To φθινόπωρο είναι η εποχή του τρύγου και αναπόφευκτα όλοι θυμούνται τον θεό της αμπέλου και του κρασιού, τον Διόνυσο, τον γιο του Δία, και το θεϊκό δώρο που χαρίζει ξενοιασιά και ευθυμία. Σύμφωνα με μία από τις πολλές μυθολογικές εκδοχές, το κρασί το φανέρωσε, για πρώτη φορά, στον βασιλιά της Αιτωλίας, τον Οινέα. Ο τσοπάνης του τελευταίου, ο Στάφυλος, είχε βρει ένα περίεργο φυτό γεμάτο καρπούς και, ενθουσιασμένος από τη θεσπέσια γεύση τους, έκοψε κάμποσους και τους πήγε στον βασιλιά για να ευφρανθεί η ψυχή του. Από τότε ο Διόνυσος ονόμασε τον χυμό οίνο και τους καρπούς σταφύλια. Έναν βασιλιά, λοιπόν, κι έναν ποιμένα διάλεξε ο θεός για να δοκιμάσουν πρώτοι απ’ όλους τους θνητούς το μεγάλο δώρο του και έκτοτε, σαν είδε πόση χαρά τούς γέμιζε, βάλθηκε να διδάξει απανταχού την τέχνη της οινοποιίας. Όταν έφτασε στην Αττική για τον σκοπό αυτόν, φιλοξενήθηκε από τον Ικάριο τον Αθηναίο και τη θυγατέρα του την Ηριγόνη. Ο Ικάριος ακολούθησε τις συμβουλές του θεού, καλλιέργησε την άμπελο και ενθουσιάστηκε τόσο από το κρασί, που άρχισε να επισκέπτεται τα χωριά και τις εξοχές της Αττικής, πάνω σε άρμα, και να ποτίζει με αυτό όποιους συναντούσε! Όλοι όμως όσοι ήπιαν κρασί, για πρώτη φορά στη ζωή τους, ζαλίστηκαν πάρα πολύ και άρχισαν να πιστεύουν ότι ο Ικάριος τους είχε δηλητηριάσει. Μεθυσμένοι όπως ήταν τον σκότωσαν και πέταξαν το πτώμα σε ένα βαθύ πηγάδι. Η Ηριγόνη, που δεν άντεξε τον καημό του θανάτου του, κρεμάστηκε από ένα δέντρο, αφού πρώτα τον έθαψε. Όλα αυτά φυσικά για να ξέρουμε πως το κρασί κάνει καλό, αλλά το μεθύσι θα πρέπει, όπως μας διδάσκει και ο μύθος, να το αποφεύγουμε.
Στη μέθη του έρωτα
Ας επανέλθουμε όμως στον θεό, που για Ολύμπιος λογιάζεται έστω κι αν επισήμως δεν είναι. Οι περιπέτειές του είναι αναρίθμητες και μάλιστα λέγεται πως συνέβαλε με την τόλμη και την ανδρεία του για να κατατροπωθούν οι Γίγαντες στα Φλεγραία πεδία. Η μεγαλύτερη όμως περιπέτεια του θεού είναι εκείνη της γέννησής του: από μια θνητή και τον Δία έμελλε να γεννηθεί ο αγαπημένος αυτός θεός των Ελλήνων και είναι η μοναδική περίπτωση γέννησης θεού από θνητή. Η μητέρα του Διονύσου ήταν η Σεμέλη, η θυγατέρα του Κάδμου, του ιδρυτή των Θηβών και αδελφού της Ευρώπης. Μητέρα της ήταν η Αρμονία, που ήταν καρπός των ερώτων του Άρη και της Αφροδίτης, κατά τον Ησίοδο: «Κι ύστερα με τον Άρη που κομματιάζει τις ασπίδες, γέννησε η Κυθέρεια τους δεινούς Φόβο και Δείμο, του πορθητή του Άρη συνοδούς που ανεμοσκορπίζουν στον άγριο πόλεμο των πολεμιστών τις πυκνές φάλαγγες, και την Αρμονία που πήρε για γυναίκα του ο μεγαλόψυχος Κάδμος» (Θεογονία, 933-937). Από τον Απολλόδωρο, ο οποίος μας πληροφορεί λεπτομερώς για το ερωτικό αυτό δράμα, μαθαίνουμε ότι ο Ζευς ερωτεύτηκε τη Σεμέλη και συνευρέθηκε ερωτικά μαζί της, κρυφά βεβαίως από την Ήρα. Ο έρωτας του Δία και της Σεμέλης, εννοείται, ενόχλησε τη βασίλισσα του Ολύμπου, την Ήρα, την οποία ο σύζυγός της είχε απατήσει και με την Ευρώπη, τη θεία της Σεμέλης, και αποφάσισε να πάρει την εκδίκησή της. Η Σεμέλη παραπλανήθηκε από την αρχόντισσα του Ολύμπου που πήρε τη μορφή της τροφού της και τη συμβούλευσε να ζητήσει από τον εραστή της να έρθει να τη βρει με όλη τη μεγαλοπρέπειά του, λέγοντάς της πως μόνον αυτό θα ήταν η περίτρανη απόδειξη ότι επρόκειτο πράγματι για τον Δία.
