Μικροσχολεία: Το αντίδοτο στην έξαρση της ενδοσχολικής βίας;

Μέχρι πρόσφατα, στο άκουσμα των τραγικών ειδήσεων που έρχονταν από την Αμερική για πυροβολισμούς μέσα στα σχολεία, στεκόμασταν εμβρόντητοι με μια δόση ένοχης ανακούφισης ότι «ευτυχώς, σ’ εμάς δε γίνονται αυτά». Δυστυχώς, περιστατικά ενδοσχολικής βίας που έχουν δει το φως της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα στα ελληνικά σχολεία έχουν θορυβήσει και απασχολήσει έντονα τους γονείς και τον εκπαιδευτικό κόσμο. Πολλοί οι προβληματισμοί και οι συζητήσεις που εγείρονται για τα αίτια που προκαλούν τη σχολική βία και ποικίλα τα συμπεράσματα. Ένα, όμως, αποτελεί κοινή παραδοχή: ότι το κίνητρο για αλλαγές στα σχολεία οφείλει πρωτίστως να είναι κοινωνικό, πέρα από παιδαγωγικό. Η καταστροφική εμπειρία του αγγλοσαξονικού κόσμου οδήγησε στο να εμφανιστούν μικροσχολεία (microschools) ως μια εναλλακτική εκπαιδευτική πρόταση ανάμεσα στο homeschooling και στο παραδοσιακό δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο. Ίσως επειδή στη μία περίπτωση θυσιάζεται η κοινωνικοποίηση του παιδιού στον βωμό της αυτοκατευθυνόμενης μάθησης και στην άλλη οι μαθητές/μαθήτριες προσπαθούν να βρουν τη θέση τους σε ένα χαώδες σχολικό περιβάλλον, όπου ενισχύονται οι υπάρχουσες ανισότητες, σε βαθμό που κάποιοι κυνηγούν το όνειρο της δημοφιλίας, ενώ άλλοι αποξενώνονται ή γκετοποιούνται βιώνοντας τη διαφορετικότητά τους ως κάτι αποκρουστικό και, σίγουρα, όχι αποδεκτό.

Γιατί μικροσχολεία;

Μελετώντας τη βιβλιογραφία για τα μικροσχολεία που ξεφυτρώνουν το ένα μετά το άλλο, κυρίως στην Αμερική, διαπίστωσα ότι έχουν πολλά κοινά στοιχεία με τα «δικά μας» σχολεία γειτονιάς και τα ολιγοθέσια-μονοθέσια σχολεία της απομονωμένης ελληνικής επαρχίας. Τα μικροσχολεία δεν είναι τίποτα άλλο από μικρά σε διαστάσεις μαθησιακά περιβάλλοντα με τον αριθμό των μαθητών/-τριών να είναι, επίσης, μικρός. Ένα μικροσχολείο δεν ξεπερνά τα 150 παιδιά στο σύνολο, ενώ πολλά λειτουργούν ακόμα και με 10 μαθητές/μαθήτριες. Προσφέρουν ένα εξατομικευμένο μαθησιακό περιβάλλον με την έννοια ότι κάθε παιδί αποτελεί ένα ξεχωριστό πλάνο διδασκαλίας, το οποίο έρχεται και «κουμπώνει» με τα υπόλοιπα και δημιουργείται ένα δυνάμει διαφοροποιημένο σχέδιο μαθήματος κάθε φορά. Από τη φύση τους ανθρωποκεντρικά, τα μικροσχολεία ενδιαφέρονται για τη μοναδικότητα κάθε μαθητή/μαθήτριας, με αποτέλεσμα αυτός/-ή να αισθάνεται ότι έχει υπόσταση και μπορεί να ακολουθήσει τη διαδικασία της μάθησης με τον δικό του/της ρυθμό.

Η κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη βρίσκεται στο επίκεντρο του σχεδιασμού ενός μικροσχολείου. Όταν η ομάδα των συμμαθητών/-τριών είναι μικρή, αυξάνονται οι ευκαιρίες για ουσιαστικές αλληλεπιδράσεις, ομαδική εργασία και, τελικά, ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων. Οι εκπαιδευτικοί, από την πλευρά τους, μπορούν να παρέχουν εξατομικευμένη καθοδήγηση και υποστήριξη, καλλιεργώντας μια θετική και φροντιστική ατμόσφαιρα. Οι σχέσεις μεταξύ των μαθητών/-τριών και των ενηλίκων μέσα από την καθημερινή ουσιαστική αλληλεπίδραση ενδυναμώνονται, όλοι συμμετέχουν ενεργά και συνεργάζονται μεταξύ τους, και τελικά επιτυγχάνεται το αίσθημα του ανήκειν.

Σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον, σαν αυτό που περιγράψαμε παραπάνω, η συμμετοχή των μαθητών/-τριών στη διαδικασία της μάθησης μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά. Όταν οι μαθητές/μαθήτριες συμμετέχουν ενεργά στην εκπαίδευσή τους και έχουν προσωπική σχέση με αυτήν, είναι πιο πιθανό να αποκτήσουν κίνητρα, περιέργεια και διάθεση να γνωρίζουν συνεχώς κάτι νέο. Στη συζήτηση αυτή, για ένα σχολείο που έχει στο επίκεντρό του την κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών, είναι αυτονόητο ότι συμπεριλαμβάνονται οι μαθητές/μαθήτριες που έχουν ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και δίνουν τον προσωπικό τους αγώνα σε παραδοσιακά μαθησιακά περιβάλλοντα. Η εξατομικευμένη προσέγγιση και η διαφοροποιημένη διδασκαλία παρέχουν την πρόσθετη υποστήριξη όταν είναι απαραίτητο και διαμορφώνουν ένα περιβάλλον χωρίς κανέναν αποκλεισμό.

