ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΧΩΡΙΣ ΕΝΟΧΕΣ, ΑΛΛΑ ΜΕ ΕΥΘΥΝΗ

«Δεν το περίμενα ποτέ αυτό από σένα».
«Κοίτα πόσο στεναχώρησες τον μπαμπά».
«Όταν θα μεγαλώσεις και κάνεις παιδιά, θα με θυμηθείς!»
«Γιατί δεν το τρως, εγώ για σένα το ετοίμαζα όλο το πρωί!»
«Κοίτα πόσα σου προσφέρω, άλλα παιδιά δεν έχουν τίποτα».
«Πληρώνω τόσα για το σχολείο σου, κι εσύ δεν μελετάς αρκετά».
«Αν πρόσεχες την αδερφή σου, δεν θα είχε πέσει κάτω!»
«Αν δεν είσαι φρόνιμος, κανένας δεν θα σε θέλει στην παρέα του».
Πόσες φορές, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, έχουμε χρησιμοποιήσει τις παραπάνω φράσεις; Άραγε θυμόμαστε πόσο μάς είχαν πληγώσει αυτές οι λέξεις από τα χείλη των γονιών μας; Καμία από αυτές δεν λαμβάνει υπόψη την τρυφερή παιδική ψυχή, την προσωπικότητα του κάθε παιδιού, τις αδυναμίες και τους φόβους του. Στ’ αυτιά του φτάνει το μήνυμα πως αν δεν τα κάνει όλα σωστά και σύμφωνα με τις προσδοκίες, τότε θα πρέπει να «τιμωρηθεί» με κάποιο τρόπο. Οι ενοχές που θα φορτωθεί θα είναι η τιμωρία του!

Δημιουργώντας ενοχές στα παιδιά μας

Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους φόβους των γονέων, ένα από τα βασικότερα αιτήματά τους μέσα στις συνεδρίες: να μην δηλητηριάσουν τα παιδιά τους με ενοχές, να μην καταστρέψουν τη ζωή του παιδιού τους φορτώνοντάς το με την ταμπέλα «κακό παιδί» «μέτριος μαθητής», «αγνώμων», «όχι αρκετός». Το αίσθημα ενοχής που μας κάνει να υποφέρουμε και μας εμποδίζει να προχωρήσουμε χτίζεται σε μεγάλο βαθμό από την εκπαίδευση που έχουμε λάβει, μέσα από ένα σύνολο προτύπων που έχουμε διδαχθεί. Από την παιδική μας κιόλας ηλικία, έχουμε ενδοβάλλει αυτά τα άκαμπτα πρότυπα που, αν δεν γίνουν αντιληπτά και δεν δουλευτούν έγκαιρα, μετατρέπονται σε μια ενοχλητική εσωτερική φωνή που μας κατατρέχει, δεν μας αφήνει να αποδεχτούμε τον εαυτό μας και να απολαύσουμε τις σχέσεις με τους άλλους.

Τι μπορεί να λέει αυτή η εσωτερική φωνή;

«Πρέπει να τους έχω όλους ικανοποιημένους». «Απαγορεύεται να θυμώνω, ο θυμός είναι δείγμα ασέβειας». «Θέλω να αρέσω σε όλους, να με αγαπάνε όλοι». «Δεν είμαι αρκετά καλός στη δουλειά μου, πρέπει να βελτιώνομαι». «Η αδερφή μου με έχει ανάγκη, πρέπει να τη βοηθήσω». «Ξέχασα να πάρω τηλέφωνο την πεθερά μου, ποιος ξέρει τι θα λέει για μένα». «Αποκλείεται να τα καταφέρω, ποτέ δεν μπορούσα να μιλήσω σε κοινό».

