Το παιχνίδι της φιλοσοφίας. Πώς τα παιδιά μάς βοηθούν να κατανοήσουμε τον κόσμο

Το παιχνίδι της φιλοσοφίαςΣτο μηχανογραφικό μου, είχα βάλει ως πρώτη εκτός Αθηνών επιλογή –πέμπτη ή έκτη στη σειρά– το τμήμα (αμιγούς) Φιλοσοφίας (το Φ, χωρίς το Π και το Ψ) του ΑΠΘ. Γοητευμένη από την ανάγνωση του Κόσμου της Σοφίας, από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη (όσο τους είχαμε αγγίξει στο σχολείο), από το ομώνυμο μονόωρο μάθημα στη Β’ Λυκείου και από βιβλία του Ράσελ ή του Νίτσε που είχαν έρθει στα χέρια μου, έβλεπα τα μαθήματα στον Οδηγό Σπουδών και ευφραινόμουν. «Μα, παιδί μου, με σκέτη φιλοσοφία θα λαλήσεις», έλεγε η –απόφοιτος Φιλοσοφικής, αλλά του τμήματος Φιλολογίας– μαμά μου και συμπλήρωνε: «Και τι θα γίνεις; Φιλόσοφος; Πού θα δουλέψεις; Τι θα πει ότι σε ενδιαφέρει η ατομικότητα στον Σπινόζα και στον Μαρξ ή ο χριστιανικός υπαρξισμός και ο Κίρκεγκορ; Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις, παιδί μου;»

Τελικά, κάπως δικαιωθήκαμε και οι δυο. Εγώ πέρασα στην πρώτη μου επιλογή, στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, που είχε κάμποση φιλοσοφία στο πρόγραμμα σπουδών του, ώστε να με εξιτάρει, αλλά και πολλά ακόμα μαθήματα, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εξασφάλισαν σε όλους μας, ιδεαλιστές και ρεαλιστές, κάποια δουλειά. Γίναμε κάτι απτό: Επικοινωνιολόγοι, δημοσιογράφοι, διαφημιστές, μαρκετίαρς, δημοσιοσχεσίτες, σόσιαλ μίντια μάνατζερς, σύμβουλοι επί παντός επιστητού, δουλέψαμε σε εταιρείες με ξένες επωνυμίες, σε κανάλια, σε εφημερίδες, περιοδικά και σάιτ, σε γραφεία τύπου, σε πολιτικά γραφεία, σε μεγάλους οργανισμούς, σε αξιοπρεπείς θέσεις στο δημόσιο κ.α. Το δε τμήμα Φιλοσοφίας του ΑΠΘ, αδυνατώντας να σταθεί μόνο του θεωρητικολογώντας, συμπληρώθηκε σύντομα από ένα και Παιδαγωγικής, και απέκτησε μαθήματα που σε κάνουν, αν μη τι άλλο, (και) παιδαγωγό.

Γιατί ποιος μπορεί να δηλώσει ως επάγγελμα φιλόσοφος στις μέρες μας, αν εξαιρέσουμε τους προσκεκλημένους της Βίκυς Φλέσσα; Αυτό αναρωτιέται (όχι το κομμάτι με τη Φλέσσα) και ο φιλόσοφος Scott Hershovitz, στην εισαγωγή του βιβλίου του Το παιχνίδι της φιλοσοφίας. Πώς τα παιδιά μάς βοηθούν να κατανοήσουμε τον κόσμο. Τι επάγγελμα να δηλώσει, αναρωτιέται, αφού «ο φιλόσοφος δεν είναι κάτι που χρειάζονται οι άνθρωποι. Και μάλιστα τους αρέσει πολύ να το επισημαίνουν αυτό στους φιλοσόφους».

Κι όμως, η φιλοσοφία είναι ένα παράθυρο σε μερικά από τα πιο βαθιά μυστήρια που αφορούν τον κόσμο και δεν (πρέπει να) είναι ελιτίστικη και μόνο για τους ακαδημαϊκούς.  Το γεγονός ότι οι κοινωνίες βάζουν φρένο στον σκεπτικισμό, αλά Ντεκάρτ, ίσως και να αμφισβητεί την ίδια μας την ύπαρξη. «Άμα δεν cogito πώς να sum», σκέφτομαι χαριτολογώντας. Αλλά μάλλον είναι περιττό να αναφέρω πως για τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων, η φιλοσοφία είναι μια λέξη, μια έννοια, δυσνόητη a priori, δύσκολη να οριστεί, γενική, αφηρημένη ή πολύ περιορισμένη στη «φιλοσοφία ζωής», αντιληπτή ως ο τρόπος ζωής που επιλέγει κάποιος ή ακόμα και ως η ιδιοσυγκρασία του.

