Με αφορμή τη νέα της έκθεση «Burning Issues – Merimbula», που συμμετέχει στο This is Athens City Festival και φιλοξενείται στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων μέχρι τις 10 Ιουλίου, το Τaλκ συζήτησε με τη διακεκριμένη εικαστικό Δανάη Στράτου για την περιβαλλοντική πρόκληση, την κοινωνική και ατομική ευθύνη και τον ρόλο που μπορεί να παίξει η σύγχρονη τέχνη στην εκπαίδευση.
Δανάη, χαίρομαι πολύ που σε φιλοξενούμε στο Τaλκ. Ίσως να μοιάζει ανορθόδοξη η παρουσία μιας σύγχρονης εικαστικού στις σελίδες μιας εφημερίδας που αφορά τη γονεϊκότητα, αλλά θεωρώ ότι τη νέα σου έκθεση θα ήταν ιδανικό να τη δουν και παιδιά. Και βέβαια οι γονείς τους. Γιατί έχει να κάνει με ένα θέμα που ήδη μας απασχολεί και κάθε μέρα που περνάει θα μας απασχολεί ολοένα και περισσότερο: Την κλιματική αλλαγή. Για την οποία οι νέες γενιές οφείλουν να ενημερωθούν εγκαίρως. Ώστε να αποκτήσουν περιβαλλοντική συνείδηση. Ώστε να δράσουν. «Burning Issues – Merimbula», το όνομα της έκθεσης. Θέλεις να μας πεις λίγα λόγια για το τι σημαίνει, τι ήταν το δάσος Merimbula, πώς την εμπνεύστηκες και πώς τελικά την υλοποίησες;
Το Merimbula είναι, ή μάλλον ήταν, ένα υποτροπικό δάσος στη Νέα Νότια Ουαλία της Αυστραλίας, το οποίο είχα την τύχη να επισκεφθώ το 2009 και το 2010, μαγεμένη από τα χρώματα και τους ήχους του, καθώς εκατομμύρια πουλιά το είχαν κάνει σπίτι τους. Τίποτε από αυτά δεν υπάρχει πια. Tο Merimbula καταστράφηκε ολοσχερώς, μαζί με όλους τους έμβιους κατοίκους του, στις μεγάλες αυστραλιανές πυρκαγιές του 2020. Έτσι, από τη μια μέρα στην άλλη, όλο το οπτικό υλικό που είχα συγκεντρώσει από εκεί έγινε μνημειακό. Υλικό ενός αφόρητου πένθους για μένα προσωπικά, για την Αυστραλία, για τον πλανήτη.Δάσος-φωτιά. Με αυτό το δίπολο «παίζεις». Θεωρείς ότι η τέχνη έχει τόσο ισχυρή δύναμη, ώστε μια βιωματική έκθεση να αφυπνίσει ουσιαστικά τους θεατές της; Ή εν τέλει αν δεν πάθουμε, δεν θα μάθουμε. Μπορεί, με άλλα λόγια, το in vitro να ευαισθητοποιήσει χωρίς απαραίτητα μια in vivo εμπειρία περιβαλλοντικής καταστροφής;
Την in vivo εμπειρία δεν χρειάζεται να την ευχηθούμε σε κανέναν! Αλλά η περιβαλλοντική καταστροφή, ξέρεις, μας περιτυλίγει και μας καταπίνει όλους λίγο λίγο. Κάθε μέρα και περισσότερο: ένας «ακραίος» καύσωνας σήμερα, μια «πρωτοφανής» πλημμύρα αύριο, ένα τοξικό σύννεφο από πυρκαγιές μεθαύριο. Ο ρόλος της τέχνης, από αυτή την άποψη, είναι να συμπυκνώνει: να αφαιρεί το τριγυρινό στρώμα θορύβου, που μας δίνει την πολυτέλεια να νομίζουμε ότι εξακολουθούμε να ζούμε μία κανονικότητα, και να εστιάζει στο καίριο. Ναι, μια βιωματική έκθεση επιδιώκει να περιτυλίξει και να «καταπιεί» τους θεατές της κατά παρόμοιο τρόπο – αλλά για να τους ξαναδώσει την επίγνωση και την ελευθερία τους, όχι για να τους στερήσει.
