Η Φιλίππα ήταν το τελευταίο παιδί που θα περίμενα να αναπτύξει σχολική φοβία ξεκινώντας το Δημοτικό. Πολύ κοινωνική, πρόσχαρη, περιζήτητη στις παιδικές παρέες, επιβεβαίωνε στο έπακρον τη θεωρία που θέλει τα «παιδιά-σάντουιτς», τα μεσαία παιδιά μιας οικογένειας δηλαδή, να είναι εξαιρετικά δημοφιλή και ευπροσάρμοστα.
Ήταν αυτό που λέμε η «ψυχή της παρέας». Τα Σαββατοκύριακα κυριολεκτικά δεν προλάβαινα να απαντάω στα τηλέφωνα κανονίζοντας ραντεβού σε σπίτια και παιδικές χαρές με συμμαθητές, αφού με το ισχυρό ταμπεραμέντο της, όπως έλεγαν και οι δασκάλες της, είχε κερδίσει το σεβασμό και την εκτίμηση αγοριών και κοριτσιών.
Όταν προς το τέλος του καλοκαιριού εκείνου, που θα ξεκινούσε το Δημοτικό, η Φιλίππα έβαλε δυο φορές τα κλάματα αναπολώντας το Νηπιαγωγείο, δεν ανησύχησα. «Δε θέλω να πάω Δημοτικό, θέλω την κυρία Τασούλα, την κυρία Παναγιώτα και τους φίλους μου!»
«Μα καλέ, δε θα χαθείτε (μέγα ψέμα, αφού μάτια που δε βλέπονται… ποιος αλήθεια κράτησε παρέες από το Νήπιο αν δε συνέχισε στο Δημοτικό μαζί τους;) Και φυσικά, θα πηγαίνεις όποτε θες να βλέπεις τις παλιές δασκάλες σου!» Με κάτι τέτοια την «ξεπέταξα», αφελώς, θεωρώντας τα δυο επεισόδια απλή νοσταλγία για αυτό που θα άφηνε κι όχι φόβο γι΄αυτό που θα ερχόταν. Δεν υποπτεύθηκα ότι το παιδί μού έκρουε τον κώδωνα για κάτι πιο σοβαρό. Δεν ήξερα ακόμα τι σημαίνει σχολική φοβία. Ο εύκολος χαρακτήρας της, αλλά και το γεγονός ότι θα είχε μαζί και τη μεγαλύτερη αδελφή της, που θα πήγαινε Τρίτη, έκανε στα μάτια μου το δρόμο της Φιλίππας για την Α΄Δημοτικού, στρωμένο με ροδοπέταλα…
Κούνια που με κούναγε.
Ημέρα Αγιασμού. Η Φιλίππα κάνει με (φαινομενική) άνεση το πρώτο της βήμα στο σχολικό προαύλιο μαζί με την αδελφή της την Ελπίδα. Διστάζει λίγο όταν αναγκάζεται να μας αποχωριστεί για να μπει στη σειρά με τα άλλα παιδιά του τμήματος αλλά το κάνει. Όλα καλά.
Πρώτη ημέρα σχολείου. Επίσης όλα καλά, έρχεται με τη λίστα που πρέπει να ψωνίσουμε, τα ψωνίζουμε, τη ρωτάω τι έκανε στο διάλειμμα, μου λέει ότι έπαιξε λίγο με τα αγόρια της τάξης, θαυμάζω το ότι έκανε ήδη παρέες, απαντάω «Μια χαρά, πώς θα τα πήγαινε άλλωστε, για τη Φιλίππα μιλάμε» σε όσους φίλους και συγγενείς τηλεφωνούν να ευχηθούν «καλή σχολική χρονιά» και να ρωτήσουν πώς τα πήγε «το πρωτάκι μας.»
Δεύτερη μέρα σχολείου. Ο δάσκαλος της Ελπίδας απεργεί, οπότε η Φιλίππα πάει σχολείο χωρίς την αδελφή της.
Κι εκεί αρχίζει το «πάρτι».
