ΛΟΡΔΟΣ ΒΥΡΩΝ ΚΑΙ ΕΛΓΙΝ: ΜΙΑ ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Λόρδος Βύρων και ΈλγινΜε την Ελένη Σβορώνου και το βιβλίο της Λόρδος Βύρων και Έλγιν ξεκίνησε η σειρά των Εκδόσεων Καλέντης «Μικρές ιστορίες για Μεγάλα γεγονότα». Η εκδοτική αυτή ενότητα είναι στραμμένη στους νεαρούς αναγνώστες και φιλοξενεί κείμενα με λογοτεχνική αφήγηση. Η «εστία» τους είναι ένα πραγματικό γεγονός, ένα μικρό ίσως επεισόδιο, κάποια πτυχή της Ιστορίας, που οδηγεί στη μεγαλύτερη εικόνα της εποχής, των ιστορικών προσώπων και των πράξεών τους. Η συγγραφέας μιλάει στο Τaλκ για την ιδέα και την υλοποίησή της, τον Λόρδο Βύρωνα, τον Φιλελληνισμό και τα Ελγίνεια Μάρμαρα.

Καλησπέρα, Ελένη, για άλλη μια συζήτηση σχετική με πρόσφατη δουλειά σου. Σήμερα θα μιλήσουμε για το βιβλίο του «Λόρδος Βύρων και Έλγιν», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Καλέντης, εικονογραφημένο από τον Φίλιππο Φωτιάδη. Κλισέ, μα θα ρωτήσω. Πώς είχες την έμπνευση για τη νουβέλα αυτή;

Τα χρειαζόμαστε και τα κλισέ, Πελιώ! Αλλιώς θα μέναμε χωρίς τίποτα για να ανατρέψουμε! Το βιβλίο προέκυψε από μια διαβολική σύμπτωση. Πέρυσι τέτοια εποχή, όταν ξεκινούσε η καραντίνα, έτυχε να πέσω πάνω στην καραντίνα του Λόρδου Βύρωνα! Δεν θυμάμαι τι έψαχνα στο διαδίκτυο, προφανώς κάτι για τα Ελγίνεια ή για το 1821, και βρήκα ένα παλιό βιβλίο που ανέφερε το περιστατικό. Ο ποιητής, 23 χρονών τότε, επέστρεφε από το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα (και Τουρκία). Ολοκλήρωνε το περίφημο «grand tour» που έκαναν οι νεαροί γόνοι των αριστοκρατικών οικογενειών της Ευρώπης. Ήταν ένα είδος ταξιδιού ενηλικίωσης αλλά και γνωριμίας με την αρχαιότητα, τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό αλλά και τον πολιτισμό της Αιγύπτου και της Εγγύς Ανατολής.

Πρώτος σταθμός, μετά τον απόπλου από τον Πειραιά, θα ήταν η Μάλτα, ναυτική βάση της Βρετανίας τότε. Το πλοίο αναγκάστηκε να μείνει σε καραντίνα για το φόβο των μεταδοτικών ασθενειών. Συνήθης πρακτική τότε. Ο συγγραφέας περιγράφει τη δυσφορία του ποιητή. Αντίστοιχη με αυτή που είχαμε αρχίσει να αισθανόμαστε κι εμείς. Αλλά η πραγματικά διαβολική σύμπτωση ήταν άλλη. Στο αμπάρι του πλοίου κάποια κιβώτια περιείχαν κάτι που θα έκανε τον Βύρωνα να εκραγεί: μάρμαρα από την Ακρόπολη, αλλά και από άλλους αρχαιολογικούς χώρους. Ο Βύρων είχε επισκεφθεί την Ακρόπολη και είχε φρίξει με την αρπαγή των μαρμάρων από τον Έλγιν. Είχε ήδη πει το περίφημο «Ό,τι δεν έκαναν οι Γότθοι, το έκαναν οι Σκώτοι (Σκωτσέζοι)». Ο Βύρων θα γινόταν σύντομα ο πρώτος διεκδικητής της επιστροφής των Ελγινείων (οι λέξεις είναι προφανώς αναχρονισμός), αφού τοποθετήθηκε δημόσια κατά της πράξης του Έλγιν. Δεν έμαθε όπως ποτέ ότι συνταξίδευε με το τελευταίο φορτίο του Έλγιν. Ε, όλο αυτό φώναζε «γράψε την ιστορία»! Βεβαίως είχαμε ήδη ξεκινήσει μια συζήτηση με τις εκδόσεις Καλέντης για την πιθανότητα ενός βιβλίου που θα είχε μια κάποια συνάφεια με την Επανάσταση. Όχι όμως «ένα βιβλίο για το 1821».