Νομίζω πως στην Ελλάδα δεν έχουμε περιβαλλοντική συνείδηση, παρά τις ισχυρές φωνές που ακούγονται τα τελευταία χρόνια είτε από επιστήμονες είτε από πολιτικούς είτε από καλλιτέχνες. Ναι μεν κάτι αρχίζει να κινείται, αλλά αισθάνομαι ότι δεν αντιλαμβανόμαστε πως αφορά το σήμερα, το εδώ και τώρα, και ακόμα περισσότερο το άμεσο μέλλον, όπου θα ζήσουν τα παιδιά μας ως ενήλικοι πλέον.
Σε αυτό συγκλίνουν πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες. Από τις κεντρικές πολιτικές επιλογές, που θέλουν τη χώρα μια μεγάλη, ιδιωτικοποιημένη και φτηνή τουριστική και οικοδομική μηχανή, μέχρι τα τοπικά μικροσυμφέροντα, την προσκόλληση στην άμεση απόδοση ή την «άρνηση», ψυχαναλυτικά μιλώντας, του μέσου πολίτη να συνειδητοποιήσει το πραγματικό μέγεθος της περιβαλλοντικής πρόκλησης. Αλλά δεν έχουν όλα αυτά το ίδιο βάρος, δεν μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι. Οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας μού δίνουν την εντύπωση ότι ως προς αυτό έχουν προχωρήσει περισσότερο από τους πολιτικούς και μιντιακούς ταγούς μας.
Κοινωνική ευθύνη. Άμεσα σχετιζόμενη, προφανώς, και με την κλιματική κρίση. Πάλι είμαι απαισιόδοξη. Εσύ; Που μάλιστα ασχολείσαι και με την πολιτική, πώς βλέπεις τον ρόλο του ενήλικου ως πολίτη και όχι ως ατόμου; Και η νέα γενιά; Έχει περιθώριο να δημιουργήσει κοινωνικές/ακτιβιστικές συλλογικότητες, βασισμένες ως επί το πλείστον στις νέες τεχνολογίες;
Ακριβώς λόγω της εμπλοκής μου στην πολιτική, γίνομαι όσο περνά ο καιρός όλο και πιο καχύποπτη απέναντι στις εκκλήσεις για κοινωνική και ατομική ευθύνη. Όχι βέβαια γιατί πιστεύω ότι είναι αδιάφορες οι επιλογές του καθενός μας στην καθημερινή του ζωή – άλλωστε, αυτή την καθημερινότητα στην οποία έχουμε εθιστεί νομίζω ότι σύντομα θα την αποχωριστούμε, θέλοντας και μη. Πιστεύω, ωστόσο, ότι το πιο σημαντικό σε ό,τι αφορά την κλιματική κρίση είναι οι μεγάλες πολιτικές και αναπτυξιακές αποφάσεις, που κατεξοχήν εμπλέκουν τα κράτη και την οικονομική ολιγαρχία. Όσο για τους νέους, με χαρά διαπιστώνω ότι όλο και περισσότερο αναλαμβάνουν πρωτότυπες ακτιβιστικές δράσεις και συλλογικές πρωτοβουλίες. Πρέπει να φροντίσουμε να τους δοθεί περισσότερος χώρος.
