίνουμε όμως πώς αυτές οι άβολες ερωτήσεις επιδρούν στην ψυχολογία των παιδιών.

Αναρωτιούνται γιατί δέχονται αυτές τις ερωτήσεις. Και ακόμα χειρότερα όταν μπαίνουν στην διαδικασία να απαντήσουν ποιον αγαπούν παραπάνω ανάμεσα σε δύο άτομα και δίνουν μία απάντηση, νιώθουν τύψεις και λυπούνται για τον άλλον που δεν τον επέλεξαν ειδικά όταν ακούγεται η εξής φράση: «και τι δηλαδή δεν τον αγαπάς καθόλου τον παππού;».

Φυσικά και τον αγαπάει. Το παιδί δεν κάνει διακρίσεις στην αγάπη, ούτε ξεχωρίζει ποιους θα αγαπά και ποιους όχι. Γι αυτό και όταν του βάζουμε διλήμματα το φέρνουμε σε δύσκολη θέση και το στεναχωρούμε. Εμπλεκόμαστε στα συναισθήματα του και το μπερδεύουμε ενώ αυτό καθημερινά μας δείχνει την αγάπη του, μέσα από ζωγραφιές, με αγκαλιές και φιλιά. Είναι λογικό να το ρωτάμε αν μας αγαπά (σαν γονείς ειδικά πού και πού) αλλά όχι να το βάζουμε να επιλέγει.

Ας μάθουμε στα παιδιά πώς να μοιράζονται την αγάπη, πώς να την δείχνουν στους άλλους, να μην δείχνουν μόνο όταν τους ζητείται. Να την εκφράζουν όταν νιώθουν ότι θέλουν και ότι ο άλλος θα την δεχτεί απλόχερα και θα τους την ανταποδώσει. Ας μην τους μάθουμε να δείχνουν την αγάπη ή να λένε πόσο αγαπούν κάποιο κατά παραγγελία.Την αγάπη την νιώθουμε και την εκδηλώνει ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Ας μην ξεχνάμε ότι δεν λέμε κάθε μέρα αγαπώ, ακόμα και σε αυτούς που είναι δίπλα μας καθημερινά. Γιατί να το κάνει ένα μικρό παιδί;

Η Νεκταρία Πέγκα είναι παιδαγωγός προσχολικής εκπαίδευσης.

Leave a Reply