Έντεκα η ώρα το πρωί τηλεφωνεί η δασκάλα: η Φιλίππα έχει πάθει υστερία, κλαίει και φωνάζει να έρθουν να την πάρουν οι γονείς της ΤΩΡΑ! Φτάνουμε απορημένοι στο σχολείο, βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, τι συνέβη, σε πείραξε κανείς, όχι, απλά δε θέλω να ξαναπάω χωρίς την Ελπίδα, βρε σίγουρα είναι αυτός ο λόγος, μήπως έγινε κάτι, όχι, εντάξει, αύριο που θα είναι κι η Ελπίδα θα δεις που θα είναι όλα μια χαρά.
Αλλά δεν είναι. Πρωί τρίτης μέρας σχολείου. Η Φιλίππα κλαίει με μαύρο δάκρυ κι αρνείται να ετοιμαστεί, η αδελφή της, η γιαγιά, ο μπαμπάς της κι εγώ, όλοι της εξηγούμε ότι δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί για κάτι, ξέρει το χώρο, έχει μια πολύ καλή δασκάλα, γνώρισε τους συμμαθητές της, μα τι στο καλό συμβαίνει;
Την πηγαίνουμε μέχρι εκεί αλλά αρνείται να μπει στο προαύλιο. Μάταια την καλοπιάνει η δασκάλα, μάταια την παρακαλάμε κι εμείς. Η δασκάλα της η κυρία Βάνα, που είχε και τη μεγάλη μου κόρη και είναι καταπληκτική, μας εξηγεί πως πρέπει αποφασιστικά να την αφήσουμε και να φύγουμε, το κάνουμε αμήχανα, σαστισμένοι με όλο αυτό που γίνεται. Με το που κλείνει η αυλόπορτα το παιδί σκαρφαλώνει στα κάγκελα να πηδήξει έξω, ήταν ανέκαθεν τρομερή στο σκαρφάλωμα, ο φύλακας και η δασκάλα προσπαθούν να τη συγκρατήσουν, εκείνη έχει δρασκελίσει το κάγκελο, ωρύεται «μη με αφήνετε, μη φύγετε, μαμά, μπαμπά!», περαστικοί κοιτάζουν, εγώ κι ο μπαμπάς της τα έχουμε χαμένα. Ζητάω να ανοίξουν την πόρτα κι εκείνη κατεβαίνει από τα κάγκελα και πέφτει με λυγμούς στην αγκαλιά μου. Όχι. Εδώ δε μιλάμε για πείσμα ή καπρίτσιο. Εδώ κάτι δεν πάει καλά.
Τις επόμενες μέρες η μικρή είτε δε δέχεται να ξεκινήσει καν για το σχολείο, είτε δέχεται με τα χίλια ζόρια, αλλά με το που πάει να κλείσει η αυλόπορτα κάνει σαν τρελή και γαντζώνεται πάνω μας. Η δασκάλα αφιερώνει αρκετή ώρα να της μιλάει εκεί, μπροστά στην πόρτα αλλά πρέπει να ασχοληθεί και με τα υπόλοιπα 16 πρωτάκια της που την περιμένουν στην τάξη. «Ίσως πρέπει να ζητήσετε βοήθεια από το τμήμα Ένταξης και Παράλληλης Στήριξης» μας λέει. Δεν ξέρω καν τι ειν΄αυτό. Δεν την ακούω. Και σύντομα, θα το μετανιώσω.
«Μου φαίνεται σαν φυλακή, στο διάλειμμα δε βλέπω την Ελπίδα γιατί τα Τριτάκια παίζουν υποχρεωτικά αλλού, ένα παιδί με έσπρωξε, δε μου αρέσει η τάξη, θέλω να κάθομαι σπίτι, μαζί σου…» είναι οι εξηγήσεις που καταφέρνει να μου δώσει στις επανειλημμένες ερωτήσεις για το τι συμβαίνει, τι της φταίει.
