Μια από τις αγαπημένες μου ενασχολήσεις είναι η ετυμολογία, η αναζήτηση, δηλαδή, της προέλευσης των λέξεων. Έτσι έγινε και με τη λέξη «συναίνεση», που αναζήτησα στο Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας. Αυτό, λοιπόν, που βρήκα είναι πως έχει πλαστεί από την πρόθεση συν και τη λέξη αἶνος, που προέρχεται από το ομηρικό ρήμα αἰνέω. Η αναζήτηση και η αποκάλυψη της πρώτης σημασίας της λέξης με έβαλε σε σκέψεις. Συγκεκριμένα, ο αἶνος χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Όμηρο ως συνώνυμο των λέξεων μύθος, ιστορία ή διήγημα. Αἰνέω, λοιπόν, σημαίνει αφηγούμαι μια ιστορία, ξετυλίγω έναν μύθο. Προσθέτοντας το συν- θα μπορούσαμε να πούμε πως, αυτόματα, η αφήγηση της ιστορίας και η πλοκή του μύθου αυτού αφορούν δύο η και περισσότερα άτομα που συν-υπάρχουν, υπάρχουν μαζί, σε ένα πλαίσιο κοινό, στο οποίο αντιλαμβάνονται κατά κάποιο τρόπο την ίδια περίπου πραγματικότητα.
Πραγματικότητα ή πραγματικότητες;
Πιθανόν, να αναρωτιέστε τι σημαίνει η φράση «ίδια πραγματικότητα». Είναι γεγονός ότι υπάρχουν δισεκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη και άλλες τόσες διαφορετικές, μοναδικές, αντιλήψεις της πραγματικότητας. Έτσι, μοιραία, η κάθε πραγματικότητα μπορεί να καθίσταται εξωπραγματική για κάποιους, ανάλογα με τα βιώματά του και το κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζουν.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που αισθάνθηκα να βουτάω σε μια μαύρη τρύπα, τη στιγμή που κλονίστηκε η πραγματικότητα μου, στο πλαίσιο μιας ομαδικής θεραπευτικής συνάντησης με παιδιά μεταναστών δεύτερης γενιάς στην Ιταλία. Το πρόγραμμα ονομαζόταν «Σεξουαλική ενημέρωση και πρόληψη σε εφήβους διαφορετικών εθνοτήτων». Ίσως μπορείτε να φανταστείτε την ποικιλομορφία των εννοιών, των συμβολισμών, των ηθικών κανόνων και πάει λέγοντας… Ήμουν τότε 25 χρονών, νέα και άπειρη, και ειλικρινά δεν είχα ιδέα τι να κάνω με την περιγραφή ενός κοριτσιού, που αφορούσε την πραγματικότητα της οικογένειας και της καταγωγής της. Μιλούσε για μια εμπειρία που στα αυτιά μου ακουγόταν εντελώς εξωπραγματική, αλλά για εκείνη ήταν πραγματικότητα. Δεν θέλω εδώ να μπω σε λεπτομέρειες, αλλά έχει νόημα να επισημάνω πως εγώ στην αντίστοιχη ηλικία θα είχα κάθε δικαίωμα και θα ήταν αυτονόητο να μη συναινέσω σε εκείνο που εκείνη είχε συναινέσει, σε εκείνο που ήταν κανονικό για τη δική της κοινωνική, θρησκευτική και οικογενειακή πραγματικότητα. Με θυμάμαι ακόμα να αναρωτιέμαι αν πραγματικά ήθελε, αν επιθυμούσε αυτό στο οποίο είχε συναινέσει.Επιθυμία και συναίνεση
Λαμβάνοντας υπόψιν την επιθυμία ως συστατικό της ύπαρξής μας, τη λέξη συναίνεση μέσα από τα γλωσσικά μέλη που τη συνθέτουν και τη σχετικότητα της πραγματικότητας στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσε να ανθήσει, συνεχίζω να αναρωτιέμαι κατά πόσο μπορούμε να είμαστε σε θέση να συναινέσουμε αν δεν έχουμε πρώτα βρεθεί στη θέση να γνωρίζουμε αυτό που επιθυμούμε. Και ξέρετε, αυτό που επιθυμούμε είναι αυτό που μας καθιστά υποκείμενα της ιστορίας μας. Νομίζω πως μόνο ως υποκείμενα της δικής μας ιστορίας μπορούμε να είμαστε σε θέση να συναινούμε με συνείδηση και σεβασμό, τόσο απέναντι σε εμάς όσο και απέναντι στους γύρω μας.