Προάγοντας ένα θετικό και χωρίς αποκλεισμούς περιβάλλον, τα μικροσχολεία δίνουν τη δυνατότητα στα ίδια τα παιδιά να διαχειρίζονται τις συγκρούσεις τους ειρηνικά και να αποθαρρύνουν την κλιμάκωση της επιθετικότητας. Όταν οι μαθητές/μαθήτριες αισθάνονται συνδεδεμένοι μέσα σε μια κοινότητα και υποστηρίζονται από αυτήν, είναι λιγότερο πιθανό να εμπλακούν σε συμπεριφορές εκφοβισμού και βίας.

Ακριβώς επειδή στα μικροσχολεία ο αριθμός των μαθητών/τριών είναι μικρός, η συμμετοχή όλων στις σχολικές δραστηριότητες είναι βέβαιη και πολλές φορές αναγκαία για να υλοποιηθούν με επιτυχία. Έτσι, μειώνονται οι πιθανότητες κάποιοι να νιώσουν παραμελημένοι, παραγκωνισμένοι, απομονωμένοι. Μέσα από τις ομαδοσυνεργατικές δραστηριότητες, προωθείται μια κουλτούρα συμμετοχής, ενσυναίσθησης και αλληλοσεβασμού και οι μαθητές/μαθήτριες ενθαρρύνονται να συνεργάζονται για κοινούς στόχους.

Στα μικροσχολεία, οι σχέσεις μεταξύ μαθητών/-τριών, εκπαιδευτικών, διεύθυνσης, γονέων είναι πιο άμεσες. Έτσι αυξάνονται οι πιθανότητες να δημιουργηθεί ένα αίσθημα κοινότητας, όπου όλοι νοιάζονται για όλους. Όλα τα μέλη ταυτίζονται με το σχολείο και είναι πιο φροντιστικά απέναντί σε αυτό και σε ό,τι πρεσβεύει. Στο τέλος, αυτή η συναισθηματική εγγύτητα και η εμπλοκή στην ουσία της μαθησιακής διαδικασίας δίνουν τον χώρο για καινοτόμες εκπαιδευτικές προσεγγίσεις και εφαρμογή νέων εκπαιδευτικών τάσεων. Η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα, άλλωστε, είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη φιλοσοφία των μικροσχολείων. Για να αντλήσουμε και ένα παράδειγμα από την πρόσφατη επικαιρότητα, το περιστατικό με την προβολή του φιλμ «Αγόρια στο ντους», που ξεσήκωσε τόσες αντιδράσεις, δεν θα είχε την ίδια εξέλιξη σε ένα μικροσχολείο.

Επαφή με την τοπική κοινότητα

Τα μικροσχολεία στόχο έχουν να καλλιεργούν ισχυρούς δεσμούς όχι μόνο με τους γονείς, αλλά και με την τοπική κοινότητα. Οι μαθητές/μαθήτριες μπορούν να συνεργάζονται με δημοτικούς οργανισμούς, τοπικές επιχειρήσεις, συλλόγους και φορείς για να τους παρέχονται εμπειρίες βιωματικής μάθησης, ευκαιρίες συμμετοχής στα κοινά και πρακτικής άσκησης των θεωρητικών γνώσεων. Αυτή η σύνδεση με την τοπική κοινότητα διευρύνει τους ορίζοντες των μαθητών/-τριών και τους βοηθά να αναπτύξουν το αίσθημα της κοινωνικής ευθύνης.

Βάζοντας το μικροσχολείο να συνομιλήσει με τη σύγχρονη ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα, δεν συζητάμε για καμιά ρηξικέλευθη πρόταση. Συζητάμε για μια συνθήκη που δυνάμει προσφέρεται στο μαθητικό πληθυσμό αυτής της χώρας, αλλά κινδυνεύει να χαθεί. Αν, για παράδειγμα, διατηρήσουμε τον θεσμό των σχολείων της γειτονιάς στις μεγάλες πόλεις, μένει να διεκδικήσουμε μια πιο εξωστρεφή δράση τους και συμμετοχή των μαθητών /-τριών στην τοπική κοινότητα. Κι αν δεν αντικαταστήσουμε τα μονοθέσια ή ολιγοθέσια σχολεία της επαρχίας με μια ψηφιακή τάξη, με μόνο επιχείρημα την εξοικονόμηση πόρων, μένει να αναγνωρίσουμε την προσφορά των εκπαιδευτικών που λειτουργούν σε αυτά και να τους δώσουμε κίνητρα για να παραμείνουν και να «χτίσουν» το μικροσχολείο που θα μετασχηματιστεί σε πνευματική εστία της κοινότητας.

Η Μαρία Γεράκη είναι εκπαιδευτικός και ραδιοφωνική παραγωγός για θέματα παιδείας. 

Leave a Reply