ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ: Η ΜΑΓΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΔΥΟ ΚΟΣΜΩΝ Σ’ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ

Η Αγγελική Δαρλάση δημιούργησε άλλο ένα ξεχωριστό βιβλίο. Το Από μακριά, που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, είναι μια διηλικιακή ιστορία με στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, στην οποία συγκρούονται και ενώνονται δυο κόσμοι: Ο «δικός» μας και αυτός των Ρομά. Μια ιστορία για τις προκαταλήψεις, τον ρατσισμό, αλλά και το Ολοκαύτωμα των Ρομά. Για τη στενομυαλιά των μεγάλων και τη σκληρότητα μα κι ευαισθησία των παιδιών. Πάνω απ’ όλα, όμως, η ιστορία μιας αληθινής, γενναιόδωρης φιλίας κι ενός μαγικού καλοκαιριού… Το εξαιρετικό κείμενο της Δαρλάση συμπληρώνει η αριστουργηματική εικονογράφηση του Βασίλη Κουτσογιάννη. Πάμε, λοιπόν, παρέα μια βόλτα στις λέξεις και στις εικόνες ενός βαθιά συγκινητικού έργου τέχνης.Αγγελική, πώς είχες την ιδέα για αυτό το κείμενο και πώς συνεργάστηκες με τον Βασίλη Κουτσογιάννη, ώστε να φτάσουμε σε αυτό το συγκλονιστικό αποτέλεσμα;  
Η συγκεκριμένη συνάντηση με την Άλη και τον κόσμο των Ρομά δεν ήταν προσχεδιασμένη. Ήθελα να διηγηθώ μια ιστορία πόλης, για μια διαφορετική ηρωίδα, για μια δύσκολη, αλλά γενναιόδωρη φιλία. Τελειώνοντας, όμως, την πρώτη γραφή ένιωσα ότι η Άλη δεν ήταν απλώς ένα οποιοδήποτε διαφορετικό κορίτσι. Σε μια από τις βόλτες της πρώτης καραντίνας, μου ήρθε στον νου το πώς παρουσιάστηκε σε τηλεοπτικά κανάλια η είδηση για κρούσματα της Covid-19 σε έναν συνοικισμό Ρομά. Και τότε μουρμούρισα: «Να δεις που η Άλη είναι Ρομά». Κι όσο περνούσαν οι μέρες και δούλευα την ιστορία τόσο βεβαιωνόμουν ‒όπως επίσης ότι υπήρχε και κάτι ακόμη πιο βαθύ που δεν είχα ανακαλύψει. Αναζητώντας, λοιπόν, τι μπορεί να έλεγαν οι στίχοι που τραγουδούσε η Άλη, θυμήθηκα το τραγούδι «Τζέλεμ τζέλεμ», που μου είχε κολλήσει το 2016, όταν πληροφορήθηκα το θάνατο της Έζμα Ρετζέποβα. Δεν είχα ιδέα τι έλεγε –αλλά το λάτρευα. Κι όταν έμαθα, σχεδόν ξέσπασα σε κλάματα: Είχα βρει το μυστικό και το παράπονο της Άλης. Και πλέον η ιστορία μου είχε ολοκληρωθεί κι είχε τόσα πολλά και διαφορετικά επίπεδα κι ένα ακόμη βαθύτερο νόημα και λόγο ύπαρξης. Και η Άλη μου έγινε ακόμη πιο ξεχωριστή και μοναδική σε μένα.