Έχεις εικόνα για την περιβαλλοντική εκπαίδευση στα ελληνικά σχολεία; Ποιον ρόλο θα μπορούσε να παίξει η τέχνη, ώστε το «μάθημα» να γίνει πιο ευχάριστο και επομένως πιο αποτελεσματικό και ουσιαστικό;
Με τα λίγα που γνωρίζω, θα πρότεινα το μάθημα να γίνει περισσότερο βιωματικό, διαδραστικό και συνδεδεμένο με όλα τα άλλα γνωστικά αντικείμενα. Περιβαλλοντική εκπαίδευση σε τέσσερις τοίχους μέσα από ένα εγχειρίδιο, είναι κραυγαλέα αντίφαση.
Σκέφτομαι ξανά κάτι που είπα στην αρχή. Ότι μια εικαστικός σύγχρονης τέχνης δύσκολα χωράει στις σελίδες μιας εφημερίδας για γονείς και εκπαιδευτικούς. Όμως, μέσα από τη συζήτησή μας, μάλλον ανακαλώ. Μήπως τελικά η σύγχρονη, η μοντέρνα τέχνη, η συχνά παρεξηγημένη ως δυσνόητη, η χαρακτηρισμένη ακόμα και ως μη-τέχνη, σε αντιδιαστολή με την κλασική, μπορεί να «μιλήσει» καλύτερα στις νέες γενιές και να λειτουργήσει εκπαιδευτικά χωρίς διδακτισμό;
Ξέρεις, αν σε κάτι επέμεινε πολύ η μοντέρνα τέχνη είναι η αμφισβήτηση της διάκρισης του «υψηλού» και του «λαϊκού». Ζούμε σε μια μαζική κοινωνία, όπου η απόλαυση του καλλιτεχνικού προϊόντος δεν είναι προνόμιο των εστεμμένων, του κλήρου και της αριστοκρατίας. «Δυσνόητη» γίνεται η μοντέρνα τέχνη όταν επιμένουμε να την προσεγγίζουμε με τα εργαλεία ενός παλαιού διδακτισμού – και έτσι μας ξεφεύγει διαρκώς. Όμως τα μικρά παιδιά, παρατηρώ καθημερινά, είναι αφοσιωμένοι μοντερνιστές! Ίσως γιατί βρίσκονται πιο κοντά στην αρχέγονη σύνδεση της τέχνης με το παιχνίδι.
Σε προσωπικό επίπεδο πάντα, φροντίζω η τέχνη μου να απευθύνεται σε όλους, σε μικρά παιδιά, εφήβους, ενήλικους, γνώστες και μη…Ήταν πάντα κάτι που το θεωρούσα πολύ σημαντικό, γιατί αν ένα έργο χρειάζεται και ολόκληρο κατεβατό για να το καταλάβεις κάπου δεν έχει επιτύχει από μόνο του να μεταφέρει αυτά που θέλει. Ταυτόχρονα, όμως, φροντίζω να υπάρχουν πολλαπλά επίπεδα «ανάγνωσης/αναγνώρισης» του έργου ώστε να μην αναλώνεται από μια πρώτη ματιά.
Προφανώς τώρα δεν μπορώ να μη ρωτήσω. Πώς σχολιάζεις την απαξίωση των καλλιτεχνικών μαθημάτων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Πιστεύεις ότι είναι σκόπιμη ή απλώς καταδεικνύει τη βαθιά άγνοια των ιθυνόντων;
Η απαξίωση των καλλιτεχνικών μαθημάτων, και άρα των εκπαιδευτικών και των ειδικών σχολείων που τα υπηρετούν, είναι μεγάλη και εντελώς απογοητευτική. Αλλά εντάσσεται οργανικά στο δυστοπικό όραμα που έχουν οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών για το σχολείο: ένα σχολείο-εξεταστική μηχανή, προσανατολισμένο στη χρησιμοθηρία και στον παραγκωνισμό των παιδιών της λαϊκής πλειοψηφίας και των ταλέντων τους.
