Ένα σπουδαίο ορόσημο στη ζωή παιδιών και γονέων είναι το νηπιαγωγείο, η πρώτη «επίσημη» των πιτσιρικιών μας στη σχολική ζωή. Το Taλκ συζητάει με τη νηπιαγωγό Έλλη Τσομπανίδη, που εξηγεί, καθοδηγεί, καθησυχάζει… Ας μην ξεχνάμε πως πλέον έχει γίνει υποχρεωτική η φοίτηση και για τα παιδιά που είναι τεσσάρων ετών, τα προνήπια, και πολλοί γονείς αναρωτιούνται πώς συνδυάζονται πλέον τα τμήματα, αλλά και ποιες αλλαγές έχει επιφέρει αυτή η μεταρρύθμιση στον τρόπο δουλειάς των εκπαιδευτικών.
4+5= Μια όμορφη παρέα
«Το ότι το νηπιαγωγείο έγινε υποχρεωτικό για τα τετράχρονα σημαίνει ότι κάθε παιδί αυτής της ηλικίας μπορεί να έχει μια θέση στο δημόσιο νηπιαγωγείο, ενώ πριν από την υποχρεωτικότητα, όταν το τμήμα συμπληρωνόταν από πεντάχρονα, τα τετράχρονα αποκλείονταν και συνήθως έβρισκαν θέση σε δημοτικούς παιδικούς σταθμούς, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν θέσεις εκεί για τα ακόμα μικρότερα παιδιά. Οπότε αυτό που ουσιαστικά άλλαξε είναι ότι ο γονέας που θέλει το παιδί του να πάει σχολείο στα τέσσερά του χρόνια, θα το πάει στο νηπιαγωγείο και όχι στον παιδικό σταθμό», εξηγεί η κ. Τσομπανίδη. Με άλλα λόγια, τα τμήματα στα δημόσια νηπιαγωγεία ήταν –θεωρητικά– πάντοτε μεικτά με αυτές τις ηλικιακές ομάδες, αλλά τώρα είναι πιο εύκολο να συνδυαστούν οι δραστηριότητες ανάμεσά τους, καθώς υπάρχει περίπου ίδιος αριθμός τετράχρονων και πεντάχρονων σε μια τάξη και έτσι οι νηπιαγωγοί μπορούν να «μπερδεύουν» τα παιδιά μεταξύ τους στις δραστηριότητες και τα μεγαλύτερα να λειτουργούν ως «σκάλα» για τα μικρότερα. «Σε κάθε δραστηριότητα, υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με την ηλικία ή και κάποια άλλη ανάγκη κάποιου παιδιού. Στο νηπιαγωγείο ακολουθούμε τους ρυθμούς μάθησης της ομάδας, δεν επιβάλλουμε κάποιον συγκεκριμένο τρόπο διδασκαλίας. Με άλλα λόγια, το νηπιαγωγείο (οι άνθρωποί του αλλά και ο χώρος) μπορεί να αλλάζει για να ταιριάξει σε κάθε παιδί!» τονίζει.
Σε κάθε τάξη, λοιπόν, συνυπάρχουν παιδιά με πολλούς μήνες διαφορά, μπορεί και με σχεδόν δύο χρόνια. Στις ηλικίες αυτές οι αναπτυξιακές διαφορές είναι τεράστιες. Πώς (θα έπρεπε να) τις αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί; «Προσαρμόζοντας τις δραστηριότητες όχι μόνο σύμφωνα με την ηλικία, αλλά κυρίως σύμφωνα με τις εκπαιδευτικές ανάγκες κάθε παιδιού», απαντά η κ. Τσομπανίδη. «Στο νηπιαγωγείο δεν έχουμε συγκεκριμένη ύλη να καλύψουμε. Ακολουθούμε τις εκπαιδευτικές ανάγκες της κάθε ομάδας και προσαρμόζουμε το μάθημα ανάλογα. Ακόμα και για το ίδιο θέμα, μπορούμε να βρούμε ποικίλους τρόπους παρουσίασης, ώστε να γίνει αντιληπτό από όλους. Μπορούμε να μιλήσουμε για τη μόλυνση του περιβάλλοντος δείχνοντας υλικό από βιβλία γνώσεων, μπορούμε να παίξουμε και κουκλοθέατρο, όπου τα ζώα εξηγούν. Ακόμα, εργαζόμαστε με μεικτές ηλικιακές ομάδες. Με τον τρόπο αυτό, τα μικρότερα παιδιά επωφελούνται, καθώς μαθαίνουν από τα μεγαλύτερα με τρόπο πρακτικό και όχι επειδή ο/η νηπιαγωγός τους λέει κάτι. Θα ήθελα να γίνει σαφές ότι δεν υπάρχει κανένα παιδί που να μην μπορεί να κάνει κάτι∙ υπάρχουν παιδιά που δεν μπορούν να κάνουν κάτι ακόμα! Είμαστε εκεί για να τα υποστηρίξουμε να κατακτήσουν όσα περισσότερα μπορούν, το καθένα με τους ρυθμούς του».
