Η Κλάουντια Ντελμέρ και ο Λαυρέντης Χωραΐτης είναι καλλιτέχνες και γονείς τεσσάρων μικρών παιδιών. Θα θέλαμε να τους φιλοξενήσουμε στις σελίδες μας με αφορμή τη δουλειά τους. Όμως, τους έχουμε κοντά μας με αφορμή τον κορονοϊό. Βλέπετε, το ζευγάρι και τα παιδιά τους νόσησαν και η εμπειρία τους, ιδιαίτερα για την Κλάουντια, που χρειάστηκε να νοσηλευτεί, ήταν σκληρή. Μιλούν, λοιπόν, στο Τaλκ για να ευαισθητοποιήσουν όσους τους διαβάσουν, ώστε να προσέχουν όσο περισσότερο μπορούν μέχρι να ανακοπεί η πορεία της πανδημίας.
Κλάουντια και Λαυρέντη, σας ευχαριστούμε που είστε κοντά μας. Καταρχάς συστηθείτε στο κοινό του Τaλκ.
Κ: Γεννήθηκα στη Βαρσοβία από μπαμπά Ιταλό και μαμά Πολωνέζα, μεγάλωσα στη Μαδρίτη και σπούδασα στη Νέα Υόρκη κλασικό και σύγχρονο τραγούδι. Τα τελευταία 10 χρόνια ζω στην Ελλάδα, στη δυτική ακτή της Μεσσηνίας μαζί με τον Λαυρέντη και τα 4 παιδιά μας.
Λ: Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ, στη Μεσσηνία. Είμαι γραφίστας και εικονογράφος και αφού περιπλανήθηκα σε διάφορα ατελιέ περιοδικών στην Αθήνα για μια δεκαετία, βρήκα την Κλάουντια και αποφασίσαμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας στο πιο όμορφο μέρος του κόσμου.
Δύσκολα επαγγέλματα για επαρχία…
Κ: Όντως. Η ζωή εδώ, με την ανατροφή των παιδιών, με έκανε να απομακρυνθώ αρχικά από τη μουσική, αλλά ταυτόχρονα όλο αυτό έγινε πηγή έμπνευσης ώστε να επιστρέψω με ένα νέο μουσικό project που του έδωσα τον τίτλο «Σκλάβοι στον Παράδεισο». Ενέχει και μία ιδιαίτερη σημειολογία το γεγονός πως αμέσως μόλις επέστρεψα από το νοσοκομείο στο σπίτι, κυκλοφόρησε το πρώτο τραγούδι του άλμπουμ με τίτλο «Ζωή».
Λ: Εγώ έχω την τύχη να δουλεύω σε ένα αντικείμενο, όπου αρκεί μια απομακρυσμένη επαφή με τους πελάτες. Διατηρώ με τον συνεργάτη μου Παναγιώτη Ψυχογιό ένα δημιουργικό γραφείο, το Flipping Bird, με πελατολόγιο σε όλη την Ελλάδα, αλλά και εκτός συνόρων. Κλείνουμε και στέλνουμε τις δουλειές μας μέσω διαδικτύου, οπότε δεν χρειάζεται να είμαι στην Αθήνα για να το κάνω αυτό.
