ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΟΥΚ ΕΝ ΤΩ ΠΟΛΛΩ ΤΩ ΕΥ

Ξεκίνησαν τα σχολεία και μαζί τους η χαρά και η αγωνία μαθητών, γονιών και δασκάλων. Το σχολείο είναι ένας χώρος πολύ σημαντικός για όλους, ένας χώρος που πρέπει να είναι σεβαστός αλλά και να σέβεται, ένας χώρος κοινωνικοποίησης που μπορεί να λειτουργεί και ως πυρήνας αλληλεγγύης. Στον χώρο του σχολείου μια οικογένεια ή ένας μαθητής μπορεί να νιώθουν ότι ανήκουν κι αυτό είναι ευτυχές, μπορεί όμως να νιώθουν παράταιροι ή και ανεπαρκείς.

Νιώθω μεγάλο σεβασμό απέναντι στον ρόλο του δασκάλου, απέναντι στον θεσμό του σχολείου κι αν κάπου μπορούμε να βασίζουμε τις ελπίδες μας θα είναι πάντα αυτός ο θεσμός. Όμως, είναι κάποιες λεπτομέρειες στον τρόπο λειτουργίας των σημερινών δημοτικών σχολείων που με προβληματίζουν ιδιαίτερα. Να ξεκαθαρίσω πως δεν θεωρώ υπεύθυνους τους εκπαιδευτικούς και κατανοώ τη δυσκολία τους, γιατί υποχρεούνται να ακολουθήσουν συγκεκριμένη ύλη και ταυτόχρονα να ανταποκριθούν στις ξεχωριστές ανάγκες τόσων παιδιών. Είναι τέχνη το να είσαι δάσκαλος.

Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι ο βασικός στόχος του σχολείου είναι να κάνει το παιδί υπεύθυνο και απαλλαγμένο από την εξάρτηση που έχει από τους γονείς του, κυρίως από τη μητέρα του, έτσι ώστε να μπορέσει να προχωρήσει ως πολίτης στην κοινωνία, όταν ενηλικιωθεί. Αυτό λοιπόν που κυρίως με προβληματίζει είναι η πληθώρα σε οτιδήποτε σχετίζεται με τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, πληθώρα βιβλίων, τετραδίων, φυλλαδίων, ασκήσεων, υλικών. Είναι αδύνατο ένα παιδί έξι ή επτά ετών να μπορεί να διαχειριστεί όλα αυτά που του ζητούνται. Μια μαμά πρέπει να είναι δίπλα, να δίνει οδηγίες, να βοηθά, να συντονίζεται. Αυτό από τη μία κάνει τα παιδιά να συνεχίζουν να εξαρτώνται από τη μαμά τους ή τον όποιο κηδεμόνα ασχολείται με τα μαθήματα, σε έναν χώρο στον οποίο ο γονέας ή ο κηδεμόνας δεν ανήκουν. Το μήνυμα είναι «πάντα χρειάζεσαι κάποιον».

Οι γονείς μερικές φορές εμπλέκονται υπερβολικά ή άλλες φορές απελπίζονται, γιατί ναι, έχουν τελειώσει το σχολείο, διάβασαν για πολλά χρόνια, σπούδασαν, δουλεύουν και κουράζονται με τις ενήλικες υποχρεώσεις τους. Στην εποχή μας τα ωράρια εργασίας είναι πολλές φορές εξαντλητικά. Γιατί πρέπει να νιώθουν ξανά σαν μαθητές; Επίσης, ένα παιδί δεν θα διαβάσει ποτέ με τη μαμά του όπως με έναν δάσκαλο. Η σχέση τους έτσι χαλάει πολλές φορές, υπάρχουν καβγάδες, κλάματα, παράπονα, ενοχές. Η μαμά δεν μπορεί να είναι δασκάλα και το παιδί ποτέ δεν θα τη δει έτσι κι ωστόσο στη σημερινή κοινωνία είναι αυτονόητο ότι θα είσαι δασκάλα του παιδιού σου ή θα δίνεις τον μισό σου μισθό σε ιδιαίτερα από την πρώτη δημοτικού.

