ΜΑΡΙΟΣ ΜΑΖΑΡΗΣ: Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

ΜάζαρηΣυνάντησα τον δάσκαλο Μάριο Μάζαρη διαδικτυακά, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και παρακολουθώντας τις αναρτήσεις του δεν μπόρεσα να μην αναλογιστώ πόσο διαφορετική θα ήταν η παιδεία στην Ελλάδα αν όλοι οι εκπαιδευτικοί σκέφτονταν και έπρατταν όπως εκείνος. Όπως σχολίασε κάποιος αναγνώστης του: «Είναι ο δάσκαλος που πρέπει να έχουν όλα τα παιδιά». Δεν μπορούσα, λοιπόν, παρά να τον προσεγγίσω, ώστε να γνωρίσουν τον ίδιο, τη φιλοσοφία και το έργο του ακόμα περισσότεροι γονείς και εκπαιδευτικοί.

Ποιος είστε, κ. Μάζαρη; Πώς συστήνεστε;
Συστήνομαι ως Μάριος, είμαι ο τελευταίος που θα μιλήσει για μένα, τόσο από συστολή όσο και από άποψη, καθώς προτιμώ να μιλούν οι πράξεις, οι ιδέες μου, οι σχέσεις που αναπτύσσω με τα παιδιά, τους γονείς και τους κοντινούς μου ανθρώπους. Αν έπρεπε οπωσδήποτε να πω κάτι για μένα, θα διάλεγα τις λέξεις «ανήσυχος» και «δημιουργικός». Συνηθίζω να λέω ότι παράγω περισσότερες ιδέες απ’ όσες προλαβαίνω να εφαρμόσω, αλλά αυτό με κινητοποιεί συνεχώς, ώστε να επιλέγω τις πιο χρήσιμες και ουσιαστικές. 

Πώς προέκυψαν οι παιδαγωγικές σπουδές; Θέλατε πάντοτε να γίνετε δάσκαλος; Κι όταν γίνατε, βάλατε κάποιο στοίχημα με τον εαυτό σας;
Δεν ήταν κάτι που είχα προγραμματίσει. Τα  παιδιά της γενιάς μου (γεννήθηκα το 1983), όταν έπρεπε να συμπληρώσουμε μηχανογραφικό, δεν είχαμε ξεκάθαρα στο μυαλό μας ποιες σπουδές θέλαμε να ακολουθήσουμε. Κι αυτό, νομίζω, ήταν και παραμένει μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες του ελληνικού σχολείου: Είναι μια μηχανή που δουλεύει με ιλιγγιώδεις ταχύτητες και οι επιβάτες του δεν ξέρουν τον προορισμό τους, κυρίως γιατί δεν έχουν χρόνο να τον σκεφτούν και χώρο να εκφραστούν. Όταν πάντως έγινα δάσκαλος, κατάλαβα σχεδόν αμέσως ότι δεν μου ταιριάζει αυτό το σύστημα, καθώς είχα πάντοτε παραπάνω ιδέες απ’ όσες μου επέτρεπε να υλοποιήσω το σύστημα. Το στοίχημα που βάζω κάθε χρονιά είναι να μην κάνω εκπτώσεις στις ιδέες μου και μέχρι στιγμής τα καταφέρνω.

Ποια ήταν τα συναισθήματά σας όταν πρωτομπήκατε μέσα στην τάξη; Τι είδατε, τι σας άρεσε, τι δεν σας άρεσε και πώς προσπαθήσατε να αλλάξετε τα κακώς κείμενα;
Θυμάμαι ότι ήμουν πολύ αγχωμένος. Αυτό που ίσως δεν συνειδητοποιούν τα παιδιά ή οι γονείς που συνεργάζεσαι κάθε χρονιά είναι η ευθύνη που μπορεί να νιώθεις, να είσαι χρήσιμος, να μην απογοητεύσεις, να κερδίσεις το ενδιαφέρον, την προσοχή, τον σεβασμό. Δεν πιστεύω σε αγάπη και σεβασμό εκ των προτέρων, πρέπει να τα κερδίσεις εσύ κάθε φορά. Την πρώτη χρονιά σκεφτόμουν πώς θα με πάρουν στα σοβαρά τα παιδιά, όντας τόσο μικρός και απροετοίμαστος, γιατί  ̶ κακά τα ψέματα ̶  καμιά σχολή δεν σε προετοιμάζει για την εμπειρία της τάξης. Αυτό που είδα όμως με γοήτευσε∙ κυρίως οι κόσμοι που ανοίγονται μπροστά σου, οι άνθρωποι που μπορείς να γνωρίσεις, να ξεκλειδώσεις και να γίνεις μέρος της δικής τους ιστορίας. Τα παιδιά είναι άνθρωποι που αγαπώ να μαθαίνω, ένα ένα ξεχωριστά.
Αυτό που δεν μου άρεσε είναι το ίδιο το πλαίσιο, η υπέρογκη ύλη, το στρες που χτίζεται από το νηπιαγωγείο σχεδόν και ένα ολόκληρο σύστημα φωτοτυπίας, φροντιστηρίων και βαθμοθηρίας. Για μένα το σχολείο είναι μια αγκαλιά, ένας χώρος όπου καλείσαι να μάθεις, να αποδεχτείς, να αγαπήσεις τον εαυτό σου και να τον βελτιώσεις και όλοι μου οι στόχοι κινούνται γύρω από αυτά.