Το βιβλίο, λοιπόν, γράφτηκε και εγκαινίασε τη σειρά «Μικρές ιστορίες για Μεγάλα γεγονότα», και επιχειρεί μια λογοτεχνική προσέγγιση της ιστορίας. Συνδύασες, λοιπόν, ένα γεγονός με μυθοπλασία. Είχες το γεγονός. Ποιο μυθικό πρόσωπο παρενέβη τότε ως αφηγητής στο κείμενό σου;

Το περιστατικό ήταν πράγματι δοσμένο. Πώς θα το αφηγούμην όμως; Πώς θα έστηνα το σκηνικό; Πρωταγωνιστές ήταν οι δυο λόρδοι. Μια ενδιαφέρουσα αναλογία υπάρχει εδώ. Δυο Βρετανοί (Σκωτσέζικης καταγωγής και οι δυο), με τον ίδιο τίτλο του λόρδου, αλλά εντελώς αντίθετοι ως προς το ήθος, την ευγένεια ψυχής, την κοσμοαντίληψη. Η αντίστιξη των δυο χαρακτήρων πρόβαλλε ως μονόδρομος. Μελέτησα πάλι τα Ελγίνεια Μάρμαρα και εκεί πρόβαλλε ανάγλυφη στο μάρμαρο, δια χειρός Φειδία, μια άλλη ωραία αντίστιξη. Στη Μάχη των Λαπίθων εναντίον των Κενταύρων, που εικονίζει ένα μέρος από τις μετόπες του Παρθενώνα, αναπαρίσταται, στην ουσία, η μάχη ανάμεσα στον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα. Οι Κένταυροι, ως υβριδικά όντα, μισοί άλογα, μισοί άνθρωποι, συμβολίζουν τα άγρια ένστικτα του ανθρώπου, το απολίτιστο, το απαίδευτο, ό,τι δεν έχει περάσει από τη βάσανο, από το παίδεμα της Παιδείας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Λαπίθες (μυθικά πρόσωπα που αργότερα ταυτίστηκαν, από τους ποιητές, με έναν λαό της Θεσσαλίας) είχαν κοινή καταγωγή με τους Κενταύρους. Εκείνοι όμως εξελίχθηκαν σε ολοκληρωμένα ανθρώπινα όντα. Ο Φειδίας λοιπόν στις μετόπες της νότιας πλευράς του Παρθενώνα, σμιλεύει αυτή τη μάχη και αποφεύγει να αποδώσει την έκβασή της. Δεν μας λέει ποιος είναι ο νικητής. Γιατί η μάχη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, στις δυο πλευρές της ανθρώπινης φύσης, είναι αιώνια. Ο Βύρων-Λαπίθης και ο Έλγιν-Κένταυρος λοιπόν! Το σχήμα χιαστί πρόβαλλε πάλι ξεκάθαρο. Στο βάθος και ένα άλλο δίπολο: Έλληνες-Οθωμανοί στις παραμονές του Αγώνα. Την αφήγηση ανέλαβε, έτσι, ένας Λαπίθης.
Μαζί ήρθε και η «παραχάραξη της Ιστορίας»! Τοποθέτησα τις κλεμμένες μετόπες του Έλγιν στο κιβώτιο, στο αμπάρι του «Ύδρα». Είχαν ήδη όμως φτάσει στο Λονδίνο αυτές. Το ψέμα αυτό, που με βόλευε για την αφηγηματική τεχνική που επέλεξα, όμως το εξηγώ στον πρόλογο του βιβλίου.