Σχολείο ή παιχνίδι;
Λίγο πολύ, οι γονείς θεωρούν την προσχολική εκπαίδευση ως παιχνίδι. Με τη διπλή εμπειρία μου ως μαμάς νηπίων, προφανώς δεν διαφωνώ ότι είναι παιχνίδι, μα είναι και πολλά ακόμα. Ποια είναι αυτά; «Στην πρώτη σχολική αίθουσα, σταδιακά κατακτώ να συνυπάρχω, να φροντίζω τον εαυτό μου και τον χώρο μου, να νιώθω ότι έχω όρεξη να μάθω και να ανακαλύψω. Καταλαβαίνω, ακόμα, ότι το σχολείο έχει να μου προσφέρει όμορφες στιγμές. Μέσα από όλα αυτά, αρχίζουν να χτίζονται οι γνώσεις! Γνώσεις που εξηγούν τον κόσμο που περιβάλλει τα παιδιά, έτσι ώστε να νιώθουν ασφάλεια. Γνώσεις που μας κάνουν να συμβιώνουμε αρμονικά με τους γύρω μας. Η διάθεσή τους κάνει την περισσότερη δουλειά, γιατί όλα τα παιδιά θέλουν να μάθουν. Και όλα αυτά ξεκινάνε από το παιχνίδι!» υπογραμμίζει η κ. Τσομπανίδη και υπενθυμίζει πως στο νηπιαγωγείο ο γνωστικός τομέας ακολουθεί τον συναισθηματικό και τον κοινωνικό. «Αυτό σημαίνει ότι αρχικά φροντίζουμε ώστε το παιδί να μάθει να αναγνωρίζει και να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του, να νιώθει άνετα και να συνεργάζεται με συνομηλίκους και ενήλικους, δεξιότητες απαραίτητες για τη ζωή του μέσα και έξω από το σχολείο».
Γράφω και διαβάζω ή όχι ακόμα;
Το ζήτημα της προγραφής και της προανάγνωσης επίσης απασχολεί τους γονείς. Συστήνεται να μάθουν τα παιδιά να γράφουν και να διαβάζουν πριν από το δημοτικό; Πολλά ιδιωτικά εκπαιδευτήρια το διαφημίζουν ως «τυράκι». Μα και πολλά δημόσια σχολεία βάζουν τα παιδιά στη διαδικασία αυτή, συχνά υπό την «πίεση» των γονέων. Και βέβαια υπάρχουν γονείς που υιοθετούν τον ρόλο του δασκάλου, προσπαθώντας να διδάξουν οι ίδιοι στα νήπιά τους να γράφουν και να διαβάζουν. Τι έχει να πει η νηπιαγωγός μας για αυτό; «Μεγάλη ιστορία και ακόμα μεγαλύτερη συζήτηση! Σε γενικές γραμμές, η γνώμη μου είναι να ακούμε τα παιδιά. Έχω γνωρίσει πολλά νηπιαγωγάκια που ήθελαν να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν, έχω γνωρίσει ακόμα περισσότερους γονείς που ήθελαν τα παιδιά τους να μη φύγουν “αγράμματα” από το νηπιαγωγείο. Τα παιδιά τα άκουσα και προσπάθησα να τους δώσω τα κατάλληλα ερεθίσματα. Τους γονείς όχι. Ας μην ξεχνάμε ότι το νηπιαγωγείο δίνει άφθονες ευκαιρίες για λειτουργική μάθηση. Προγραφή και προανάγνωση μπορεί να γίνει και όταν, διαβάζοντας ένα παραμύθι, δείχνω τη λέξη, ζητάω από το παιδί να ακολουθήσει με το βλέμμα του την κίνηση και να σχηματίσει με δάχτυλό του στον αέρα το γράμμα που δείχνω. Ταυτόχρονα, δουλεύουμε τη συγκέντρωση, τη