Είχα ήδη το portfolio του Βασίλη Κουτσογιάννη και τελειώνοντας την ιστορία ήμουν σίγουρη ότι θα του ταίριαζε. Δεν χρειάστηκε να πούμε πολλά με τον Βασίλη. Του έδωσα κάποιες πληροφορίες που σκέφτηκα ότι θα μπορούσαν ν’ αξιοποιηθούν στην εικονογράφηση, όπως για παράδειγμα το ότι το μαυροπράσινο μαντήλι για μένα παρέπεμπε στο ανεστραμμένο μαύρο τρίγωνο που, ως επί το πλείστον, είχαν οι Ρομά ραμμένο στα ρούχα τους ως διακριτικό σήμα στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κι από εκεί και πέρα περίμενα την πρότασή του, που πραγματικά με άφησε άφωνη. Ο Βασίλης, εκτός από ταλαντούχος καλλιτέχνης, είναι απίστευτα διαισθητικός και ευφυής δημιουργός, με άποψη κι ενσυναίσθηση. Ταιριάξαμε απόλυτα και με κέρδισε και με τον χαρακτήρα και με τον επαγγελματισμό του, παρά το νεαρό της ηλικίας του –του βγάζω το καπέλο!Σε μια πόλη μουντή και σκληρή, λοιπόν, φτάνει ένα λούνα παρκ, ένα καλοκαιρινό πλανόδιο πάρκο διασκέδασης. Και μαζί του φτάνει κι ένα κορίτσι, η Άλη. Όταν επιτέλους τα παιδιά την προσέχουν, οι μεγάλοι σπεύδουν να τους πουν να την έχουν… από μακριά, ξεδιπλώνοντας μια σειρά από στερεοτυπικά επιχειρήματα εναντίον των Ρομά. Καταρχάς, από πού πηγάζει αυτή η εγγενής δυσπιστία μας ως κοινωνίας εναντίον των Τσιγγάνων, την οποία τόσο εύστοχα αποτυπώνεις; Είναι κάτι που έχει καλλιεργηθεί αποκλειστικά από τους «μπαλαμούς»; Ή η ίδια η τσιγγάνικη κοινότητα έχει επιλέξει να βλέπει την κοινωνία… από μακριά;
Νομίζω πως έχει περάσει βαθιά στην κουλτούρα και ημών των «μπαλαμών» και των Ρομά αυτή η αμοιβαία δυσπιστία, οι ρίζες της οποίας πάνε πολλούς αιώνες πίσω, όταν πρωτάρχισαν οι διωγμοί των Ρομά στην Ευρώπη. Κι από τότε έχουμε μπει, εκατέρωθεν, σ’ έναν φαύλο κύκλο με στερεότυπα, που ανακυκλώνονται διαρκώς. Ο κύκλος αυτός θα έπρεπε ήδη να έχει σπάσει, αποδεχόμενοι οι μεν την κουλτούρα των δε και βρίσκοντας τρόπους επικοινωνίας, αποδοχής και συνύπαρξης. Ποτέ –το έχουμε δει διαχρονικά στην ιστορία αυτό– η περιθωριοποίηση ανθρώπων και κοινοτήτων δεν είναι η λύση, αλλά αντίθετα τροφοδοτεί διχόνοιες, καχυποψίες και ρατσιστικές αντιλήψεις. Κι όταν οι στερεοτυπικές αντιλήψεις μπαίνουν στην άκρη, τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά και συγκινητικά, αποδεικνύοντας ότι δεν είναι καθόλου θέμα «φυλής», αλλά θέμα νοοτροπίας, παιδείας, αποδοχής, ισότητας, ισονομίας και δικαιοσύνης.

Τα παιδιά ακούν τους γονείς τους. Και η Άλη γίνεται πρώτα αντικείμενο φόβου κι έπειτα αντικείμενο μίσους. Η Άλη γίνεται παιχνίδι, ενώ είναι άνθρωπος. Όσο αγνές κι αν είναι οι παιδικές ψυχές, δηλητηριάζονται εύκολα. Τελικά, τα παιδιά είναι έρμαιά μας; Πώς μπορούν να γλιτώσουν από την απανθρωπιά;
Ο Βίσμαρκ είχε πει κάποτε: «Μπορείς να κάνεις τα πάντα με τα παιδιά, αρκεί να παίξεις μαζί τους», μια τρομακτική και μεγάλη αλήθεια. Τα παιδιά διαχρονικά στην ιστορία γίνονταν στόχος, αλλά και φορέας προπαγάνδας. Και φυσικά, το βλέπουμε καθημερινά: Τα παιδιά αναπαράγουν όσα μαθαίνουν στο σπίτι τους. Εμείς είμαστε το καλό και το κακό πρότυπο. Τα παιδιά, ειδικά τα μικρότερα, είναι ο καθρέφτης μας. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι πολλές φορές τα οδηγεί το ένστικτο για δικαιοσύνη και καλοσύνη και η ανθρωπιά, που λειτουργούν ως αντίδοτο στο δηλητήριο της μισαλλοδοξίας. Πιστεύω πως «φύσει» έχουμε έφεση στην καλοσύνη – και τα παιδιά νομίζω ότι το αποδεικνύουν συνεχώς και με διάφορες αφορμές.Κάποια στιγμή, γίνεται κάτι μαγικό κι η Άλη γητεύει τα παιδιά. Μα δεν τα εκδικείται. Αντιθέτως, τα προσεγγίζει και με τον τρόπο της γίνεται φίλη τους και χρωματίζει τη ζωή τους. Τι είναι, άραγε, εκείνο που τους έλειπε και που το είχε το παράξενο εκείνο κορίτσι;
Το παιδί που αφηγείται την ιστορία χαρακτηρίζει την γκρίζα πόλη, στην οποία ζουν τα παιδιά, ως ανόητη και άκαρδη. Νομίζω ότι πάνω απ’ όλα αυτό έλειπε από την πόλη κι επηρέαζε και τα παιδιά: η κριτική σκέψη και η ενσυναίθηση, η πίστη στην καλοσύνη, τη δικαιοσύνη και την ανθρωπιά. Κι όταν αυτά μπαίνουν μαζί τους τότε και τα παιδιά μπορούν και πάλι ν’ απολαύσουν την ουσιαστική ποιότητα της παιδικότητάς τους – όλα αυτά τους τα προσέφερε, νομίζω, η Άλη.