Δυο Βρετανοί λόρδοι, ένας αυθεντικός, σπουδαίος ποιητής κι ένας κάλπικος, κοινός κλέφτης. Πέραν της άμεσης αντιπαραβολής του Καλού και του Κακού, μέσα από τους δυο ήρωές σου, κάνεις και άλλες αναφορές στις δυο έννοιες αυτές. Ποιες είναι αυτές και τι θέλεις να πεις στον αναγνώστη σου;

Ναι, ναι σωστά το ανίχνευσες, Πελιώ. Θέλω να θυμίσω ότι η πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό εντός μας δεν σταματά ποτέ. Η αντίληψη ότι ο άνθρωπος γεννιέται καλός και με τον πολιτισμό «χαλάει», εκπίπτει ηθικά, παλαιά αντίληψη που εδράζεται στην ιδέα της «καλής φύσης» και του «κακού ανθρώπινου πολιτισμού», υφέρπει ακόμη. Ακούω συχνά τους μαθητές μας στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής να αντιδρούν στους κακούς των παραμυθιών. Γιατί να υπάρχει το κακό στα παραμύθια; Να το εξοβελίσουμε, να μην πληγώνουμε την αγνή παιδική ψυχή, λένε! Μα δεν υπάρχει αγνή παιδική ψυχή! Αφήστε ένα παιδί χωρίς εκπαίδευση και θα δείτε τι θα κάνει με την αγνή ψυχή του. Τα παιδιά, ο άνθρωπος δηλαδή, είναι τρυφερός και αγγελικός, ναι, αλλά και εγωιστής, ένας γλυκύτατος φαταούλας! Τα απολύτως φυσικά ένστικτα της κυριαρχίας και της κτητικότητας απέναντι σε ό,τι και όποιον αγαπάμε, προκαλούν άγχος και στο παιδί που δεν μπορεί να τα διαχειριστεί. Μπορεί να αισθάνεται και τύψεις που θέλει τη μαμά όλη δική του. Που θέλει να φύγει από το κάδρο ο μπαμπάς και το αδερφάκι! Το παραμύθι βοηθάει στην εκτόνωση όλων αυτών των σκοτεινών πτυχών της ανθρώπινης φύσης. Δίνει σχήμα στους μύχιους φόβους. Και πάντα νικάει το καλό, το φως, οι Λαπίθες. Αλλά το παραμύθι τελειώνει, το βιβλίο κλείνει, κι εμείς συνεχίζουμε τη μάχη στην αρένα της ζωής. Και στην άλλη, αυτή που βρίσκεται μέσα μας. 

Σ’ όλους εμάς, η καραντίνα που ζούμε γεννά απελπισία. Όμως, η καραντίνα στην οποία μπαίνει το πλοίο «Ύδρα» δίνει και ελπίδα. Τι περιμένει τις ατέλειωτες ημέρες όπου το πλοίο μένει στα ανοιχτά της Μάλτας;

Υπάρχει και δυσφορία. αλλά ναι υπάρχει και ελπίδα. Η ελπίδα της νίκης του Καλού. Η Επανάσταση των Ελλήνων προετοιμάζεται. Ούτε οι Επαναστάτες είναι ακόμη Επαναστάτες ούτε ο Βύρων ο ποιητής που θα έρθει στο Μεσολόγγι απολύτως συνειδητά, για να στηρίξει τον Αγώνα, όχι ως αριστοκράτης του «grand tour» πια. Όλα είναι υπό διαμόρφωση. Εκεί, στα ανοιχτά της Μάλτας, όπως ωραία το λες, στη θάλασσα, στο μεταίχμιο μεταξύ ξηράς και θάλασσας, σε έναν εκκρεμή τόπο και χρόνο, συμβαίνει αθέατα μια αλλαγή. Στον ποιητή, στο ελληνικό έθνος, στον κόσμο.