Εγώ εντωμεταξύ διανύω τους πρώτους μήνες της τέταρτης εγκυμοσύνης μου και δεν ξέρω πώς να το διαχειριστώ όλο αυτό. Είναι φανερό ότι το παιδί υποφέρει στη σκέψη του σχολείου οπότε τις περισσότερες φορές απλώς υποκύπτουμε και την αφήνουμε να μείνει σπίτι, παίρνοντας την με το καλό. Προσπαθήσαμε βέβαια και με το πιο… άγριο λέγοντάς της ότι αφού δεν είναι συνεπής στην υποχρέωση της να πάει σχολείο τότε ναι μεν θα μείνει εδώ αλλά δεν έχει ούτε βόλτα ούτε μαγαζιά ούτε αραλίκι στην τηλεόραση. Λίγο τη νοιάζει. Μακριά από το σχολείο να ΄ναι και ξαναγίνεται μεμιάς ο παλιός χαρούμενος εαυτός της. Πράγματι όλες τις άλλες ώρες πλην του πρωινού όπου δίνεται η… μάχη, το παιδί είναι μια χαρά. Παίζει, σκαρφαλώνει, γελάει…συννεφιάζει μόνο όταν κάποιος πάει να της ανοίξει κουβέντα για το θέμα-τζιζ: «μα καλά βρε Φιλίππα, με το σχολείο τι θα γίνει;»
Η ιστορία όμως αρχίζει να τραβάει πολύ. Πλησιάζει τέλος Σεπτέμβρη και ουσιαστικά δεν έχει μπει κανονικά στην τάξη. Ο Διευθυντής του σχολείου δέχεται, για να βοηθηθεί το παιδί, να καθίσω για δυο μέρες στο διάδρομο και να μένει η πόρτα της τάξης ανοιχτή για να με βλέπει, όπως ζήτησε η ίδια. Το θέαμα είναι αστείο, αλλά αρχικά δείχνει να δουλεύει: η μικρή κάθεται στην τάξη, εγώ σε μια καρέκλα στο διάδρομο δίπλα στην πόρτα, μου ρίχνει συνέχεια κλεφτές ματιές και στο διάλειμμα κολλάει πάνω μου και δε βγαίνει στην αυλή παρ΄ ό,τι οι συμμαθητές της την προσεγγίζουν ζεστά. Δε θα ξεχάσω τη συμμαθήτριά της, το Μαράκι, ένα παιδί με εξαιρετική ενσυναίσθηση, που όλες εκείνες τις μέρες την πλησίαζε και της έλεγε «έλα Φιλίππα, θα είμαι εγώ μαζί σου, έλα να παίξουμε.»
Μα η Φιλίππα ανένδοτη, κολλημένη πάνω μου σε όλα τα διαλείμματα.
Την τρίτη μέρα με αφήνουν να είμαι στο διάδρομο αλλά με την πόρτα της τάξης κλειστή.
Κι εκεί που νομίζω ότι όλα πάνε καλά και βαδίζουμε προς το τέλος της περιπέτειας, η Φιλίππα βγαίνει από την τάξη και καλά για να πάει τουαλέτα, πέφτει στην αγκαλιά μου και κλαίγοντας αρνείται να ξαναμπεί. «Δε μπορώ αν δε σε βλέπω, δε μπορώ με την πόρτα κλειστή!» Φτου κι απ΄την αρχή!
Αποφασίζουμε να ζητήσουμε βοήθεια παιδοψυχολόγου-και πολύ αργήσαμε.
«Σχολική φοβία» είναι η διάγνωση της ειδικού, που μας ζητά να θυμηθούμε αν συνέβη τους προηγούμενους μήνες κάτι σοκαριστικό για το παιδί, κάτι που να του δημιούργησε ανασφάλεια. Συνέβη, ναι, ένας έντονος διαπληκτισμός ανάμεσα σε εμένα και τον πατέρα της και δυστυχώς ήταν κι εκείνη μπροστά, έξι μήνες νωρίτερα. Να γιατί πρέπει να το βουλώνουμε οι γονείς και να μη μαλώνουμε ποτέ μπροστά στα παιδιά… Ποτέ. Νόμος. Μα μπορεί να φταίει αυτό; Ναι, μπορεί, όπως μπορεί να «φταίει» και η δική μου εγκυμοσύνη-χώρια που από μόνη της η είσοδος στο Δημοτικό αποτελεί τεράστια αλλαγή για ένα παιδάκι.