Μόλις οι ενήλικοι αντιλαμβάνονται πως τα παιδιά τους πράγματι «μαγεύτηκαν» από τη μικρή τσιγγάνα, εξοργίζονται και την καταδιώκουν, χωρίς να τα ακούσουν. Μα η Άλη καταφέρνει μάγισσα δεν την έλεγαν άλλωστε; να ξεφύγει, αποκαλύπτοντας στα παιδιά, μέσα από το τραγούδι της, τους διωγμούς που υπέστη η περιπλανώμενη φυλή της. Πότε και γιατί απαγορεύτηκε στους Ρομά να είναι ευτυχισμένοι; Μπορεί το κλάμα των παιδιών της ιστορίας σου να μας εξιλεώσει για ένα Ολοκαύτωμα για το οποίο κανείς σχεδόν δεν μιλάει;  
Μιλάμε για γενοκτονία, αν σκεφτεί κανείς ότι στο Ολοκαύτωμα αφανίστηκε το ένα τρίτο, και για κάποιους μελετητές ακόμη και ο μισός πληθυσμός των Ρομά που υπολογίζεται ότι ζούσαν τότε στην Ευρώπη. Αυτή η πτυχή του Ολοκαυτώματος μάς είναι σχεδόν άγνωστη –σ’ αυτό πιθανότατα να συνέβαλε και η κουλτούρα των Ρομά και το ότι η παράδοσή τους είναι κατ’ εξοχήν προφορική και εν τέλει και πιο βαθιά συναισθηματική. Οι διώξεις εναντίον τους, όπως προείπαμε, έχουν βαθιές ρίζες και χάνονται πίσω στους αιώνες. Άρα δεν νομίζω ότι το κλάμα των παιδιών μπορεί να μας εξιλεώσει για όλα αυτά∙ ίσως να μας παρηγορήσει. Αλλά θα πρέπει να μας αφυπνίσει ότι είναι και στο χέρι μας να μην υπάρξουν κι άλλες γενιές που θα μεγαλώνουν δηλητηριασμένες, προκειμένου η ανθρωπότητα να μην ξαναζήσει ανάλογες φρικαλεότητες.Εσύ τι λες; Η Άλη θα επιστρέψει στα παιδιά που έμειναν να την περιμένουν, απομαγεμένα, βουτηγμένα ξανά στη θλίψη της πόλης τους; Υπάρχει ελπίδα να μπουν στην άκρη ρατσισμός και προκαταλήψεις και κάποτε, με οδηγούς μας τα παιδιά, να ζήσουμε σε κοινωνίες ανοιχτές, ανεκτικές και ευτυχισμένες;
Πάντα είμαι και θα είμαι με το μέρος των παιδιών. Είναι η δική μου «πράξη αντίστασης», η προσωπική μου ιδεολογία και πίστη και ο λόγος που μπορώ να αντλώ ελπίδα – αλλιώς η εμπειρία της ηλικίας και η μελαγχολική μου φύση θα με άφηναν να χαθώ σε «μαύρες τρύπες». Το βλέπω πως οι νέες γενιές φέρουν, ως οφείλουν, και νέα ήθη. Στόχος κι επιδίωξή μας θα πρέπει να είναι το να φροντίσουμε ώστε να μην πνίγουμε τις φωνές τους, να προβληματιστούμε από τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς τους και να σταθούμε πλάι τους προκειμένου να φτιάξουμε όλοι μαζί καλύτερες και πιο ανεκτικές κοινωνίες. Και προσωπικά θεωρώ πως δεν έχουμε άλλη λύση για τόσα πολλά θέματα (που για κάποια μοιάζει να είμαστε στο «παρά πέντε» και για άλλα ήδη «στο και πέντε»).