Μίλησες για εκείνο το πρώτο ταξίδι του Μπάιρον στην Ελλάδα. Πες μας και λίγα λόγια για τον φίλο του τον Νικολό, με τον οποίο επισκέφθηκε την Ακρόπολη.

Για τον Νικολό θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του Roderick Beaton, απόσπασμα από το βιβλίο του Ο πόλεμος του Μπάιρον (Πατάκης, σ.61). Ο Βύρων λοιπόν έχει μετακομίσει από το σπίτι της οικογένειας Μακρή (όπου γνώρισε τη Αθηναία που ενέπνευσε το ποίημα «Κόρη των Αθηνών») στη Μονή των Καπουτσίνων (από την οποία έχει μείνει σήμερα μόνο το «Φανάρι του Διογένη»):
«Εκεί ανακάλυψε ότι μπορούσε να αναβιώσει τα φοιτητικά του χρόνια, χωρίς καμιά από τις οχλήσεις ή τις απαιτήσεις του Κέμπριτζ.  Εκτός από τον πατέρα Άμποτ και τον ίδιοι, οι άλλοι ένοικοι του μοναστηριού ήταν έξι νεαροί σπουδαστές με τους οποίους, σύμφωνα με τον Μπάιρον, ‘βρισκόμαστε σε κατάσταση μόνιμης ανταρσίας, από το μεσημέρι ως αργά τη νύχτα’. Ένας από τους φοιτητές ήταν ο Νικολό Ζιρό, του οποίου η αδελφή ήταν παντρεμένη με τον Λουζιέρι, τον Ναπολιτάνο ζωγράφο ο οποίος ακόμη εργαζόταν στο πλευρό του λόρδου Έλγιν, με σκοπό να αποσπάσουν τα τελευταία γλυπτά από τη μετόπη του Παρθενώνα και να τα φυγαδεύσουν από τη χαρά. (Παρά την αντίθεσή του με τον Έλγιν, ο Μπάιρον τα πήγαινε θαυμάσια με τον Λουζιέρι). Ο Νικολό ήταν περίπου δεκαπέντε ετών. Οι γονείς του ήταν Γάλλοι, όμως εκείνος είχε γεννηθεί στην Αθήνα, μιλούσε τα ιταλικά ως μητρική γλώσσα και άπταιστα ελληνικά. Πολύ σύντομα άρχισε να βοηθάει τον Μπάιρον να ασκηθεί και στις δυο γλώσσες. Σε αντάλλαγμα, ο Μπάιρον έπαιρνε τον Νικολό για κολύμπι στον Πειραιά. Φαίνεται ότι σκανδαλίστηκε βλέποντας το αγόρι να κολυμπάει γυμνό, πράγμα που ο ίδιος δεν επέτρεπε στον εαυτό του».
Σε κρυπτογραφημένη επιστολή που στέλνει σε φίλο του Μπάιρον αφήνει να εννοηθεί ότι η σχέση εξελίχθηκε σε ερωτική. «Από κει κι έπειτα, ο Νικολό Ζιρό έγινε ο μόνιμος συνοδός του, για όσο διάσημα έμεινε στην Ελλάδα», συνεχίζει ο Beaton. Kαι όταν ο Μπάιρον αρρώστησε από ελονοσία, ο φίλος του τον περιέθαλψε με τόση φροντίδα και αυταπάρνηση, που κόλλησε κι ο ίδιος. Και ήταν η σειρά του Μπάιρον να του προσφέρει την ίδια φροντίδα. Ο Μπάιρον στη διαθήκη του θέλησε να φροντίσει και τον Νικολό. Του άφηνε κληροδότημα που αντιστοιχούσε σε 7.000 λίρες. Ο Νικολό πάντως παρακίνησε τον Μπάιρον να δει την Ελλάδα από την πλευρά των Ελλήνων. «Ας τους αντικρίσουμε όπως ακριβώς είναι», γράφει από τη Μονή των Καπουτσίνων αναγνωρίζοντας την ανάγκη να απαλλαγεί κι εκείνος και όλοι οι ξένοι που γράφουν για την Ελλάδα, από την εξιδανικευμένη εικόνα των απογόνων των Αρχαίων Ελλήνων, από την οποία πόρρω απείχαν οι σύγχρονοί τους Έλληνες. Η σύγκριση προκαλούσε απαξωτικά σχόλια για τους δεύτερους.