Μια ερώτηση που θέτω συχνά πλέον και στον εαυτό μου, αλλά και σε άλλες μητέρες… Τα παιδιά σου πλέον είναι ενήλικα. Αν ήσουν σήμερα είκοσι πέντε τριάντα ετών και ήθελες να κάνεις οικογένεια θα το τολμούσες; Προσωπικά, ενώ πριν από δεκαπέντε χρόνια -έμεινα έγκυος ακριβώς πριν σκάσει η μεγάλη οικονομική κρίση του 2008- δεν σκέφτηκα καθόλου «σε τι κόσμο θα έφερνα το παιδί μου», σήμερα πιάνω τον εαυτό μου να λέω πως αν βρισκόμουν σε αυτή τη φάση σήμερα, δεν ξέρω τι θα έκανα: οικονομική κρίση, κοινωνική κρίση, περιβαλλοντική κρίση, ενεργειακή κρίση και δεν ξέρουμε τι άλλο μας ξημερώνει.
Νομίζω ότι κανείς ποτέ δεν απέκτησε παιδί, επειδή οδηγήθηκε σε αυτό από μια λογική απόφαση. Και ναι, ούτε η εποχή που απέκτησα τα δικά μου παιδιά ενέπνεε ιδιαίτερη αισιοδοξία για τον κόσμο που θα τους παραδώσουμε – πόσο μάλλον η τωρινή, εννοείται. Η γέννηση ενός παιδιού απλώς προκύπτει. Προκύπτει τη στιγμή που ωριμάζουν οι συνθήκες για αυτό, πολλές από αυτές εντελώς εσωτερικές και μη εκφράσιμες με επιχειρήματα. Πρόκειται για μια «παράλογη» χειρονομία εμπιστοσύνης προς το μέλλον, ακόμη και αν τα πάντα συνηγορούν περί του αντιθέτου. Και το έργο τέχνης μια ανάλογη ανάγκη το γεννά – δεν είναι ενδιαφέρον που και για αυτό χρησιμοποιούμε το ίδιο ρήμα;
Κλείνω επιστρέφοντας στην έκθεση, με μια ερώτηση που συμπυκνώνει μάλλον τα όσα συζητήσαμε, για όσους θέλουν απλώς μια κινητήριο φράση και όχι ένα τεράστιο κείμενο: Γιατί θα πρότεινες σε μια οικογένεια να έρθει με τα παιδιά της στο «Burning Issues – Merimbula» και πώς θα τους ξεναγούσες;
Η έκθεση έχει μια απλή τριμερή δομή που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ξενάγηση, χρειάζεται να αφιερώσεις λίγο χρόνο μόνο για να το αισθανθείς. Νομίζω δε, όπως προανέφερα, ότι είναι σκόπιμο ο καλλιτέχνης να μην προσθέτει εκ των υστέρων λόγια, άπαξ και έχει μιλήσει με το έργο του. Μια οικογένεια πάντως που θα επισκεφθεί το «Burning Issues – Merimbula» θα ήθελα να ξέρει πως ό,τι κάνω προκύπτει από μια ειλικρινή αναμέτρηση με τα θέματα του κόσμου μας και δεν είναι στείρα διανοητική άσκηση. Πρόκειται για θέματα που καίνε και με καίνε, για να παραπέμψω στον τίτλο της έκθεσης.Δανάη Στράτου, «Burning Issues – Merimbula»
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη – Παρασκευή 11:00 – 19:00 Σάββατο – Κυριακή 10:00 – 15:00, Δευτέρα κλειστά
Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη.
Η είσοδος στον εκθεσιακό χώρο γίνεται σύμφωνα με τα ισχύοντα υγειονομικά πρωτόκολλα.
Η χρήση ιατρικής μάσκας είναι υποχρεωτική κατά την παραμονή του κοινού στον εκθεσιακό χώρο.
Κέντρο Τεχνών Δήμου Αθηναίων:
Βασ. Σοφίας, Πάρκο Ελευθερίας
Πληροφορίες: 210 7232604, στάση Μετρό: Μέγαρο Μουσικής