μνήμη, τον οπτικό συντονισμό, τον μυϊκό συντονισμό και την αντίληψη του χώρου, ξεπερνώντας τη στείρα εκμάθηση του αλφάβητου. Στο νηπιαγωγείο χρησιμοποιήσουμε χαρτί και μολύβι, αλλά δεν μας είναι απαραίτητα για να μάθουμε! Μαθαίνουμε με πολλούς τρόπους, κάτι που συμβαίνει ελάχιστα ως και καθόλου στις επόμενες βαθμίδες, όπου το παιδί είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει ό,τι ορίζει η ύλη της τάξης. Όσο για το σπίτι; Αγαπημένοι μου γονείς, αν θέλετε την άποψή μου, κάντε με τα παιδιά σας κάτι διασκεδαστικό για όλους, πράγματα που θα σας κάνουν να περνάτε καλά μαζί και αργότερα, όταν θα τα θυμάστε, θα χαμογελάτε!»
Μαθησιακές δυσκολίες και προσχολική εκπαίδευση
Υπάρχουν παιδιά στα οποία οι νηπιαγωγοί εντόπισαν μαθησιακές δυσκολίες και η πρώιμη παρέμβαση τα βοήθησε. Υπάρχουν, όμως, και παιδιά με τρομοκρατημένους από τους/τις νηπιαγωγούς γονείς που έσπευσαν σε κάποιον ειδικό, για να τους καθησυχάσει πως δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, κατά πόσο είναι δυνατός ο εντοπισμός των μαθησιακών δυσκολιών από την προσχολική ηλικία και σε ποιες περιπτώσεις οι νηπιαγωγοί παραπέμπουν σε ειδικό για εκτίμηση ή/και τεστ σχολικής ετοιμότητας. «Οι μαθησιακές δυσκολίες εμφανίζονται με μια μεγάλη ομπρέλα συμπτωμάτων. Κάποια γίνονται εμφανή στην προσχολική εκπαίδευση, κάποια άλλα όχι», εξηγεί η κ. Τσομπανίδη. «Επίσης, στο νηπιαγωγείο, πριν μιλήσουμε για μαθησιακές δυσκολίες, θέλουμε να είμαστε σίγουροι ότι είναι φροντισμένες όλες οι συναισθηματικές και κοινωνικές ανάγκες του παιδιού, αφού τυχόν δυσκολίες σε αυτούς τους τομείς μπορεί να δημιουργήσουν λανθασμένες εντυπώσεις. Για παράδειγμα, ένα παιδί που είναι συνεσταλμένο και δεν απαντά σε ερωτήσεις, είναι πιθανότερο να φοβάται να μην εκτεθεί με την απάντηση που θα δώσει παρά να μην τη γνωρίζει», υπογραμμίζει. «Όμως, όταν παρατηρούμε μια δυσκολία, τότε δεν έχουμε λόγο να περιμένουμε να μεγαλώσει το παιδί και μαζί και η δυσκολία του, για να ασχοληθούμε με αυτήν. Όσο πιο γρήγορα λάβει το παιδί τη βοήθεια που χρειάζεται, τόσο καλύτερα για εκείνο. Τέλος, τεστ σχολικής ετοιμότητας μπορούν να κάνουν όλα τα παιδιά, είτε για να ανιχνευθεί κάποια δυσκολία, είτε για να αποκλειστεί. Όμως, σε τόσο μικρές ηλικίες οι ρυθμοί ανάπτυξης μπορεί να εμφανίσουν την ανάγκη επανάληψής του αργότερα, μετά την εισαγωγή στο δημοτικό. Κατά τη γνώμη μου, πάντως, τα θέματα συμπεριφοράς είναι σαφέστερη ένδειξη από τα γνωστικά ελλείμματα για να κάνει ένα παιδί τεστ σχολικής ετοιμότητας».