Τι αντιπροσωπεύει η ενοχή στη ζωή μας και πώς εκδηλώνεται

Από την παιδική ηλικία αναπτύσσουμε την ηθική σκέψη που αρχικά βασίζεται στις αντιδράσεις των άλλων σε σχέση με τις συμπεριφορές μας. Η ενοχή αποτελεί το σήμα ότι παραβιάσαμε κάποιον κανόνα. Αργότερα και ανάλογα με τις προσλαμβάνουσες και τον τρόπο που οι γονείς μας αντιλαμβάνονται το «λάθος» μας, το πλαισιώνουν και το συζητάνε μαζί μας, διαμορφώνουμε την προσωπική μας ηθική σκέψη. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως δεν κατευθύνεται από τα γενικώς κοινωνικά αποδεκτά πρότυπα ηθικής. Στην πραγματικότητα, η ενοχή μάς επιβάλλει να εφαρμόσουμε τα πρότυπα και τους κανόνες που έχουμε διδαχθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Η αποστολή του άτεγκτου εσωτερικού δικαστή είναι να μας κρίνει αυστηρά, να μας επιπλήττει κάθε φορά που δεν ακολουθούμε τους κανόνες και τα άκαμπτα πρότυπά του αυξάνοντας έτσι το αίσθημα ενοχής και κρατώντας μας «μικρούς» και αδύναμους να εξελιχθούμε. Αντίθετα, εάν αυτός ο κριτής είναι πιο ευέλικτος και ανεκτικός, λαμβάνει υπόψη του τις εμπειρίες μας, τις δυνατότητες και τους περιορισμούς μας, θα είμαστε σε θέση να κάνουμε τις απαραίτητες διορθώσεις, να μειώσουμε το αίσθημα της ενοχής και να αποκτήσουμε εικόνα εαυτού που μπορεί να αναστοχαστεί και να βελτιωθεί. 

Μεγαλώνω το παιδί μου με ευθύνη και όχι ενοχές

Ας ξεκινήσουμε διευκρινίζοντας τη διαφορά ανάμεσα στην ευθύνη και την ενοχή:

  • Νιώθω ενοχή όταν εν γνώσει μου έχω κάνει ένα λάθος, όταν έχω διαπράξει κάτι κακό το οποίο έχει βλάψει τον άλλο. Γενικότερα η ενοχή γεννιέται από ένα λάθος, μια αστοχία ή κάτι το επιθετικό. Δεν προάγει την αυτονομία και δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να επιλέγουν ελεύθερα ποιες αξίες θέλουν να σέβονται ή όχι. Χρησιμοποιώντας την ενοχή στην ανατροφή των παιδιών καταλήγουμε να μην εκπαιδεύουμε αλλά να καθοδηγούμε το παιδί σαν να είμαστε οι αυθεντίες. Είναι αλήθεια ότι η ενοχή αυξάνει τον έλεγχο που έχει κάποιος πάνω στο παιδί και χαρακτηρίζει τον τύπο του αυταρχικού γονέα. Το παιδί καταλαμβάνεται από φόβο, υπακούει – κάτι που εξασθενεί την κριτική του ικανότητα και θέληση. Με λίγα λόγια δεν είναι ευτυχισμένο.
  • Αντίθετα, νιώθω υπεύθυνος τόσο για τις επιτυχίες όσο και για τις αποτυχίες μου. Με απλά λόγια, νιώθω υπεύθυνος για κάτι που έκανα σε κάποιον, ένοχος για κάτι που προκάλεσα σε κάποιον. Η ευθύνη είναι εποικοδομητική, έχει μια ευρεία προοπτική σε σχέση με την ενοχή που μοιάζει να περιορίζεται στην τιμωρία. Μεγαλώνοντας υπεύθυνα παιδιά επενδύω στο μέλλον, δίνω τον λόγο και τη δυνατότητα στο παιδί να κρίνει ακόμα και να με κρίνει, παραχωρώ τη θέση μου στο νέο και το φρέσκο.

Οι ενοχές σκοτώνουν την αυτοεκτίμηση

Ένα παιδί χρειάζεται καθοδήγηση, αλλά πρέπει να του προσφέρεται με τέτοιον τρόπο που να του επιτρέπει να εκτιμήσει τον εαυτό του. Η ενοχή κάνει ακριβώς το αντίθετο. Προσπαθεί να το κάνει να νιώσει ότι αυτό που κάνει, αισθάνεται, θέλει ή σκέφτεται δεν είναι αποδεκτό. Κανένα παιδί δεν επιθυμεί να δυσκολέψει τη ζωή των γονιών του, το αντίθετο μάλιστα. Θέλει να τους ευχαριστήσει και να περνά καλά μαζί τους. Ωστόσο, στη μικρή ηλικία η συναισθηματική του ανωριμότητα το κάνει να μη θέλει να ακολουθήσει αρχές και πρότυπα. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ο ρόλος των γονέων είναι να το βοηθήσουν να κατανοήσει τον λόγο ύπαρξης των αρχών αυτών, να του εξηγήσουν ότι έχει τη δυνατότητα να επιλέξει κι ότι εκείνοι θα είναι δίπλα του να το στηρίξουν στην επιλογή του.