Ποιες πρωτοβουλίες παίρνετε μέσα στην τάξη σας και ποιες είναι οι αντιδράσεις παιδιών και γονέων; Είχατε ποτέ να αντιμετωπίσετε αρνητικές «κριτικές» από πιο… συντηρητικούς γονείς και συναδέλφους; Για παράδειγμα, έχετε κάνει σημαντική δουλειά στο κομμάτι των έμφυλων στερεοτύπων, τα οποία ελάχιστοι αγγίζουν στο σχολείο (και λίγοι στο σπίτι)…
Δεν ξέρω αν θα τις χαρακτήριζα πρωτοβουλίες, από τη στιγμή που όσα προσπαθώ να καλλιεργήσω προκύπτουν από τα ίδια τα παιδιά. Παρατηρώ πολύ το κάθε αγόρι, το κάθε κορίτσι ξεχωριστά, τις σχέσεις μεταξύ τους αλλά και τον τρόπο που μαθαίνει, αντιλαμβάνεται και αλληλεπιδρά κι από αυτές τις παρατηρήσεις μου προκύπτουν δράσεις που ενισχύουν την ενσυναίσθηση τους, την αποδοχή του εαυτού μας και του διπλανού, κουβέντες για τη διαφορετικότητα και τα έμφυλα στερεότυπα, που είναι χρέος όλων μας να εξαλειφθούν.
Οι γονείς είναι πάντα στο πλευρό μου, μέσα στα χρόνια έχω να θυμάμαι ελάχιστα περιστατικά με γονείς που δεν  επικοινωνήσαμε σωστά τις ανησυχίες μας. Η συντριπτική πλειονότητα με στηρίζει, με αγαπά, κυρίως γιατί βλέπει τις προθέσεις μου, αλλά και γιατί προσπαθώ να γίνονται μέρος της διαδικασίας και οι ίδιοι, με μικρά συμβούλια όπου μπορεί να μοιράζομαι μαζί τους τις ιδέες μου, να εξηγώ, να ζητώ την έγκριση ή την άποψή τους ή ακόμα να κάνω και μαζί τους δράσεις. Τότε, βλέπω τη χαρά στο πρόσωπό τους∙ νιώθουν και πάλι παιδιά.
Οι συνάδελφοι, όμως, με τους οποίους έρχομαι σε επαφή στο σχολείο δυσκολεύονται να νιώσουν παιδιά, γι’ αυτό συνήθως οι δράσεις μου μοιάζουν να μην τους αφορούν. Ή τις βλέπουν ως όχι και τόσο απαραίτητες μπροστά στο να καλυφθεί η ύλη.

Μέσα στην πανδημία, στο πλαίσιο της τηλεκπαίδευσης, προσπαθήσατε να κάνετε το μάθημά σας όσο το δυνατόν πιο διασκεδαστικό και ουσιαστικό για τα πιτσιρίκια, που προφανώς δυσκολεύονταν τόσο μαθησιακά όσο και ψυχολογικά. Ενώ ταυτόχρονα, στην κάθε επιστροφή τους στην τάξη, κάνατε δράσεις ξεχωριστές -πάντοτε τηρώντας με ευλάβεια τα μέτρα- ώστε τα παιδιά να αισθάνονται χαρούμενα και να ξορκίζουν τον φόβο τους. Ήταν ο τελευταίος ενάμισης χρόνος η μεγαλύτερη πρόκληση στην επαγγελματική σας πορεία; Πώς εργαστήκατε ώστε να πετύχετε όλα όσα πετύχατε; Έχετε εικόνα για το αν σας μιμήθηκαν άλλοι συνάδελφοί σας;
Τα τελευταία 4-5 χρόνια ήταν ένα σύνολο προκλήσεων στην επαγγελματική μου πορεία, κυρίως γιατί αποφάσισα να πλησιάσω περισσότερο τις δικές μου αρχές και στόχους και να κάνω επιλογές για τις οποίες θα νιώθω περισσότερο υπερήφανος μετά, δίνοντας χώρο σε μια πιο συναισθηματική και ψυχολογική προσέγγιση των μαθητών και μαθητριών.
Η πανδημία, η καραντίνα, η τηλεκπαίδευση ήρθε σαν φυσική δοκιμασία να μου αποδείξει ότι δεν έχω πάρει λάθος κατεύθυνση και ότι αυτό που έχει μεγαλύτερη αξία είναι οι υγιείς ψυχικά και σωματικά άνθρωποι και ύστερα οι γεμάτοι πληροφορίες, κανόνες και ιστορικές χρονολογίες.
Ο τελευταίος ενάμισης χρόνος ήταν εξαιρετικά δημιουργικός, γιατί προσπάθησα να ενώσω παιδιά που γνωρίστηκαν μέσα από την κάμερα, να δώσω συνοχή σε μια ομάδα, σε μια τάξη, και να τα κάνω να ανυπομονούν για την καθημερινή μας συνάντηση. Γιατί είχε μάθημα, αλλά είχε και παιχνίδι, κατασκευές, μικρές και μεγάλες δοκιμασίες, στις οποίες άλλοτε εμπλέκονταν μόνο τα παιδιά κι άλλοτε όλη η οικογένεια.
Στόχος και σκοπός μου ήταν να υπάρξει ροή στις μέρες, στα συναισθήματα και στην επικοινωνία μας. Νομίζω τα καταφέραμε εξαιρετικά και τούτο σίγουρα θα το θεωρώ μεγάλο παράσημο στην πορεία μου. Αυτός είναι και ο λόγος που δημοσιοποιούσα πολλές από τις δράσεις μου στο διαδίκτυο. Θεωρώ ότι οι ιδέες που δεν μοιράζονται είναι νεκρές ιδέες και χαιρόμουν πάντοτε με τα δεκάδες μηνύματα αγνώστων συναδέλφων που μου ζητούσαν λεπτομέρειες ή μου έστελναν τα αποτελέσματά τους. Έδειξαν τόσο μεγάλο ενδιαφέρον σε ό,τι μοιραζόμουν που με συγκινούσε και μου έδινε ελπίδα ότι δεν είμαστε τελικά λίγοι όσοι βλέπουμε το σχολείο σαν μια ευκαιρία για άλλα πράγματα.