Ο Λαπίθης, Έλλην αρχαίος, ζητά να τον δουν οι σκλαβωμένοι Έλληνες. Που τότε δεν λέγονταν Έλληνες, μα Ρωμιοί. Κυρίως δε, θέλει να τον μάθουν οι κοπέλες, που δεν γνωρίζουν πώς συνδέονται μαζί του. Συγκλονιστικό κεφάλαιο! Ποια ήταν η σχέση των υπόδουλων Ρωμιών με την ελληνική αρχαιότητα;

Μεγάλο κεφάλαιο αυτό. Εκδόθηκε πρόσφατα ο δημόσιος διάλογος του Κωστή Παλαμά με τον Νικόλαο Πολίτη για τη χρήση της λέξης «Ρωμιός», «Γραικός» και «Έλληνας» από τους Έλληνες της προ-επαναστατικής Ελλάδας. Αυτό το ζήτημα της ρευστής εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων της προ-επαναστατικής Ελλάδας που παίρνει σχήμα και αποκρυσταλλώνεται στη λέξη «Έλληνας», με αναφορά στη σχέση με την Αρχαία Ελλάδα, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περιπέτεια. Στην ουσία είναι το «δώρο» του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Η σχέση με την ελληνική αρχαιότητα που διαμορφώνεται τον 18ο αιώνα και ωριμάζει με τη συμβολή των πρωτοπόρων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, εκδηλώνεται, π.χ. στην ονοματοδοσία των πλοίων του Αγώνα: Αγαμέμνων, Θεμιστοκλής, Λεωνίδας… Πλοία του Αγώνα! Η σχέση με τα αρχαία, με τα μνημεία, διαμεσολαβείται από τους περιηγητές και τους ξένους φυσιοδίφες αλλά και τους αρχαιοκάπηλους. Εκείνοι ξυπνούν το ενδιαφέρον των Ελλήνων για τα αρχαία. Υποθέτω λοιπόν ότι οι Έλληνες που έμεναν στην Αθήνα την εποχή του Έλγιν δεν είχαν απόλυτη συνείδηση της αξίας του Παρθενώνα. Όχι όλοι τουλάχιστο. Είναι μια σχέση υπό διαμόρφωση.

Λίγα λόγια για το κίνημα του Φιλελληνισμού και για τη σημασία του στον Αγώνα για την Ανεξαρτησία… 