Οι άνθρωποι ξεκινάμε τη ζωή μας στη μήτρα της μητέρας μας, συνδεδεμένοι με σοφία μαζί της, με τον σπουδαίο ομφάλιο λώρο, τον οποίο μετά τη γέννηση αντικαθιστά ένα συμβολικός λώρος∙ ένας ιμάντας γεμάτος ψυχοσυναισθηματικούς κόμπους, που άλλοτε ξεμπλέκονται εύκολα κι έτσι σταδιακά, καθώς μεγαλώνει, ο άνθρωπος απομακρύνεται από τη συγχωνευτική σχέση με τον σημαντικό άλλο κι άλλοτε περιπλέκεται όλο και πιο πολύ, δυσχεραίνοντας την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του ανθρώπου.
Αν δεν επιτευχθεί το πέρασμα από τη συγχωνευτική φάση φροντιστή-βρέφους στον σταδιακό διαχωρισμό, ώστε βήμα βήμα να αισθανθεί το παιδί τον εαυτό του και τα όρια του ψυχικού και του σωματικού του περιγράμματος, δεν θα υπάρξει η ευκαιρία να έρθει σε επαφή μέσω πειραματισμών με όσα θα μπορούσε να επιθυμεί ή να μην επιθυμεί και κατ’ επέκταση με όσα θα συναινούσε ή όχι!
Συναίνεση και παιδιά
Ο Justin Hancock, συγγραφέας του βιβλίου Θέλεις να μιλήσουμε για τη συναίνεση; Επιλογές ως το άπειρο, που ήταν η αφορμή για να γράψω αυτό το άρθρο, αναφέρει: «Το όχι σημαίνει πάντα όχι και η απουσία του όχι δεν ισοδυναμεί με ναι». Πράγματι έτσι είναι. Όμως, όσοι έχετε μικρά παιδιά ή εργάζεστε με μικρά παιδιά, αλλά και όσοι έχετε μεγάλα παιδιά και… μεγάλη μνήμη, θα θυμάστε πως το «όχι» μπορεί να σημαίνει και «ναι» σε μια τρυφερή περίοδο, τότε που ο πειραματισμός των νηπίων με τα όρια του κόσμου είναι απέραντος, όσος και ο κόσμος για κάθε μικροσκοπικό πλάσμα. Υπάρχουν, λοιπόν, φορές που το μικρό μας λέει «όχι» ακόμα κι όταν εννοεί «ναι», κι εμείς με σταθερότητα και σοβαρότητα πρέπει να αντέξουμε τις επαναστατικές του δηλώσεις και να το βοηθήσουμε να ανακαλύψει τον κόσμο, στηρίζοντάς το και προστατεύοντάς το, πολλές φορές ακόμα και από τον ίδιο του τον εαυτό!
Κατά τη γνώμη μου, εκείνη η στιγμή είναι μια σπουδαία χρονική περίοδος να ξεκινήσουμε να καλλιεργούμε, φυτεύοντάς του τα πρώτα σποράκια συναίνεσης, σε σχέση με τις δικές μας και τις δικές του επιθυμίες. Όταν, για παράδειγμα, ένα παιδάκι χτυπάει τη μητέρα ή άλλα παιδάκια επειδή έχει θυμό, αλλά δεν μπορεί να μιλήσει γι’ αυτόν. Ή όταν ένα παιδάκι δεν θέλει να το αγκαλιάσουν και να το φιλήσουν μια δεδομένη στιγμή… Δυο σκηνές γνώριμες σε όλους μας, που πρέπει να αντιμετωπιστούν με διαφορετικό τρόπο, γιατί η συναίνεση στην πρώτη αφορά τον άλλο, ενώ στη δεύτερη αφορά το ίδιο το παιδί. Και στις δυο, πάντως, περιπτώσεις είναι σημαντικό να μπει στον χώρο της σχέσης η λέξη «συναινώ» ή «δεν συναινώ» και να εξηγήσουμε στο παιδί πως όπως σεβόμαστε τις δικές του επιθυμίες, έτσι κι εκείνο πρέπει να σέβεται τις επιθυμίες των άλλων. Όπως αυτό δεν θέλει να το φιλήσουν, έτσι και η μαμά ή τα άλλα παιδάκια δεν θέλουν να τα χτυπούν.Ένα σύμπαν από επιλογές
Καθώς διάβαζα το βιβλίο του Hancock, σε κάθε κεφάλαιο, ανακαλούσα στη μνήμη μου στιγμές με την κόρη μου και αναρωτιόμουν αν στα επτά της χρόνια τής έχω δώσει όσον χώρο χρειάστηκε, ώστε να έχει την ελευθερία να ζητά, να αναρωτιέται τι επιθυμεί αλλά και να πειραματίζεται. Καταλήγω στο συμπέρασμα πως πολλές φορές είναι πιο εύκολο, με τους ρυθμούς που ζούμε, να πέφτουμε στην παγίδα της διεκπεραίωσης. Θα ντύσω εγώ το παιδί μου, θα το κουρέψω, θα επιλέξω τις δραστηριότητές του, ακόμα και τους φίλους του, θα αποφασίσω εγώ γι’ αυτό. Δεν υποστηρίζω, φυσικά, ότι πρέπει να το βουτήξουμε σε έναν ωκεανό ατελείωτων επιλογών, γιατί θα μπερδευτεί και θα αποτύχει. Όμως, χρόνο με τον χρόνο καλό είναι να το συντροφεύουμε σε ένα ολοένα και μεγαλύτερο σύμπαν επιλογών, συζητώντας μαζί του σε σχέση με αυτές, βρισκόμενοι πλάι του καθώς εκείνο ανακαλύπτει τον κόσμο. Τονίζω, εδώ το επίρρημα «πλάι του» (και όχι μπρος του, πίσω του ή…πάνω του), καθώς με τον τρόπο αυτόν θα γίνεται όλο και πιο συνειδητά υποκείμενο στην ιστορία του.