Και οι γονείς;
Ο γονιός που στέλνει το μικρό παιδί του σε ένα καινούργιο σχολείο κινείται σε αχαρτογράφητα νερά. Επομένως, είναι πιθανόν η συμπεριφορά και η στάση του απέναντι στους εκπαιδευτικούς να μην είναι και τόσο ορθή, δημιουργώντας, άθελά του, προβλήματα. Τι συμβουλές έχει να δώσει σε μπαμπάδες και μαμάδες η Έλλη Τσομπανίδη; «Οι νηπιαγωγοί αγαπάμε τους γονείς όσο και τα παιδιά! Για έναν χρόνο θα είμαστε ένα σύστημα που θέλουμε να λειτουργεί καλά, για να είναι καλά τα παιδιά μας. Πράγματι, υπάρχουν γονείς που έρχονται στο νηπιαγωγείο φοβισμένοι ή με έλλειψη εμπιστοσύνης ή με τη νοοτροπία ότι το νηπιαγωγείο είναι φύλαξη για όσο διάστημα εκείνοι βρίσκονται στη δουλειά. Όμως το νηπιαγωγείο είναι σχολείο και λειτουργεί με συγκεκριμένους κανόνες, που όλοι οφείλουμε να ακολουθούμε. Δεν είναι ο ρόλος μου να προτείνω στους γονείς πώς να συμπεριφερθούν… Θα ήθελα, όμως, να τους χαμογελάσω και με όλη μου την αγάπη να τους πω να εμπιστευθούν το παιδί τους που μεγάλωσε και πλέον μπορεί να ακολουθεί τους σχολικούς κανόνες. Οι νηπιαγωγοί συναισθανόμαστε την ευθύνη πως έχουμε στα χέρια μας τα πιο σημαντικά πλάσματα της ζωής τους. Ας εμπιστευθούμε ο ένας τον άλλον και ας έχουμε καλή διάθεση και κατανόηση ότι η κάθε πλευρά κάνει το καλύτερο που μπορεί!»
Τα προβλήματα
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι οι νηπιαγωγοί, ιδιαίτερα στα δημόσια σχολεία, έχουν να αντιμετωπίσουν αρκετά πρακτικά προβλήματα. Ρωτώ, λοιπόν, την κ. Τσομπανίδη τι θα έπρεπε να αλλάξει σταδιακά –γιατί όχι και ριζικά– και να βελτιωθεί/εκσυγχρονιστεί. «Τα περισσότερα προβλήματα προκύπτουν από τον τρόπο που η κεντρική εξουσία αντιμετωπίζει τον θεσμό του νηπιαγωγείου. Οι νηπιαγωγοί έχουμε να αντιμετωπίσουμε ζητήματα και ευθύνες που δεν είναι δικά μας, ελλείψεις σε υλικά, προβλήματα στα κτίρια και στις αυλές, ελλείψεις στη στελέχωση των σχολείων. Επίσης, κάτι που σίγουρα πρέπει να αλλάξει είναι ο αριθμός των παιδιών ανά νηπιαγωγό. Νομίζω ότι όλοι μπορούν να καταλάβουν ότι είκοσι πέντε νήπια σε μια αίθουσα είναι πολλά για έναν/μία νηπιαγωγό, που παραμένει άνθρωπος! Σχετικά με τον εκσυγχρονισμό, εμπιστεύομαι την όρεξη των συναδέλφων που δίνουν δυναμικά το παρών σε προγράμματα επιμορφώσεων. Εάν αυτό συνεχιστεί, ενισχυθεί και γενικευθεί σε περισσότερους/ες συναδέλφους, τότε το νηπιαγωγείο θα βελτιώνεται διαρκώς. Ιδιαίτερα σημαντικό επίσης είναι, το ανέφερα και πριν, να νιώσουν οι γονείς ότι το νηπιαγωγείο έχει αξία. Είναι υποτιμητικό να θεωρείται φύλαξη. Κάτι τέτοιο σαμποτάρει την άποψη του παιδιού για το σχολείο, αφού νιώθει ότι κάνει κάτι απλώς και μόνο επειδή εκείνη την ώρα δεν μπορεί να είναι με τους γονείς του».