Το δεύτερο που σκέφτομαι είναι το πώς νιώθουν τα παιδιά σε όλη αυτήν την πληθώρα. Πολλές φορές μιλάμε για τα παιδιά, τα συμβουλεύουμε, βγάζουμε συμπεράσματα και τα επιπλήττουμε, μα δεν μπαίνουμε στη θέση τους. Δεν βλέπουμε τον κόσμο από τα δικά τους μάτια και γι’ αυτό αποτυγχάνουμε στο να τα κατανοήσουμε. Έχω την αίσθηση λοιπόν πως τα παιδιά νιώθουν ανήμπορα. Δεν μπορούν να κουβαλήσουν την τσάντα τους και πολλές φορές οι ορθοπεδικοί λένε πως δεν πρέπει να το κάνουν, γιατί αυτό μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στη μέση και την πλάτη τους. Δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τα βιβλία ή τα τετράδια τους και λίγες φορές μπορούν να καταφέρνουν πράγματα τελείως μόνα τους. Αυτό είναι μια πολύ κακή αρχή. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από τη χαρά που νιώθουμε, όταν καταφέρνουμε κάτι με τις δικές μας δυνάμεις.

Επίσης, η ύλη στα βιβλία είναι εντελώς χαοτική, όπως είναι και ο κόσμος που μας περιβάλλει. Τα παιδιά διδάσκονται όλο και δυσκολότερη ύλη στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, οι απαιτήσεις αυξάνονται και δεν κατανοεί κανείς για ποιον λόγο.  Ταυτόχρονα, οι δάσκαλοι είναι όλο και πιο απογοητευμένοι. Τα σημερινά παιδιά δυσκολεύονται να ακολουθήσουν βασικές οδηγίες, να συγκεντρωθούν και είναι πολύ συχνά αδιάφορα για τα μαθήματα. Στα περισσότερα παιδιά δεν αρέσει το σχολείο, ενώ θα έπρεπε να το λατρεύουν γιατί είναι στη φύση των παιδιών η αγάπη για τη μάθηση.

Κι ας μην ξεχνάμε πως λόγω της πανδημίας τα παιδιά θα παρουσιάζουν ελλείψεις. Το να προχωρήσουμε σαν να μην έγινε τίποτα θα είναι καταστροφικό. Πρέπει να  ληφθούν υπόψη οι ψυχικές και μαθησιακές δυσκολίες των παιδιών που έμειναν κλεισμένα για μεγάλο χρονικό διάστημα σε σπίτια με αγχωμένους γονείς, που άκουγαν διαρκώς για θανάτους, αρρώστια, νοσοκομεία, που δεν κοινωνικοποιήθηκαν όπως θα ήταν αναμενόμενο. Ειδικά τα πολύ μικρά παιδιά, που δεν είχαν λόγο και δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τι συνέβαινε, απέκτησαν μια άποψη για τον κόσμο πολύ διαφορετική, πολύ πιο φοβική, πολύ πιο μοναχική.

«Ουκ εν τω πολλώ τω ευ», η ποσότητα δεν είναι πάντα το καλύτερο. Τα παιδιά πρέπει να αγαπήσουν το σχολείο, να πάρουν από αυτό γνώση και χαρά. Μέσα σε αυτό το χάος που ζούμε, μέσα στις αμέτρητες πληροφορίες, το άγχος, μέσα στις επιλογές που μας φέρνουν πανικό, το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να γίνει πιο απλό, πιο κατανοητό, πιο ουσιώδες για να βρουν εκείνα μέσα σε αυτό τις δυνάμεις τους.

Η Κατερίνα Τζωρτζακάκη είναι ψυχολόγος και συγγραφέας.

Leave a Reply