«Καλησπέρα. Μας προτάθηκε από φίλους να πάμε 4-5 ημέρες μέσα στον Αύγουστο διακοπές χωρίς παιδιά. Μολονότι και παλαιότερα έχουμε ξαναφύγει μόνοι (για 2-3 ημέρες) και μολονότι εμπιστεύομαι τους γονείς μου πως θα φροντίσουν σε προστατευμένο περιβάλλον τα παιδιά μας, 10 και 8 ετών, έχω ένα πρωτόγνωρο άγχος, που μάλλον συνδέεται με την πανδημία, ότι κάτι θα γίνει όσο λείπουμε. Δεν ξέρω αν θα περάσω καλά. Προς το παρόν, αισθάνομαι ότι δεν θέλω να πάω και ο άντρας μου με θεωρεί υπερβολική. Τι να κάνω;»
Ας ξεκινήσουμε με το εξής: Δεν υπάρχει κανείς που να γνωρίζει καλύτερα από εμάς τι πρέπει να κάνουμε σε σχέση με οτιδήποτε αφορά εμάς, τη ζωή μας και την οικογένεια μας. Κατανοώ πως πολλές φορές μπερδευόμαστε, αγχωνόμαστε και θα μας ανακούφιζε να έχουμε κάποιον να μας δίνει συμβουλές, αλλά ακόμα κι αν υπάρχει κάποιος στο πλευρό μας με αυτή την ιδιότητα, πιστεύω πως είναι σημαντικό τον πρώτο λόγο να τον έχουμε εμείς. Τώρα, βέβαια, υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις ‒όπως προκύπτει και μέσα από την προηγούμενη ερώτηση που μου έθεσε μια μητέρα‒ που ο προβληματισμός είναι μπολιασμένος με την αγωνία μιας εξαντλητικής εμπειρίας, όπως ο εγκλεισμός και η πανδημία και αισθάνομαι πως λειτουργεί καταπραϋντικά να διερωτόμαστε παρουσία άλλων.
Αναμονή, ανυπομονησία, ματαίωση
Η ερώτηση έρχεται να με βρει μαζί με πολλές άλλες απορίες γονέων, όλες αναμεμειγμένες με αγωνία, φόβο και ανυπομονησία. Θα σταθώ στην ανυπομονησία, στη διαδικασία προσμονής, χωρίς τη δυνατότητα αναμονής. Πράγματι, έχουμε όλοι κουραστεί από την πανδημία να αναμένουμε αυτούς τους τελευταίους μήνες, έχουμε γίνει πια ανυπόμονοι. Και είναι αυτή μας η ανυπομονησία ανακατεμένη με φόβο, φόβο πως τίποτα δεν θα είναι όπως πριν.
Ο χρόνος σαν να μην κουνήθηκε από τη θέση του. Σε κάθε κλάσμα του έφερνε και μια ελπίδα που ματαιωνόταν. Τα παιδιά μας, όλων των ηλικιών, κεκλεισμένων των θυρών, ανυπομονούσαν να βγουν έξω και όταν έβγαιναν ανυπομονούσαν να έρθει ο καιρός να συνυπάρξουν ανέμελα δίχως τις μάσκες και τα υγρά μαντιλάκια, τα εμποτισμένα με οινόπνευμα. Οι έφηβοί μας ανυπομονούσαν να ερωτευτούν, να αγγιχτούν και να πειραματιστούν ελεύθερα, γυρνώντας «άσκοπα» στις γειτονιές τους και πιο μακριά, δίχως περιοριστικά μέτρα. Από την άλλη μεριά, εμείς οι μεγάλοι, οι γονείς, βιώσαμε ένα στρες απέραντο, μέσα στην αναμονή και στην ελπίδα, που καθημερινά όμως ματαιωνόταν, καθώς αργούσε η επιστροφή στην κανονικότητα. Μια κανονικότητα που πολλοί δηλώνουν πως δεν θυμούνται πια…
«Δεν θυμάμαι τη ζωή μας πριν από τον κορονοϊό», λέει μια μητέρα δυο παιδιών, το ένα μάλιστα πρωτάκι στην πανδημία. Η αναμονή, λοιπόν, μετατράπηκε σε ανυπομονησία και η ανυπομονησία σε ματαίωση…
Ψυχοσυναισθηματικά στριμωγμένοι
Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, οι οικογένειες και τα μέλη τους πάλευαν να αντέξουν, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον. Όσο μικρά ή μεγάλα κι αν ήταν τα σπίτια μας, συναισθηματικά ήμασταν όλοι στριμωγμένοι σε ένα ψυχοσυναισθηματικό κουτί υπαρξιακής αγωνίας. Ήρθαμε μοιραία ο ένα αντιμέτωπος με τους φόβους του άλλου. Είναι πολλές οι περιπτώσεις στις οποίες το ζευγάρι κλονίστηκε! Και αν σκεφτούμε τους γονείς ως ζεύγος και τους παραλληλίσουμε με την καρδιά στο σώμα της οικογένειας, σε πολλές οικογένειες η καρδιά επιβαρύνθηκε. Και όταν επιβαρύνεται η καρδιά νοσεί το σώμα. Και σε άλλες περιπτώσεις, βέβαια, όταν επιβαρύνεται το σώμα νοσεί η καρδιά!