Κι αυτό μεγάλο θέμα. Δεν είμαι ειδική να το αναλύσω. Θα συνοψίσω την εντύπωσή μου για τον Φιλελληνισμό με μία φράση του Roderick Beaton, πάλι, από τη συνέντευξη που έδωσε στον Γιάννη Μπασκόζο πρόσφατα: «Οι Έλληνες δεν πολεμούσαν μόνοι τους». Εννοώντας ότι είχαν πίσω τους όλη αυτή τη στρατιά Φιλελλήνων που προσφέρουν στον Αγώνα αίμα, χρήμα, ηθική και πολιτική υποστήριξη. Αντιλαμβάνομαι, όμως, και μέσα από τα σχόλια του Βύρωνα, ότι το βλέμμα τους ήταν τόσο πολύ διαποτισμένο από το θαυμασμό για την Αρχαία Ελλάδα, που στάθηκε δύσκολο να δούνε τους σύγχρονούς τους Έλληνες όπως πραγματικά ήταν, χωρίς να απογοητεύονται. Με χαρά αναμένω να ανοίξει η στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης «Αρχαιολατρεία και Φιλελληνισμός. Συλλογή Θανάση και Μαρίνας Μαρτίνου» για να δω πώς πέρασε ο Φιλελληνισμός και στα αντικείμενα τέχνης, πέρα από τα γνωστά έργα ζωγραφικής.

Και τώρα φτάνουμε στο ποίημα, στη συγκλονιστική «Κατάρα της Αθηνάς», που σωστά παρέθεσες σχεδόν αυτούσια στο βιβλίο. Ποιες ήταν οι αντιδράσεις που προκάλεσε, κάνοντας ουσιαστικά γνωστό το έγκλημα του Έλγιν; Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σου στίχος; 

H «Κατάρα της Αθηνάς» δείχνει, ανάμεσα στα άλλα, την κλασική παιδεία του Βύρωνα. Το ποίημα είναι ένας διάλογος ανάμεσα στη θεά Αθηνά, που εμφανίζεται στον ποιητή όταν επισκέπτεται τον Ιερό Βράχο, και στον ίδιο και συνδυάζει στοιχεία δραματικής και λυρικής ποίησης.  Η θεά είναι οργισμένη για την αρπαγή των μαρμάρων του Παρθενώνα από τον Έλγιν: «Κοίτα, άδειος ο ναός μου, κατοικία ρημαγμένη/και στοχάσου τι μιζέρια είναι γύρω απλωμένη».  Διαλέγω αυτό το δίστιχο που δεν έχει σκωπτικό τόνο, όπως άλλοι στίχοι, έχει όμως μια μελαγχολία. Και η μιζέρια ανακαλεί, σε μένα, την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Έχω την εντύπωση, από τα διαβάσματά μου, ότι το ποίημα έκανε δεν ιδιαίτερη εντύπωση στην εποχή του. Μάλλον πέρασε απαρατήρητο. Ούτε και στην Ελλάδα είναι πολύ γνωστό. Περισσότερο γνωστοί είναι οι αντίστοιχοι στίχοι που καταδικάζουν την πράξη του Έλγιν στο ποίημα του «Το προσκύνημα του Child Harold», που υπάρχει και στο σχολικό Ανθολόγιο. Η «Κατάρα της Αθηνάς», όμως, έχει μια ιδιαίτερη συγκινησιακή φόρτιση για μας σήμερα. Είναι ο Ιερός Βράχος, η Αθηνά που ζωντανεύει ως όραμα στη φαντασία ενός Βρετανού… Είναι η πρώτη οργισμένη αντίδραση ενός ποιητή που ήξερε από ελληνικό πολιτισμό και που την έκανε τέχνη. Μου αρέσει να σκέφτομαι τον Βύρωνα να απολαμβάνει, εκεί, στην Ακρόπολη, τον ήλιο και τη θέα: «Μεγαλόπρεπα κι αγάλια τώρα ο ήλιος κατεβαίνει/ πάνω στου Μοριά τους λόφους με θωριά χαριτωμένη·/όχι σαν εκεί στις χώρες του Βορρά, σκοτεινιασμένος,/αλλ’ αστραφτερός σαν φλόγα, ζωντανός, φωτολουσμένος».