Ο Hershovitz, αναζητώντας τον τρόπο να γεφυρώσει αυτό το χάσμα, βρίσκει την απάντηση στα παιδιά. Διότι τα παιδιά κοιτάζουν διαρκώς μέσα από το παράθυρο των μυστηρίων, του οποίου οι περισσότεροι ενήλικες έχουν ξεχάσει ακόμα και την ύπαρξη και βλέπουν με μάτια καθαρά και αγνή περιέργεια. Κάθε παιδί –όλα ανεξαιρέτως– είναι ένας φιλόσοφος. Τα παιδιά παύουν να είναι φιλόσοφοι όταν μεγαλώνουν ή μάλλον καθώς μεγαλώνουν και αναγκάζονται να μπουν στα επιβεβλημένα κοινωνικά καλούπια και να δέχονται έτοιμες και ανώδυνες απαντήσεις. Το ότι μεγαλώνουμε ίσως και να σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι παύουμε να φιλοσοφούμε και αρχίζουμε να κάνουμε κάτι πιο πρακτικό, υποστηρίζει ο συγγραφέας.

Η μετατόπιση χρωματικού φάσματος

Όσοι έχετε διαβάσει Λοκ θα τη θυμάστε ή θα τη θυμηθείτε. Όσοι δεν έχετε διαβάσει Λοκ, όμως, θα καταλάβετε ότι δεν είναι και κάτι τόσο θεωρητικό, τουναντίον είναι κάτι που πιθανότατα σας είχε απασχολήσει ως παιδιά: Το κόκκινο όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ γίνεται αντιληπτό ακριβώς ως η ίδια απόχρωση και από τους γύρω μου; Το γαλάζιο του ουρανού είναι ίδιο για όλους; Και όχι μόνο τα χρώματα. Ένα αντικείμενο στο μυαλό μου είναι ακριβώς το ίδιο όπως στο μυαλό του συμμαθητή ή της φίλης ή του γείτονα; Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε να απαντήσουμε με βεβαιότητα, καθώς ο νους των άλλων ανθρώπων, κατά μία θεμελιώδη έννοια, είναι κλειστός για μας.

Οι άλλοι άνθρωποι μπορεί να βλέπουν τον κόσμο διαφορετικά απ’ ό,τι εμείς και όχι μόνο με τη μεταφορική έννοια του ότι έχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με επίμαχα θέματα. Ο καθένας μας είναι περιορισμένος μέσα στον δικό του και μόνο εγκέφαλο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αυτή η σκέψη για τη διαφορετική αντίληψη των χρωμάτων γεννιέται στο μυαλό πολλών παιδιών προσχολικής ηλικίας. Τα παιδιά στη συγκεκριμένη ηλικία πασχίζουν να καταλάβουν τους άλλους ανθρώπους – να μάθουν να διαβάζουν το μυαλό τους, δημιουργώντας και δοκιμάζοντας διαρκώς θεωρίες σχετικά με τις πεποιθήσεις, τις προθέσεις και τα κίνητρα των ανθρώπων που τα περιβάλλουν, εξηγεί ο Hershovitz. Ρωτούν πράγματα –κάνουν αυθόρμητες εξορμήσεις στη φιλοσοφία– που μπορεί να μας ακούγονται παράξενα ή να μη γνωρίζουμε τις απαντήσεις ή να μη θέλουμε (φοβόμαστε;) να κάνουμε διάλογο, ώστε να καταλήξουμε σε κάποιες απαντήσεις.

Αλλά οι ερωτήσεις τους, οι αμέτρητες ερωτήσεις τους, έχουν φρεσκάδα και επινοητικότητα. Τι; Πώς; Γιατί; Δεν τα απασχολεί μήπως φανούν ανόητα, επομένως εκφράζουν «χύμα» τις απορίες τους για τον κόσμο που τα περιβάλλει. Και μάλλον μας βρίσκουν απροετοίμαστους. Για να σας δοκιμάσω: «Πού ξέρατε εσείς, μπαμπά και μαμά, όταν με κάνατε ότι ήθελα να γεννηθώ;», «Αν κάνω μια σκανταλιά και δεν με δει ή δεν το μάθει κανείς, είμαι κακό παιδί;», «Πώς γίνεται να υπάρχει Θεός με τόσο κακό στον κόσμο;», «Πώς είστε σίγουροι ότι τώρα δεν ονειρεύεστε;», «Τι σημαίνει πραγματικότητα;», «Ποιος ορίζει τι είναι καλό και τι κακό;», «Από πού έρχονται οι σκέψεις;»