Η Ιωάννα Σγουρομάλλη, παιδίατρος-παιδονευρολόγος και πρόεδρος της ειδικής διαγνωστικής μονάδας «Σπύρος Δοξιάδης», εξηγεί: «Μια μετακόμιση, ένας διαζύγιο, ένα έντονο γεγονός, μια ασθένεια ή θάνατος αγαπημένου προσώπου μπορούν να πυροδοτήσουν τη σχολική φοβία, τον υπερβολικό δηλαδή φόβο για το σχολείο που οφείλεται σε αγχώδη διαταραχή. Δεν εμφανίζεται μόνο σε «πρωτάκια.». Ακόμη κι ένα μεγαλύτερο παιδί μπορεί, για παράδειγμα, μετά από μια παρατεταμένη ασθένεια που το κράτησε καιρό μακριά από το σχολείο να μη θέλει να ξαναπάει. Ή ένα παιδί που έχει πέσει θύμα bullying ή δυσκολεύεται στις κοινωνικές επαφές.»
Ο καιρός περνάει επικίνδυνα, φτάνει τέλος Σεπτέμβρη, η σχολική φοβία συνεχίζεται και ουσιαστικά το παιδί δεν έχει μπει στην τάξη. Μας είναι αδύνατον να τη ζορίσουμε άλλο. Μιλάμε για ένα παιδί 6 χρονών, που δε μπορείς να το πάρεις σηκωτό και να το πας με το ζόρι-κάτι που έτσι κι αλλιώς δε θα κάναμε-και που οι αντιδράσεις του σου σπαράζουν την καρδιά. Όσες φορές επιχειρούμε να φτάσουμε μέχρι το σχολείο, η εξέλιξη είναι πάντα η ίδια: κλάμα και αντίσταση.
Σαν μια έσχατη λύση, την πάμε δοκιμαστικά σε ένα «ψαγμένο» ιδιωτικό που σκεφτόμαστε ότι ίσως ταιριάξει στο ελεύθερο κι αντισυμβατικό της πνεύμα. Λύση που αποδεικνύεται εντελώς εσφαλμένη, όταν εκεί, αντί να προσεγγίσουν γλυκά και ήρεμα ένα παιδί που τρέμει από φόβο, ένα παιδί με σχολική φοβία, καλούν την πιο γεροδεμένη τους γυμνάστρια για να το συγκρατήσει παροτρύνοντας εμάς «να φύγουμε χωρίς να κοιτάξουμε πίσω». «Εδώ δεν κάθομαι. Θέλω να προσπαθήσω να πάω στο κανονικό μου σχολείο» δηλώνει ορθά κοφτά η Φιλίππα μετά από δύο δραματικές «δοκιμαστικές» μέρες (που δε θέλει κανείς μας να τις θυμάται) στο «ψαγμένο» ιδιωτικό.
Την επόμενη κιόλας μέρα, ζητάμε βοήθεια από το Τμήμα Ένταξης και Παράλληλης Στήριξης του σχολείου. Η υπεύθυνη του τμήματος η Χριστίνα, μια γλυκύτατη νέα κοπέλα, μου ζητάει απλά να την εμπιστευθώ και να συνεργαστούμε για το καλό του παιδιού. Θα καταφέρει αυτό που δεν έχουμε καταφέρει όλοι τόσον καιρό; Και ποιο είναι το αντικείμενό αυτού του τμήματος τέλος πάντων; «Να βοηθά παιδιά που αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα προσαρμογής να ενταχθούν ομαλά στο σχολικό περιβάλλον» μου εξηγεί η Χριστίνα. Για να δούμε…
«Τη σχολική φοβία την αναπτύσσουν συνήθως παιδιά με προσκόλληση στη μητέρα» τονίζει η κυρία Σγουρομάλλη «και χρειάζεται συνεργασία μεταξύ οικογένειας και σχολείου για να αντιμετωπιστεί.»