Διακόσια και βάλε χρόνια μετά, όπως μας παρήγγειλε ο Λαπίθης, σηκώσαμε κεφάλι στον εχθρό, μα τα μάρμαρα παραμένουν στο Βρετανικό Μουσείο. Και τις τέσσερις φορές που το έχω επισκεφτεί έχω ξεσπάσει σε αυθόρμητα κλάματα, στεκόμενη μπροστά τους. Αν και τη δεδομένη στιγμή, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ως λαός είναι ουσιαστικότερα, ή μάλλον πρακτικότερα, από την επιστροφή των μαρμάρων, και λαμβάνοντας υπόψη σου και όλες τις κινήσεις που έχουν γίνει ως σήμερα και αναφέρεις αναλυτικά στο βιβλίο σου, πιστεύεις πως υπάρχει ελπίδα μια μέρα αυτά να επιστρέψουν στον φυσικό τους χώρο; Μήπως μπορέσει τελικά ο Λαπίθης σου, πίσω στην πατρίδα να υψώσει το κεφάλι του στον Κένταυρο και να δώσει μιαν απάντηση στον Φειδία; Την απάντηση πως το καλό, τελικά, επικράτησε…

Φοβάμαι ότι έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που αρχίσαμε να ζητάμε την επιστροφή των Μαρμάρων. Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα αλλάξει ώστε να δεχτεί η βρετανική κυβέρνηση να τα επιστρέψει. Νομίζω, στο μεταξύ, ότι αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να γίνουμε πρωτοπόροι στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Να θέλουν όλοι οι φοιτητές και ερευνητές αρχαιολόγοι και μουσειολόγοι να έρθουν στην Ελλάδα για να μάθουν ποια είναι η αιχμή της διαχείρισης αρχαιολογικών τόπων και μουσείων! Φαντάζεσαι; Να λέει ο κόσμος: «Μα φυσικά πρέπει να επιστρέψουν τα Ελγίνεια. Οι Έλληνες ξέρουν να αναδεικνύουν τα αρχαία τους με τον καλύτερο τρόπο!»

Τέλος, λίγα λόγια για την εικονογράφηση του Φίλιππου Φωτιάδη. Πώς συνεργαστήκατε και πώς κατόρθωσε να εντάξει το αδιαμφισβήτητο χιούμορ του μέσα σε μια λυπητερή -καίτοι βαθιά αισιόδοξη- ιστορία; Της οποίας το τέλος ελπίζω να μην έχει γραφτεί ακόμα

Ο Φίλιππος Φωτιάδης είναι ένας άξιος καλλιτέχνης, αρχιτέκτονας, ζωγράφος, εικονογράφος και συγγραφέας και ο ίδιος παιδικών βιβλίων. Το συζητήσαμε και το αποφασίσαμε όλοι μας, οι εκδόσεις Καλέντης (η Βασιλική Τζόκα που είναι υπεύθυνη για το αισθητικά άψογο αποτέλεσμα αυτού του βιβλίου), εκείνος κι εγώ, πως δεν θέλαμε μια «αρχαιοπρεπή» και βαριά απόδοση του θέματος. Ευτυχώς ο Φίλιππος πήγε παραπέρα. Δεν φοβήθηκε το χιούμορ. Χωρίς να γίνεται καρτουνίστικη η απόδοση του θέματος, διατηρείται μια ισορροπία ανάμεσα στη σοβαρότητα και την ανάλαφρη διάθεση.

Ελένη, καλοτάξιδο το βιβλίο. Σε ευχαριστώ πολύ!

Εγώ σε ευχαριστώ πολύ για τη συζήτηση αυτή. Είναι τόσα ενδιαφέροντα τα θέματα που θίξαμε. Άπτονται πολλών πτυχών της ελληνικής ταυτότητας. Μιας ταυτότητας που σφραγίστηκε ανεξίτηλα από το βλέμμα των Φιλελλήνων, όπως του Βύρωνα.

Το βιβλίο της Ελένης Σβορώνου Λόρδος Βύρων και Έλγιν κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καλέντης.

Leave a Reply