Η τέχνη του σκέπτεσθαι

«Πρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω από τις πρακτικές μας ανησυχίες και να σκεφτούμε σαν μικρά παιδιά. Είναι ένας τρόπος να ανακτήσουμε ένα μέρος του θαυμασμού που νιώθουν για τον κόσμο – και ένας τρόπος να θυμίσουμε στον εαυτό μας πόσο ελάχιστα τον καταλαβαίνουμε», γράφει ο Hershovitz. Άλλωστε, ένας ορισμός της φιλοσοφίας είναι η τέχνη του σκέπτεσθαι και τα παιδιά μας είναι κορυφαίοι καλλιτέχνες, πριν η έμφυτη φιλοπεριέργειά τους καταστραφεί από τις κοινωνικές νόρμες, την εκπαιδευτική πραγματικότητα και τις γονεϊκές υστερίες. Ο ενήλικος, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι συνεχίζει να φιλοσοφεί, το κάνει με τρόπο πειθαρχημένο. Το παιδί πάλι, εν αγνοία του, φιλοσοφεί με τρόπο δημιουργικό.

Αν οι σκέψεις μεγάλων και μικρών, ή μάλλον οι τρόποι σκέψης τους, συνδυαστούν, η φιλοσοφία μπορεί να μετατραπεί σε παιχνίδι που θα ευνοήσει και τις δυο πλευρές. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα παιδιά θα φιλοσοφούν και χωρίς εμάς ή μπροστά μας χωρίς, όμως, εμείς να το συνειδητοποιούμε. Μολαταύτα, αν μπούμε κι εμείς στο παιχνίδι, πέραν του αυτονόητου, ότι θα χτίσουμε μια πιο ουσιαστική σχέση μαζί τους, μάλλον θα κατανοήσουμε τον κόσμο καλύτερα και δεν θα απoλέσουμε εύκολα (ή θα επανακτήσουμε) την περιέργειά μας και την έμφυτη ανάγκη μας να αναζητάμε απαντήσεις στα κρίσιμα οντολογικά ερωτήματα που μας απασχολούν. Άλλωστε, αν το καλοσκεφτούμε, κάθε πτυχή της καθημερινότητας μάς προκαλεί απορίες. Το θέμα είναι πόσο χώρο τούς δίνουμε, ώστε να αναπτυχθούν, να αναλυθούν και τελικά να απαντηθούν.

Πώς να μεγαλώσετε έναν φιλόσοφο – και να γίνετε κι εσείς μαζί του

Στην προσπάθειά του να συγκεράσει τις «σχολές σκέψεις» μικρών και μεγάλων, ο Hershovitz έχει ως οδηγούς τους δυο γιους του. Ο Ρεξ και ο Χανκ, συνδιαλεγόμενοι με τους γονείς τους, μας παρασύρουν σε μια περιπέτεια από την αρχαία ως τη σύγχρονη φιλοσοφία, για να διερευνήσουμε, αξιοποιώντας τον αυθορμητισμό και την ειλικρίνειά τους, βαρυσήμαντα θέματα, όπως τα δικαιώματα, η ηθική, η εκδίκηση, η τιμωρία, η δικαιοσύνη και η εξουσία, η γλώσσα, το βιολογικό και το κοινωνικό φύλο, η φυλή, η ευθύνη, η φύση της αλήθειας και της γνώσης, το άπειρο, ακόμα και η ύπαρξη του Θεού.

Με επιδέξια αφήγηση, εύληπτη από τον καθέναν, και μπόλικο χιούμορ, ο συγγραφέας μοιράζεται τους διαλόγους µε τα δυο αγόρια του ως παραδείγματα και σημεία εκκίνησης σκέψεων και προβληματισμών, «αποδεικνύοντας» ότι τα παιδιά είναι καλοί φιλόσοφοι. Αρκεί να τα ακούσουμε και να μιλήσουμε μαζί τους για να ανακαλύψουμε αν το ίδιο ισχύει (ακόμα) και για εμάς. «Να μιλάτε με τα παιδιά σας (ή με τα παιδιά των άλλων). Έχουν φοβερή πλάκα – όπως άλλωστε και οι καλοί φιλόσοφοι», συμβουλεύει. Τι λέτε; Δοκιμάζουμε; Πιθανόν να ρωτήσετε: «Μα πώς ανοίγουμε έναν φιλοσοφικό διάλογο με ένα νήπιο»; Για αρχή, ακούστε το, αφουγκραστείτε τα παράπονα και τις απορίες του. Και μόλις η διαδικασία αυτή σας συνεπάρει και θέλετε να ανοίξετε κι άλλο τους πνευματικούς σας ορίζοντες (δεν θα αργήσει να συμβεί αυτό, μην ανησυχείτε), διαβάστε Το παιχνίδι της φιλοσοφίας. Πώς τα παιδιά μάς βοηθούν να κατανοήσουμε τον κόσμο, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση της Βιολέττας Ζεύκη.

Leave a Reply