Για τις επόμενες δύο εβδομάδες η κυρία Χριστίνα κάνει θαύματα με την κόρη μου και τη σχολική φοβία τηε. Υπογράφουν κάθε μέρα κι από ένα «ιδιωτικό συμφωνητικό» που το φτιάχνουν οι δυο τους. Για παράδειγμα: 1) Αύριο θα μείνω στο σχολείο ως τις 11 παρά τέταρτο. 2) Αποχωρίζομαι χωρίς κλάμα τη μαμά στην πόρτα. 3) Η μαμά παραμένει στο αυτοκίνητο, τη βλέπω από μακριά στο διάλειμμα. 4) Κάνω μάθημα με την κυρία Χριστίνα τις 2 πρώτες ώρες και μετά παρακολουθώ για μία ώρα στην κανονική μου τάξη.
Κάθε φορά που η Φιλίππα τηρεί τους όρους του «συμβολαίου», παίρνει από ένα μικρό δωράκι ή αυτοκόλλητο, ενώ απαραίτητο είναι η συμφωνία να τηρείται απαρεγκλίτως. Αν δηλαδή έχει συμφωνηθεί ότι θα μείνει στο σχολείο ως τις 11, ακόμη κι αν θελήσει να μείνει παραπάνω, δε γίνεται!
Το κόλπο, ναι κι όμως, πιάνει. Το πρωί την πηγαίνω, μπαίνει μέσα ήρεμα κι εγώ αράζω στο αυτοκίνητο παρέα με περιοδικά, ζεστή σοκολάτα και αραβικές πίτες. Στα διαλείμματα της γνέφω από τα κάγκελα κι εκείνη μου χαμογελάει. Αρχίζει να νιώθει σιγουριά.
Σιγά σιγά προστίθεται άλλο ένα μισάωρο, λίγη ακόμα ώρα στην παραμονή της στο σχολείο και συμφωνούν με την κυρία Χριστίνα «η μαμά να μην κατεβαίνει στα διαλείμματα από το αμάξι για να τη βλέπεις, θα ξέρεις ότι είναι εκεί.»
Κάποια μέρα την κρυφοκοιτάζω στο πρώτο διάλειμμα και διαπιστώνω ότι δεν κοιτάει πια προς τα κάγκελα να με βρει αλλά παίζει με τα άλλα παιδιά. «Μαμά, μπορείς να πηγαίνεις σπίτι όταν με αφήνεις σχολείο, δε με νοιάζει πια» μου ανακοινώνει μια πρωία. Περνάω ωστόσο άλλη μια βδομάδα, κρυφά της, από μόνη μου, στο αυτοκίνητο, να την παρακολουθώ. Και τα πάει περίφημα. Παρά την προειδοποίηση της δασκάλας της και της κυρίας Χριστίνας δεν πισωγυρνάει ούτε στις διακοπές των Χριστουγέννων ούτε όταν λείπω στο μαιευτήριο για να γεννήσω, λίγο μετά το Πάσχα. Σχολική φοβία τέλος.
Τρία χρόνια έχουν περάσει από τότε και δε θα είναι υπερβολή να πω ότι η Φιλίππα, τριτάκι πλέον, δε θυμίζει σε τίποτα εκείνες τις πρώτες της μέρες στο Δημοτικό. Δημοφιλής, δυναμική, με παρέες και μέσα σ΄όλα, παραμένει πάντα αντισυμβατική και λίγο επαναστάτρια, λατρεύει το σχολείο και τους φίλους της και η σχολική φοβία είναι για εκείνη, μια θολή ανάμνηση. Για εμάς τους γονείς της όμως, παραμένει ένα γερό μάθημα στο σχολείο της ζωής, το οποίο μας άνοιξε τα μάτια σε πολλά και μας δίδαξε άλλα τόσα.