Οι επιθυμίες και τα «πρέπει να» των γονέων
Το θέμα, βέβαια, είναι πως αν εγώ ως γονιός δεν έχω καταφέρει να έρθω σε επαφή με όσα επιθυμώ, αν δεν έχω βιώσει την ελευθερία να κινούμαι μέσα στον μύθο της ύπαρξής μου ως πρωταγωνιστής, τότε με βεβαιότητα θα πω πως δεν θα είναι εύκολο να βοηθήσω το παιδί μου να γίνει εκείνος που συναινεί με συνείδηση και δυναμισμό, μια και δεν θα έχω υπάρξει εγώ ο ίδιος εκείνος που δρα με αυτενέργεια! Δηλαδή δρα ενεργητικά και με ελεύθερη βούληση.
Το βιβλίο του Hanckock είναι ένα σπουδαίο εργαλείο, το οποίο θα πρέπει να διαβάσουμε πρώτα –και άμεσα– εμείς πριν το προσφέρουμε στα παιδιά μας (προτείνεται για εφήβους, γιατί ένα κεφάλαιό του αναφέρεται στο σεξ και γιατί ο συγγραφέας γράφει σε γλώσσα… εφηβική, που έχει αποδοθεί άριστα στα ελληνικά, αλλά σίγουρα υπάρχουν κομμάτια του που μπορούμε να δουλέψουμε μαζί με τα μικρότερα παιδιά μας). Η σπουδαιότητά του έγκειται κυρίως στο ότι μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε πού βρισκόμαστε εμείς σε σχέση με τα θέλω μας και τις επιθυμίες μας, να δούμε πόση σημασία δίνουμε στις «πρέπει να» εκδοχές της καθημερινότητάς μας (π.χ. τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν οπωσδήποτε αγγλικά, οι γυναίκες πρέπει να θυσιάσουν την καριέρα τους για τη μητρότητα, οι άντρες πρέπει να φέρνουν τα περισσότερα χρήματα στο σπίτι, όταν συναντήσω έναν φίλο ή συγγενή πρέπει να τον αγκαλιάσω, αν με καλέσουν σε ένα δείπνο πρέπει να πάω, αν ο σύντροφός μου προτείνει να δούμε μια ταινία πρέπει να δεχτώ).
Και αφού αναθεωρήσουμε πολλά για εμάς και… ανασυνταχτούμε, θα μπορέσουμε να ανοίξουμε έγκαιρα συζητήσεις με τα παιδιά μας, τοποθετώντας την οικογένειά μας σε έναν χώρο μέσα στον οποίο, αφού μοιραστούμε τους προβληματισμούς μας, θα μπορούμε –γιατί όχι;– να ξαναδιηγηθούμε από κοινού την ιστορία μας ως υποκειμένων και ως ανθρώπων που, από ένα σώμα συγχωνευμένο, αυτό του φροντιστή-βρέφους, διαχωρίστηκαν και συναινώντας πέρασαν σε μια καινούργια, όμορφη κατάσταση συνύπαρξης.Διαβάστε: Justin Hancock, Θέλεις να μιλήσουμε για τη συναίνεση; Επιλογές ως το άπειρο, εικονογράφηση Fuchsia Macaree, μετάφραση Πελιώ Παπαδιά, Εκδόσεις Παπαδόπουλος
Η Σουζάνα Παπαφάγου είναι κλινική ψυχολόγος-οικογενειακή ψυχοθεραπεύτρια.