Κεραυνοί και τρικυμίες
Έτσι, η νεαρή αγαπημένη του Νεφεληγερέτη τον κατάφερε να της υποσχεθεί ότι θα ικανοποιήσει το οποιοδήποτε αίτημά της? του ζήτησε λοιπόν να έρθει να τη βρει όπως πήγαινε στην Ήρα για τις ερωτικές συνευρέσεις τους. Ο Δίας, μη μπορώντας να πάρει πίσω τον λόγο του, καθότι είχε πάρει όρκο στα Νερά της Στυγός και ήταν αδύνατον να τον παραβεί, έφτασε στον κοιτώνα της Σεμέλης πάνω στο άρμα του ανάμεσα στις αστραπές, στις βροντές και κεραυνοβολώντας, με αποτέλεσμα να πεθάνει η πριγκίπισσα από τον φόβο της. Ο Δίας τράβηξε μέσα από τις φλόγες το εξαμηνίτικο παιδί που κυοφορούσε (η Σεμέλη) και το έραψε στον μηρό του. Μετά τον θάνατο της Σεμέλης οι άλλες θυγατέρες του Κάδμου άφησαν να διαδοθεί ότι η αδελφή τους είχε σχέση με έναν κοινό θνητό και ότι όλα όσα έλεγε για τον Δία ήταν ψέματα και ότι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο την κατακεραύνωσε ο θεός. Σαν ήρθε η ώρα ο Δίας έκοψε τα ράμματα από τον μηρό του και έφερε στον κόσμο τον Διόνυσο, τον οποίον εμπιστεύτηκε στον Ερμή και εκείνος, με τη σειρά του, στην Ινώ και τον Αθάμαντα, πείθοντάς τους να τον αναθρέψουν ως κόρη. Η Ήρα, αγανακτισμένη με όλα αυτά, τους τρέλανε και ο μεν Αθάμας, εκλαμβάνοντας για ελάφι τον μεγάλο γιο του, τον Λέαρχο, τον σκότωσε, η δε Ινώ έριξε τον Μελικέρτη μέσα σε ένα καζάνι με βραστό νερό και στη συνέχεια, κουβαλώντας το πτώμα του νεκρού παιδιού της, έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε· έκτοτε την αποκαλούν Λευκοθέα και τον γιο της Παλαίμονα. Τα ονόματα αυτά τους δόθηκαν από τους ναυτικούς τους οποίους βοηθούν όταν έχει τρικυμία. Προς τιμήν του Μελικέρτη, ο Σίσυφος θεσμοθέτησε τα Ίσθμια. Ο Δίας μεταμόρφωσε τον Διόνυσο σε αρνάκι για να τον προστατέψει από την οργή της Ήρας και, στη συνέχεια, τον πήρε ο Ερμής και τον εμπιστεύτηκε στις νύμφες που κατοικούσαν στη Νύση της Ασίας, τις οποίες ο Δίας καταστέρισε και τις ονόμασε Υάδες.
Από τον Άδη στον Όλυμπο
Απειράριθμες είναι οι εκδοχές των μύθων που συσχετίζονται με τον δίγονο (αυτός που έχει γεννηθεί δύο φορές) Διόνυσο, ο οποίος κάποια στιγμή θέλησε να κατέβει και στον κάτω κόσμο για να συναντήσει τη μητέρα που δεν γνώρισε. Μυθολογείται πως ο θεός κατέβηκε στον Τάρταρο από τη Λέρνη κι εκεί καλόπιασε την αδελφή του (θυγατέρα του Δία κι εκείνη) και βασίλισσα του κάτω κόσμου, την Περσεφόνη, να αφήσει τη Σεμέλη ελεύθερη. Φαίνεται πως τα κατάφερε! Την έφερε μαζί του στον ναό της Αρτέμιδος, στην Τροιζήνα, και για να μη ζηλέψουν οι άλλες ψυχές τής άλλαξε το όνομά της και την παρουσίασε στους Ολύμπιους ως Θυώνη. Η Ήρα τα είχε βεβαίως καταλάβει όλα, αλλά τήρησε καρτερική σιωπή καθότι είχε προκαλέσει πολλά δεινά. Όσο για τον Δία, μάλλον χάρηκε και έθεσε στη διάθεσή της τόπο παραμονής στα ουράνια δώματά του. Έτσι στην τραγωδία Βάκχες ο Διόνυσος, αποτίνοντας φόρο τιμής στη μητέρα του Σεμέλη, λέει: Έρχομαι εδώ στη χώρα των Θηβαίων, / ο Διόνυσος εγώ, του Δία το τέκνο, / που μ’ έκαμε η Σεμέλη, η θυγατέρα / του Κάδμου, από φωτιάν αστραποφόρα / ξεγεννημένη. Κι αφού τη μορφή μου / τη θεϊκιά τη συνάλλαξα με ανθρώπου, / φτάνω εδώ πλάι στα νάματα της Δίρκης / και στου Ισμηνού το ρέμα. Και το μνήμα / της αστραποκαμένης μου μητέρας / βλέπω πλάι στο παλάτι, και τα ερείπια / από το σπίτι της, που ακόμα βγάνουν / ζωντανή φλόγα απ’ τη φωτιά του Δία, / στη μάνα μου άσβηστη αδικία της Ήρας». Για τον Διόνυσο έχουμε πολλά να πούμε και σύντομα θα επανέλθουμε για να διηγηθούμε και τους γάμους του με τη θυγατέρα του Μίνωα, την Αριάδνη.