Τα όνειρα του φετινού καλοκαιριού
Έρχεται, λοιπόν, άλλο ένα καλοκαίρι με πανδημία, να μας βρει αρκετά πιο κουρασμένους και ματαιωμένους από το περσινό. Όμως, θα βρει και αρκετούς εμβολιασμένους (ό,τι κι αν συμβολίζει αυτό για τον καθέναν μας). Σκέφτομαι πως υπάρχει πια ένα δυνατό φως στο τούνελ του εγκλεισμού ή της απειλής του εγκλεισμού. «Τι θα κάνετε φέτος το καλοκαίρι;» ρωτάμε μουδιασμένοι ο ένας τον άλλο. Κάποιοι ίσως δεν καταφέρουν να πάνε πουθενά, κάποιοι ακόμα φοβούνται. Τα παιδιά ονειρεύονται παραλίες και βουτιές στη θάλασσα. Οι έφηβοι ονειρεύονται καλοκαιρινούς έρωτες και παράνομα/νόμιμα ξενύχτια. Οι μεγάλοι τι ονειρεύονται; Οι μεγάλοι τι ποθούν; Ονειρεύονται ως γονείς ή απλώς ως άνθρωποι;
Έτσι και αλλιώς, όταν δημιουργούμε οικογένεια, κυρίως στην αρχή, χάνουμε κατά κάποιον τρόπο την ιδιότητα του ενήλικου και μετατρεπόμαστε σε γονείς. Είμαστε οι υπεύθυνοι «μεγάλοι» που εν γνώσει μας αναλάβαμε μια ευθύνη, οφείλουμε να φροντίσουμε τα παιδιά μας. Πολλές φορές, όμως, ξεχνιόμαστε πάνω σε αυτό το βάθρο του γονέα, γιατί δυστυχώς η αίσθηση του καλού μπαμπά ή της καλής μαμάς τις περισσότερες φορές είναι βασισμένη στην εξιδανικευμένη εικόνα που έχουμε καλλιεργήσει μέσα μας: «Καλός γονέας είναι ο γονέας που δεν έχει ζωή πέρα από εκείνη του παιδιού του».
Τα παιδιά ως μελλοντικοί ενήλικοι
Ωραία όλα αυτά, ξεχασμένοι όμως καθώς είμαστε σε εκείνα τα βάθρα των «καθώς πρέπει γονέων» λησμονάμε πως, ενώ αφιερωνόμαστε στα μικρά μας προκειμένου να μεγαλώσουν με υγεία, τόσο ψυχική όσο σωματική, δεν τους δίνουμε το βασικό συστατικό που χρειάζονται: την αίσθηση του εαυτού ως εν δυνάμει ενήλικου!
Αν εγώ υπάρχω μόνο ως μάνα, πώς η κόρη μου θα εσωτερικεύσει μια υγιή εικόνα της γυναίκας που θα γίνει; Αν εσύ είσαι μόνο πατέρας, πώς ο γιος σου θα εσωτερικεύσει μια υγιή εικόνα του άντρα που θα γίνει; Πώς θα μεγαλώσει υγιώς ένα παιδί/άνθρωπος του μέλλοντος, αν εμείς που το μεγαλώνουμε δεν έχουμε μια ισορροπία ψυχοσυναισθηματική, μια ισορροπία δηλαδή ανάμεσα στην ιδιότητα μας τη γονική και στην ανθρώπινη, που έχει και ενήλικη προσωπική ζωή.
Ξεχνάμε πολλές φορές πως αυτά τα πλάσματα θα ενηλικιωθούν, θα φύγουν από κοντά μας, και εμείς θα πρέπει να τα έχουμε μάθει να πετούν. Έχετε ποτέ δει τα πουλάκια πώς μαθαίνουν στα πλάσματα τους να πετούν; Είναι πολλές φορές τρομαχτικό. Τα πουλιά χτίζουν τις φωλιές τους ψηλά και αυτό δεν γίνεται μόνο για την προστασία των νεοσσών. Οι περισσότερες φωλιές βρίσκονται σε ύψος, έτσι ώστε ο νεοσσός να εκτεθεί στην αίσθηση των δεκάδων μέτρων πάνω από το έδαφος. Όταν έρθει η ώρα, το ενήλικο πουλί σπρώχνει το μικρό και αυτό πρέπει απλώς να υπακούσει στο ένστικτό του και να πετάξει! Σε τελική ανάλυση, εάν αυτό δεν συμβεί, το πουλί είναι καταδικασμένο σε θάνατο, επειδή δεν αναπτύσσει το φυσικό του ένστικτο.
