Ένα ζήτημα για το οποίο γίνεται πολύς λόγος και στο οποίο δίνεται μεγάλη σημασία είναι η εκμάθηση των γραμμάτων και η ορθή γραφή τους. Είναι γεγονός πια ότι πολλά παιδιά έρχονται στο δημοτικό και ήδη γνωρίζουν ή βρίσκονται λίγο πριν από την κατάκτηση της ανάγνωσης και της γραφής. Εντούτοις, κάθε δάσκαλος διδάσκει εκ νέου κάθε γράμμα και, πέρα από τον ήχο του, δίνει βάση και χρόνο στην εκμάθηση της σωστής γραφής του. Με μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο μπορεί κανείς να βρει πίνακες με την ορθή φορά γραφής τόσο των γραμμάτων (κεφαλαίων και πεζών) όσο και των αριθμών. Ποια είναι η σκοπιμότητά της, όμως, και γιατί ενώ αναφερόμαστε σε σωστή φορά, με μια απλή παρατήρηση, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ελάχιστοι άνθρωποι (ενήλικοι και παιδιά) την εφαρμόζουν; Και, πόσο πρέπει να πιέζουμε ένα παιδί να μάθει αυτή τη φορά;
Τα πράγματα είναι αρκετά απλά αν σκεφτούμε ότι κάθε γνώση, για να είναι χρήσιμη, υπάρχει μέσα σε ένα πλαίσιο και εξυπηρετεί κάποιους σκοπούς. Αν αυτά δεν υφίστανται, τότε η γνώση είναι ξερή και αποκομμένη από την πραγματικότητα, άρα, θα μπορούσε να είναι και άχρηστη. Ας δούμε, λοιπόν, τη χρησιμότητα και τη σκοπιμότητα της εκμάθησης της ορθής γραφής.
Όταν λέμε ότι ένα παιδί μαθαίνει να γράφει, εννοούμε ότι πρέπει να γνωρίζει την αντιστοιχία γράμματος και ήχου. Επίσης, όταν γράφει, χρειάζεται να μάθει να κάνει ευανάγνωστα γράμματα. Ευανάγνωστα σημαίνει να μπορούν να είναι αναγνωρίσιμα και να μη συγχέονται μεταξύ τους, είτε αναγνώστης είναι το ίδιο το παιδί που γράφει είτε κάποιος άλλος, που παίρνει το γραπτό. Για να συμβεί αυτό, υπάρχει μία ενδεδειγμένη ορθή γραφή, η οποία χαρακτηρίζεται από τη σαφή κατάτμηση κάθε γράμματος (για παράδειγμα το γράμμα μ ή ο αριθμός 4 έχει τρεις διαφορετικές γραμμές) και γίνεται με κατεύθυνση από αριστερά προς τα δεξιά.
Χωρίς να μπούμε σε πολλές λεπτομέρειες, μπορούμε να πούμε ότι για κάθε παιδί που μαθαίνει να γράφει, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να μπορεί να κρατάει στη μνήμη του την εικόνα κάθε γράμματος και να μπορεί να δημιουργεί το γράμμα αυτό (ή τον αριθμό) με τις λιγότερες δυνατές κινήσεις, χωρίς να περνάει δύο (ή περισσότερες) φορές κάποια γραμμή (για παράδειγμα το ο να γίνεται με ένα κυκλάκι, όχι παραπάνω) και, ανεξάρτητα από το αν το παιδί γράφει με το δεξί ή με το αριστερό χέρι, η γραφή κάθε γράμματος να γίνεται με φορά από τα αριστερά προς τα δεξιά. Το ζήτημα σε όλα αυτά είναι να αποκτήσει κάθε παιδί τον πιο λειτουργικό τρόπο γραφής και όταν χρειαστεί, να μπορεί να αυξήσει την ταχύτητα στο γράψιμο, χωρίς ο τρόπος που έχει επιλέξει να εμποδίζει την ταχύτητα αλλά κυρίως τη σωστή μορφή του κάθε γράμματος.
Εδώ, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι κάθε παιδί έχει τον δικό του ρυθμό εκμάθησης. Κάθε παιδί ωριμάζει στον δικό του χρόνο, και αυτό οφείλουμε να το σεβόμαστε. Από την άλλη, είναι εξίσου σημαντικό να γίνει κατανοητό (να κάνουμε κατανοητό) σε κάθε παιδί ότι η γραφή είναι άλλος ένας τρόπος και άλλη μία δυνατότητα επικοινωνίας, άρα και τα ευανάγνωστα γράμματα θα διευκολύνουν και θα βοηθήσουν την επικοινωνία αυτή!
Η Μαριάννα Κουμαριανού είναι παιδαγωγός και συγγραφέας. Θα τη βρείτε στο mkoumarianos@gmail.com