Άλλη μια χρονιά με κορονοϊό
Είμαστε για άλλη μια χρονιά μπροστά σε ένα μέλλον αβέβαιο. Το μόνο σίγουρο είναι πως και πάλι δάσκαλοι και μικρά θα πρέπει να φορούν μάσκες και να τηρούν αποστάσεις. Ίσως δε κάποια στιγμή, αν και το απευχόμαστε όλοι, χρειαστεί να επιστρέψουμε στην τηλεκπαίδευση. Ρωτώ, λοιπόν, την κ. Τσομπανίδη πώς αντιμετώπισε το ελληνικό νηπιαγωγείο την πρόκληση του κορονοϊού. Θα μπορούσε η τηλεκπαίδευση να τους προσφέρει πράγματα στα νήπια; Πέραν όλων των αρνητικών, που γνωρίζουμε ή φανταζόμαστε, βγήκε ή θα βγει κάτι θετικό από αυτή την ιστορία; «Είμαστε ακόμα μέσα σε μια κρίση που οδήγησε τους ανθρώπους σε ολόκληρο τον πλανήτη να προσαρμοστούν ξαφνικά σε νέα δεδομένα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση, η προσαρμογή. Όμως, οι άνθρωποι έχουμε αποδείξει ότι καταφέρνουμε να προσαρμοζόμαστε και τούτο θα φέρει την εξέλιξη και τις καλύτερες μέρες! Θα προσπαθήσουμε να τηρήσουμε τα μέτρα (αν και εύκολα καταλαβαίνει κάποιος πόσο δύσκολο είναι αυτό με τόσο μικρά παιδιά) και να ακολουθήσουμε τις οδηγίες των ειδικών, όπως, άλλωστε, κάνουμε και εκτός νηπιαγωγείου», υπογραμμίζει η κ. Τσομπανίδη και συμπληρώνει πως αν χρειαστεί τηλεκπαίδευση, οι νηπιαγωγοί έχουν πλέον ως εφόδιο την εμπειρία της προηγούμενης χρονιάς. «Σίγουρα δεν είναι το καλύτερο και όλοι βιώσαμε τα αρνητικά της, όμως ναι, έχει και θετικά. Με τα παιδιά που κάναμε τηλεκπαίδευση πέρυσι γίναμε οικογένεια! Γνώρισαν το σπίτι μου, εγώ το δικό τους, είχαν τη χαρά να δείξουν το δωμάτιό τους και τα παιχνίδια τους στους συμμαθητές τους, οι γονείς είδαν (και νομίζω εκτίμησαν) τη δουλειά μας και τα παιδιά ένιωθαν πολύ όμορφα που μοιράζονταν το σχολείο με την οικογένειά τους. Κάναμε πιτζάμα πάρτι με ζεστή σοκολάτα όταν χιόνισε, είδαμε τις γλάστρες στα μπαλκόνια μας να ανθίζουν, βάψαμε όλοι μαζί τα πασχαλινά αβγά. Φέραμε το σχολείο στο σπίτι και αυτό ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαμε να κάνουμε τη δεδομένη χρονική στιγμή. Επιπλέον, το μάθημα έγινε πιο ευέλικτο, αφού αν χρειαζόταν κάποια προσαρμογή οι νηπιαγωγοί είχαμε άμεση πρόσβαση σε περισσότερο υλικό. Πολλές φορές μού είχε τύχει να με ρωτήσει κάτι κάποιο παιδί στο σχολείο και να του πω: “Θα φέρω αύριο το βιβλίο που εξηγεί αυτό που με ρωτάς”. Η τηλεκπαίδευση μου έδωσε τη δυνατότητα να μπορώ να του πω “έλα να βρούμε μαζί το βιβλίο στο ράφι της βιβλιοθήκης μου ή να ανοίξουμε μαζί τη Wikipedia”. Το καλύτερο είναι να είμαστε στα σχολεία μας, αλλά σε μια κατάσταση κρίσης ας κάνουμε το καλύτερο που οι συνθήκες μας επιτρέπουν!»