Πού και πώς σας βρήκε η πανδημία; Πώς αντιμετωπίζατε τον ιό μέχρι πριν από ενάμιση μήνα;
Λ: Θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς, γιατί ζούμε στον μεγάλο τριφυλιακό λαδόκαμπο. Το πιο κοντινό μας σπίτι είναι 300 μέτρα μακριά και οι βόλτες στη θάλασσα ξεκινούν κυριολεκτικά στην πόρτα μας. Όλα αυτά μας έκαναν να μη νιώθουμε μεγάλη απειλή από τον ιό, αλλά και να προσέχουμε ιδιαίτερα όταν πηγαίναμε μέχρι τον «πολιτισμό» για ψώνια ή δουλειές. Τελευταία όμως, τα κρούσματα στην περιοχή άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και αρχίσαμε να φοβόμαστε πραγματικά. Στους Γαργαλιάνους θρηνήσαμε πρόσφατα και τα πρώτα θύματα. Μέσα σε όλα αυτά, γίναμε πολύ αυστηροί με τα μέτρα ασφαλείας και προσπαθήσαμε να προστατευτούμε στο μέτρο του δυνατού. Τα σχολεία, όμως, ήταν ένα μέρος όπου όλες οι οικογένειες ενώνονταν και, δυστυχώς, παρέμειναν ανοιχτά…
Πράγματι, τα σχολεία στη Μεσσηνία δεν είχαν κλείσει από τον Φεβρουάριο, όπως στην Αθήνα, παρά τις αντιδράσεις μερίδας γονέων. Στις 12 Μαρτίου, λοιπόν, μαθαίνετε ότι ο μπαμπάς ενός συμμαθητή του γιου σας βρίσκεται θετικός στον ιό και ξεκινάει η περιπέτειά σας. Τι ακριβώς συνέβη;
Λ: Ο μπαμπάς που νόσησε με πήρε τηλέφωνο αμέσως μόλις το έμαθε. Επειδή κυκλοφορώ περισσότερο λόγω δουλειάς και με πρόθεση να προστατέψω τους υπολοίπους, πήγα αμέσως να κάνω μοριακό τεστ. Μαζί μου πήρα και τον μικρό μας γιο (6 ετών), γιατί εκείνο το πρωί είχε πονοκέφαλο και έμεινε στο σπίτι (ήξερα πως ήταν ένα από τα συμπτώματα). Αν και το δικό μου τεστ βγήκε αρνητικό εκείνη την ημέρα, του μικρού βγήκε θετικό. Πήραμε τότε μια συνειδητή απόφαση να μην τον αποκλείσουμε, σκεπτόμενοι την επίδραση που θα έχει κάτι τέτοιο στην ψυχολογία του. Κλειστήκαμε, λοιπόν, στο σπίτι για να τον φροντίσουμε και να το περάσουμε μαζί του. Μέσα σε δύο ημέρες όλοι είχαμε συμπτώματα. Υψηλός πυρετός και βήχας ήταν τα πιο χαρακτηριστικά, εγώ έβγαλα περίεργα πρηξίματα στα δάχτυλα του ποδιού μου και όλοι μαζί είχαμε πολύ έντονη κατάπτωση, που κράτησε περίπου δύο εβδομάδες. Τελικά, ο μόνος που ήταν καλά ήταν ο μικρός, που από τη δεύτερη ημέρα της καραντίνας μας, δεν σταμάτησε να χοροπηδάει στο τραμπολίνο του κήπου. Και επειδή είναι ένα πολύ γλυκό παιδί, αρχίσαμε να αναφερόμαστε σε αυτόν ως «ο άγγελος εξολοθρευτής».
Κλάουντια, εσύ νόσησες πιο σοβαρά από όλους και χρειάστηκες νοσηλεία. Πνευμονία. Τι αισθανόσουν και τι σε οδήγησε να καλέσεις ασθενοφόρο; Ποια ήταν τα συναισθήματά σου αφήνοντας πίσω σου τον άντρα σου και τα παιδιά σου που επίσης νοσούσαν.
Κ: Στην 8η ημέρα, χωρίς να έχω πυρετό παρά μόνο πόνους στο στήθος και έντονο βήχα, ξεκίνησε και μια ημικρανία. Κι έπειτα άρχισαν συνεχείς εμετοί που με αφυδάτωσαν. Κι έπειτα ήρθαν και εμετοί με αίμα. Επικοινωνήσαμε με την πνευμονολόγο μας και μας είπε να καλέσουμε αμέσως ασθενοφόρο. Βάζοντας στην άκρη τον φόβο μου για τα νοσοκομεία, ετοιμάστηκα και τους αποχαιρέτησα νιώθοντας παραδομένη στην όποια μοίρα με περίμενε…
Λαυρέντη, τι σκεφτόσουν αποχαιρετώντας το κορίτσι σου; Τα παιδιά πώς το αντιμετώπισαν; Πώς περάσατε τις ημέρες της νοσηλείας της, συναισθηματικά, μα και πρακτικά; Είχες αντοχές, σωματικές και ψυχικές, να τα βγάλεις πέρα με την καθημερινότητα;
Λ: Σκεφτόμουν κυρίως πόσο κινδύνευε και αν θα είχα την ευκαιρία να την ξαναδώ. Δεν δείξαμε, όμως, ποτέ στα παιδιά πόσο ανήσυχοι ήμασταν. Παρόλα αυτά, όσο η Κλάουντια ήταν κλεισμένη στο νοσοκομείο, στο σπίτι επικρατούσε μια περίεργη ησυχία. Νομίζω πως και τα παιδιά αντιλαμβάνονταν τη σοβαρότητα της κατάστασης. Την 5η ημέρα νοσηλείας της, όμως, άρχισα, όντας στο σπίτι, να έχω δύσπνοια και χαμηλό οξυγόνο. Μίλησα με τους γιατρούς και έπρεπε να πάω κι εγώ αμέσως στο νοσοκομείο. Η έγνοια μου, φυσικά, ήταν τι θα έκανα με τα παιδιά. Κανείς δεν μπορούσε να βοηθήσει. Ποιος θα δεχτεί να τα προσέξει και να εκτεθεί στον ιό; Μέσα στην απελπισία μου, προσφέρθηκε η οικογένεια του συμμαθητή του γιου μου που είχαν βρεθεί θετικοί. Το είχαν μόλις περάσει οικογενειακώς και δεν κινδύνευαν. Πήραν τα παιδιά και, παρόλο που γύρισα από το νοσοκομείο την ίδια μέρα, τα κράτησαν για λίγες ημέρες ώστε να ξεκουραστώ.