Τι λέτε; Εμείς ως γονείς χτίζουμε τις φωλιές μας όπως και όπου πρέπει; Σημειώνω ότι εδώ το πρέπει πάει μαζί με το βασικό μας καθήκον, δηλαδή το να αναπτύξουμε το φυσικό ένστικτο επιβίωσης στους νεοσσούς μας, ώστε μια μέρα να πετάξουν!
Ενήλικα πουλιά και παιδικοί φόβοι
Αυτό το τελευταίο, το φυσικό ένστικτο, είναι που μας ενδιαφέρει στην αρχική ερώτηση της μητέρας. Αν αισθάνεστε πως έχετε κάνει όσα μπορέσατε αυτήν τη δύσκολη περίοδο, αν αισθάνεστε πως η φωλιά σας είναι χτισμένη εκεί που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει και αν αισθάνεστε πως τα μικρά σας θα έχουν όση φροντίδα χρειάζεται αυτές τις λίγες ημέρες που εσείς και ο σύζυγος σας θα κάνετε ελεύθερες πτήσεις ως «ενήλικα πουλιά», τότε δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μην πάρετε τον χρόνο για σας και να τραφείτε και ως γυναίκα και σύντροφος.
Ίσως, σκέφτομαι τελικά, η δυσκολία στο να αποσυρθούμε στα ιδιαίτερα δωμάτιά μας και να βγάλουμε για λίγο τα ρούχα του γονέα (τουλάχιστον όταν το παιδί έχει πια μεγαλώσει λίγο και είναι από 5 ετών και άνω), μένοντας γυμνοί και ελεύθεροι ως γυναίκες και άντρες, να μην έχει να κάνει με τους ενήλικους φόβους μας, αλλά με εκείνους που είναι σκαλωμένοι μέσα μας και τους σέρνουμε από παιδιά. Εκείνους τους φόβους που δεν μας αφήνουν να έρθουμε σε επαφή με τις ενήλικες πραγματικότητες. Εκείνους τους φόβους που μας απομακρύνουν από διερωτήσεις του τύπου «Είμαι ευτυχισμένος στο γάμο μου», «Έχω συνεννόηση με τον σύντροφο μου», «Με αισθάνεται; Τον αισθάνομαι», «Έχουμε επικοινωνία; Περνάμε καλά;».
Το να μείνουμε μόνοι με τον σύντροφο μας, κυρίως μετά από μια μακρά περίοδο συνωστισμού σε ένα σπίτι, μπορεί και να μην είναι και τόσο ευχάριστο αν υπάρχουν κενά ανάμεσά μας. Ίσως, λοιπόν, θα πρέπει να κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας και να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας. Πολλές φορές οι αγωνίες μας δεν έχουν να κάνουν με τα παιδιά μας, αλλά κυρίως με εμάς!
Προσοχή, λοιπόν, σε σχέση με τους φόβους μας και την έκφραση αυτών… Τα παιδιά είναι εκεί για να μας ικανοποιήσουν και για να καλύψουν τα κενά μας και, αν δεν προσέξουμε, θα κάνουν τα πάντα, ακόμα και θα νοσήσουν (σε ακραίες περιπτώσεις), προκειμένου να μας ικανοποιήσουν ώστε να μη μείνουμε ποτέ μόνοι, είτε με τους εαυτούς μας είτε με τους συντρόφους μας!
Αν θέλουμε να τα προστατέψουμε και να τα βοηθήσουμε να εξελιχθούν σωστά, καλό θα είναι να φροντίσουμε το ενήλικο κομμάτι μας και όσο εκείνα μεγαλώνουν να απο-επενδύουμε από τα σώματα και τις ψυχές τους (προσοχή, εδώ μιλώ για την επένδυση που κάνουμε πάνω τους για να καλύψουμε τα δικά μας κενά και όχι για την επένδυση και προσφορά μας ως γονέων) και να επενδύσουμε στη σχέση με τον σύντροφό μας, με τους φίλους μας και κυρίως στη σχέση με τον εαυτό μας!
Καλά μας πετάγματα, λοιπόν, και καλές μας διακοπές, όπου και όπως κι αν επιλέξουμε να τις απολαύσουμε!
Η Σουζάνα Παπαφάγου είναι κλινική ψυχολόγος-οικογενειακή ψυχοθεραπεύτρια.