Γιατί έγραψες αυτό το βιβλίο; Ως μια παραβολή για τον ρατσισμό; Ως μήνυμα προς τα παιδιά; Ως φόρο τιμής στην τσιγγάνικη φυλή ή κάτι άλλο;
Η φιλόσοφος Χάνα Άρεντ έχει μιλήσει για την «κοινοτοπία του κακού». Ότι τη βάση της δεν την αποτελούν οι φανατισμένοι, οι ιδεολόγοι εκφραστές των ολοκληρωτικών ιδεολογιών, αλλά οι μικροί, συνηθισμένοι άνθρωποι που δεν σκέπτονται και τους ακολουθούν∙ οι άνθρωποι… «της διπλανής πόρτας» που, αρνούμενοι τη σκέψη, στην ουσία αρνούνται την ανθρωπιά τους. Αυτό, για μένα, είναι το πιο τρομακτικό, το ότι ο καθένας μας θεωρητικά μπορεί να γίνει ο κακός, αναπαράγοντας και ανακυκλώνοντας τον εφιάλτη και το ότι ως γονείς μπορεί να μεγαλώνουμε κακούς. Πρωτίστως, γι’ αυτό ξεκίνησα να πω αυτή την ιστορία, για να μοιραστώ αυτόν μου τον φόβο. Γι’ αυτό κι η ιστορία της Άλης λέγεται από τη μεριά του θύτη κι όχι του θύματος, μέσα από τη φωνή του πιο συνηθισμένου παιδιού –που όμως, ευτυχώς, συνειδητοποιεί και το λάθος αλλά και το ότι η μόνη ασπίδα μας είναι η ανθρωπιά μας, η αλληλοαποδοχή και ο αλληλοσεβασμός. Τα παιδιά, αν τους επιτρέψουμε, το βλέπουν αμέσως ότι ο κόσμος μας είναι όμορφος, ακριβώς χάρη στη διαφορετικότητά μας∙ αυτό μου δίνει ελπίδα και ήθελα κι αυτό να το μοιραστώ.Βασίλης Κουτσογιάννης-εικονογράφος: Ξεκίνησα με τη λέξη σκοτάδι, από το ποίημα του Λειβαδίτη, που παραθέτει η Αγγελική στην αρχή τού Από μακριά. Αυτό με οδήγησε στη σκέψη ότι εμείς οι ίδιοι σκοτεινιάζουμε τα άτομα που βάζουμε στο περιθώριο, ενώ στην πραγματικότητα εκείνα λάμπουν, ίσως και εκτυφλωτικά. Μαθαίνουν να ζουν στο σκοτάδι και εμείς θεωρούμε ότι εκεί τους αρέσει να υπάρχουν. Αποφάσισα, λοιπόν, ότι τα πάντα σε αυτό το βιβλίο θα γεννιούνται από το σκοτάδι και δούλεψα έντονα με το δίπολο σκοτάδι-φως. Η Άλη είναι ένα λαμπερό κορίτσι, που η κοινωνία το έχει σπρώξει στην άκρη και του έχει κλείσει το φως. Το λούνα παρκ είναι το φως της και μέσω αυτού φωτίζει την πόλη. Εμπνεύστηκα πολύ από την κουλτούρα του λούνα παρκ/carnival. Ένας φωτεινός, γυαλιστερός, neon πόλος έλξης, όπου γύρω του συμβαίνουν όλα. Που κρύβει μια μελαγχολία μέσα στην υπόσχεση για εξαναγκασμένη χαρά. Το τραγούδι «Child I Will Hurt You» των Crystal Castles είναι ακριβώς αυτό που είχα στο μυαλό μου, ενώ εικονογραφούσα το βιβλίο. Αυτός ο μεταλλικός, ηλεκτρονικός, θολός ήχος που βγάζει, σαν φτιαγμένος από μικρά λαμπάκια. Έτυχε να δω τη σειρά «Euphoria», πριν αρχίσω να σχεδιάζω, η οποία με έβαλε σε σκέψη πάνω στην παλέτα του βιβλίου. Πάνω στο πώς μία μοβ-μπλε-φούξια, glittery αισθητική μπορεί να είναι άκρως συμπεριληπτική και περιέργως μπορεί να αναδείξει ένα τέτοιο θέμα. Ένα θέμα ρατσισμού, βίας, φύλου, αλλά και τόσων άλλων πραγμάτων που βάζει η Αγγελική στο τραπέζι. Το φως κορυφώνεται σταδιακά όσο γυρνάνε οι σελίδες και το βιβλίο καταλήγει λουσμένο σε άπλετο φως. Δεν μιλάμε για λύτρωση (στα δικά μου, τουλάχιστον, μάτια), μιλάμε ίσως για την άλλη πλευρά του νομίσματος. Εξάλλου κανένα φως δεν αρκεί αν δεν είναι σε ισορροπία με το σκοτάδι του.Το βιβλίο της Αγγελικής Δαρλάση Από μακριά κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο σε εικονογράφηση του Βασίλη Κουτσογιάννη.

Leave a Reply