Εδώ να πω πως δεν ένοιωσα ούτε μια στιγμή μόνος. Από την πρώτη στιγμή, ο αδερφός μου ανέλαβε να μας κάνει τα ψώνια και πολλοί φίλοι λειτουργούσαν επικουρικά για φάρμακα και έκτακτη βοήθεια. Ταυτόχρονα, έφταναν στο σπίτι προσφορές από γνωστούς και φίλους, αλλά και από ανθρώπους που δεν γνωρίζαμε καν. Ανθρώπους που έμπαιναν στη διαδικασία να φτιάξουν ένα ταψί παστίτσιο, να ψήσουν κουλουράκια ή ένα κέικ και να τα κρεμάσουν στην πόρτα μας. Ήταν τόσο συγκινητικό, μέσα στην ψυχολογική φρίκη εκείνων των ημερών, να γίνεσαι δέκτης μιας τέτοιας συλλογικής αλληλεγγύης. Ήταν κάτι πραγματικά λυτρωτικό, γιατί δεν είχα δύναμη ούτε να σηκωθώ από το κρεβάτι…
Κλάουντια, μοιράσου μαζί μας την εμπειρία σου από το νοσοκομείο.
Κ: Όταν μου είπαν για αλλοιώσεις στους πνεύμονες, άρχισα να σκέφτομαι και να αποδέχομαι την προοπτική να μη βγω ζωντανή από το νοσοκομείο. Σκεφτόμουν τον Λαυρέντη και τα παιδιά μας, σκεφτόμουν ότι δεν θα τους ξαναδώ. Ξεκίνησα να κάνω έναν απολογισμό της ζωής μου. Ήθελα με όλη μου την ψυχή κι άλλο χρόνο με τα παιδιά, περισσότερες κουβέντες με φίλους, πιο πολλά ηλιοβασιλέματα στη θάλασσα, να ήμουν λιγότερο κλεισμένη στο κοχύλι μου. Με δυο λόγια, είχα ήδη αποδεχθεί το χειρότερο σενάριο. Μόλις, όμως, πέρασαν οι πρώτες ημέρες εκεί, η υγεία μου άρχισε να βελτιώνεται. Ήταν μια εμπειρία σουρεαλιστική. Σαν να ήμουν άρρωστη στον Άρη και να με φροντίζουν αστροναύτες· αλλά, ακόμα και μέσα από τις στολές τους, όλοι τους, από τον διευθυντή της κλινικής κ. Γραμματικόπουλο μέχρι τις νοσηλεύτριες, μας αντιμετώπιζαν με τόση όρεξη και καλή διάθεση που η ψυχολογία μου άλλαξε γρήγορα. Άρχισα να πιστεύω πως τελικά θα γυρίσω στο σπίτι μου και σκεφτόμουν πως, όταν γίνει αυτό, δεν θα αφήσω ούτε μία μέρα να πάει χαμένη.