Οι ενοχές εμποδίζουν την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης

Μεγαλώνω ένα παιδί δεν σημαίνει το διδάσκω να υπακούει τυφλά χωρίς κρίση. Η ενοχή οδηγεί ακριβώς σε αυτό. Προτρέπει το παιδί να ενεργεί όπως υπαγορεύεται από τις μορφές εξουσίας, δηλαδή από τους μεγαλύτερους, τους δασκάλους του χωρίς να αναρωτιέται αν αυτό είναι και δική του επιθυμία. Αν δεν λειτουργήσει όπως περιμένουν οι άλλοι, τότε χαρακτηρίζεται ως ανυπάκουο, κακό παιδί και τιμωρείται. Εδώ βρίσκεται λοιπόν ο πόλεμος ανάμεσα στο «θέλω» και το «πρέπει»  όπου πάντα επικρατεί το «πρέπει» μειώνοντας τη δυνατότητα της κριτικής ικανότητας και της επιλογής, ακόμα κι αν η συνέπεια είναι δυσάρεστη. Το παιδί, δηλαδή, γνωρίζει ότι η προσωπική του επιλογή θα έχει συνέπεια την οποία και θα υποστεί. Μόνο έτσι θα είναι σε θέση να συνδέσει την πράξη με το αποτέλεσμα, να πάρει την ευθύνη της επιλογής του. Στην περίπτωση που ακολουθούσε ενοχικά τις υποδείξεις των άλλων δεν θα μάθαινε ποτέ να βασίζεται στην συλλογιστική του και θα εξαρτιόταν μόνιμα από την επιλογή της μορφής εξουσίας.

Σαφείς κανόνες

Το ζητούμενο λοιπόν είναι να επιτρέψουμε στο παιδί να αποκτήσει επίγνωση του λάθους (και επομένως των ορίων) χωρίς ωστόσο να αισθάνεται ενοχή.

  • Διευκρινίζουμε ότι κάποιος μπορεί να είναι ένοχος για τις πράξεις του, ποτέ για τις επιθυμίες του ή τις σκέψεις του. Είναι σημαντικό το παιδί να καταλάβει ότι έχει το δικαίωμα να έχει τις πιο τρομερές σκέψεις ή επιθυμίες στο κεφάλι του. Αυτό δεν είναι «κακό», είναι φυσιολογικό και συμβαίνει σε όλους. Όμως δεν μπορούμε να τις κάνουμε πράξεις.
  • Δεν μπορούμε να επιπλήξουμε ένα παιδί που δεν γνωρίζει τι πρέπει ή τι δεν πρέπει να κάνει.
  • Δεν επιπλήττουμε το παιδί αλλά την πράξη.
  • Η απόδοση της ευθύνης ή η συνέπεια είναι ανάλογη της πράξης ώστε το παιδί να μάθει τα όρια του και να δημιουργήσει έναν εσωτερικό ηθικό κώδικα.
  • Εάν οι κανόνες είναι σαφώς καθορισμένοι, εάν το παιδί γνωρίζει ότι οι γονείς του είναι δίκαιοι, τότε νιώθει ψυχικά ήρεμο με τον εαυτό του. Ξέρει πότε φταίει, πότε όχι. Αν, αντίθετα, οι κανόνες δεν καθορίζονται με σαφήνεια, τότε όλα είναι είτε σε γκρίζα ζώνη ή λάθος
  • Αποφεύγουμε εκφράσεις όπως «Με πληγώνεις πολύ με την πράξη σου», «Με απογοητεύεις καθημερινά», «Τι παιδί έκανα;»
  • Τα παιδιά μαθαίνουν από εμάς, άρα είναι σημαντικό να είμαστε συναισθηματικά ενήμεροι όσον αφορά στις ενοχές και τα όρια που εμείς οι ίδιοι θέτουμε (ή και όχι) στους άλλους.

Η κ. Κατερίνα Χοτζόγλου είναι Κλινική Ψυχολόγος ΜΑ – Παιδοψυχολόγος MSc – Ψυχοθεραπεύτρια και Ψυχολόγος των Εκπαιδευτηρίων σαρη. 

Leave a Reply