Τώρα είστε στο σπίτι πλέον, όλοι μαζί. Σας έχουν μείνει κάποια «υπόλοιπα» από την ασθένειά σας; Ποιες είναι οι συμβουλές που σας έχουν δώσει οι γιατροί; Πώς αισθάνεστε ψυχολογικά;
Κ: Μπορεί τα συμπτώματα να υποχώρησαν, αλλά μένει να δούμε τι άφησε όλη αυτή η ταλαιπωρία στο σώμα μας. Εκκρεμούν ακόμα εξετάσεις που έχουν να κάνουν με το αναπνευστικό μας, παίρνουμε ακόμα φάρμακα, κυρίως αντιπηκτικά, για την αποφυγή θρομβώσεων λόγω του ιού και είμαστε σε επιφυλακή για οποιοδήποτε καμπανάκι σημάνει ο οργανισμός μας. Ψυχολογικά δεν θα μπορούσαμε να είμαστε καλύτερα. Έχει να κάνει όμως και το περιβάλλον με αυτό. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν κάποιος που το περνούσε όλο αυτό σε ένα διαμέρισμα…
Μέσα από όλα όσα ζήσατε, τι πιστεύετε πως θα έπρεπε να έχει γίνει διαφορετικά, ώστε να έχουν νοσήσει λιγότεροι άνθρωποι, ώστε να έχουν σωθεί περισσότερες ζωές, ώστε να έχουμε αντιμετωπίσει αυτή την πανδημία με μεγαλύτερη επιτυχία;
Λ: Ο ιός δεν ήρθε τώρα. Μας χτύπησε την πόρτα εδώ και πάνω από έναν χρόνο και όλον αυτόν τον καιρό βάζουμε πλάτες στο κράτος για να ετοιμαστεί. Με προσωπικές θυσίες ο καθένας κερδίζουμε πολύτιμο χρόνο, ώστε η πολιτεία να δημιουργήσει ΜΕΘ, να προσλάβει και να εκπαιδεύσει γιατρούς και να σχεδιάσει ένα αποτελεσματικό σύστημα τηλεκπαίδευσης ώστε να μη χρειαστεί τα ανοιχτά σχολεία να μας εκθέτουν όλους στον ίδιο κίνδυνο. Αντ’ αυτού πήραμε καινούριο στόλο με αγροτικά για την ελληνική αστυνομία και δώσαμε εκατομμύρια στα κανάλια για να μην καταλάβει κανένας τίποτα. Αλλά δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, με οποιαδήποτε κυβέρνηση. Είναι απλό. Αν τα χρήματα δοθούν σε πραγματικές ανάγκες, δεν θα καταλήξουν στις τσέπες τους…
Έπειτα από όλη αυτή την εμπειρία, τι θα θέλατε να πείτε σε όσους σας διαβάζουν αυτή τη στιγμή; Σε όσους απαξιώνουν τον ιό, σε όσους τον αρνούνται, σε όσους πιστεύουν ότι δεν τους αφορά ή ότι είναι άτρωτοι ή σε όσους απλώς δηλώνουν κουρασμένοι και είτε δεν τηρούν καθόλου τα μέτρα είτε ενίοτε κάνουν παραβάσεις.
Κ: Θα το πω αλλιώς. Εμείς δεν είχαμε κανέναν να προστατέψουμε. Από τους γονείς μας, που θα ανήκαν σε ευπαθείς ομάδες, ο μόνος που ζει είναι ο πατέρας μου, που ζει στην Ισπανία. Παρ’ όλα αυτά προσέχαμε γιατί δεν θέλαμε να γίνουμε κρίκος μιας αλυσίδας που θα καταλήξει στον θάνατο κάποιου συνανθρώπου μας. Ο ιός, όμως, μας βρήκε από το σχολείο, για να μάθουμε τελικά με άσχημο τρόπο πόσο επικίνδυνος είναι.
Λ: Καταλαβαίνουμε πλέον γιατί διαδίδεται με τέτοιον τρόπο, αλλά κυρίως γιατί τόσοι άνθρωποι δεν βγαίνουν ζωντανοί από αυτό το πράγμα. Χρειάζεται αρκετή κατανόηση στο πώς μεταδίδεται ο ιός και λιγότερη στο να τηρούμε τους τύπους. Αν π.χ. τρίψω τη μύτη μου μέσα από τη μάσκα στην ουρά για το ATM, κανείς δεν θα μου κόψει πρόστιμο, αλλά ο επόμενος από εμένα που θα πατήσει τα κουμπιά θα πάρει τα μικρόβια μαζί του. Και όσο ο ιός εξαπλώνεται, οι μισοί συνωμοσιολόγοι, στην προσπάθειά τους να νιώσουν πιο έξυπνοι από τους υπόλοιπους, πιστεύουν πως ιός δεν υπάρχει, οι άλλοι μισοί πως είναι κατασκεύασμα για να μας ελέγχουν και πρέπει να αντισταθούμε στα μέτρα, πολλοί άνθρωποι της πίστης αψηφούν τον ιό, ξεχνώντας το «ουκ εκπειράσεις κύριον τον Θεόν σου» κι εμείς, οι υπόλοιποι, δεν βλέπω να γλιτώνουμε με τίποτα κι από πουθενά…