Ποια είναι τα πιο σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η πρωτοβάθμια εκπαίδευση στη σύγχρονη Ελλάδα; Κι αν, ως διά μαγείας, γινόσασταν υπουργός Παιδείας (τι ωραία που θα ήταν!), ποια θα ήταν τα τρία πρώτα πράγματα που θα αλλάζατε στο δημοτικό σχολείο;
Θα έλεγα ότι είναι πολλά, από θέματα ανθρώπινου δυναμικού και εξοπλισμού μέχρι θέματα στόχων και πλαισίου. Δεν έχω μάθει να χωρίζω τους συναδέλφους σε καλούς και κακούς, γιατί δεν έχω επίγνωση του έργου τους, αλλά τους χωρίζω σε όσους έχουμε κοινούς προβληματισμούς και σε όσους απέχουμε πολύ. Λυπάμαι που οι περισσότεροι δείχνουν παραδομένοι σε ένα κυνήγι ύλης, φωτοτυπίας και διαγωνισμάτων και ξεχνάνε τι σπουδαία δουλειά μπορούν να κάνουν στο χτίσιμο χαρακτήρων, κάτι που φυσικά δεν πάει μαζί με το σχολικό εγχειρίδιο…Γενικότερα, θα έλεγα ότι η πρωτοβάθμια εκπαίδευση δείχνει να μην έχει στόχο σαφή, παρά μόνο να μεταδοθεί ένας πελώριος όγκος πληροφοριών, ενώ ταυτόγχρονα δεν καλλιεργείται η κριτική σκέψη ή η αυτενέργεια του παιδιού. Θα μπορούσα να πω πολλά, που κουράζουν κι εμένα που τα σκέφτομαι, γι’ αυτό προτιμώ να εργάζομαι προς την αντίθετη κατεύθυνση από το να τα σκέφτομαι.
Αν μπορούσα να διορθώσω ως δια μαγείας τρία πράγματα, θα κρατούσα ανθρώπους που πραγματικά αγαπούν να είναι κοντά στα παιδιά και έχουν μεράκι και όραμα, θα αφαιρούσα γενναίες ποσότητες ύλης και αντικειμένων και βέβαια θα έδινα τον λόγο στα παιδιά.

Περνώντας πολύ χρόνο με παιδιά διαφόρων ηλικιών, έχω διαπιστώσει πως, είτε φοιτούν στο νηπιαγωγείο είτε στην Γ’ λυκείου, τους λείπουν τα μαθησιακά κίνητρα. Οι μαθητές, στη συντριπτική τους πλειονότητα, αντιλαμβάνονται το σχολείο ως κάτεργο ή έστω πάρεργο, τον εκπαιδευτικό ως μπαμπούλα ή ως αναγκαίο κακό, τα μαθήματα ως ανούσια και βαρετά «πρέπει». Έτσι, ελάχιστοι πηγαίνουν στο σχολείο με κέφι και ουσιαστική δίψα για μάθηση. Ποιος φταίει για την κατάσταση αυτή, που φυσικά κρατάει χρόνια  ̶ ίσως έτσι ήταν πάντα αντιληπτό το σχολείο στο συλλογικό ασυνείδητο ̶  και πώς θα μπορούσε να αλλάξει προς όφελος του κάθε ατόμου και κατ’ επέκταση της κοινωνίας;
Φταίμε όλοι, φταίει το ίδιο το σύστημα κι εμείς που το υλοποιούμε. Φταίνε τα βιβλία που δεν καλλιεργούν την κριτική σκέψη, παρά προωθούν τη στείρα απομνημόνευση, φταίει η ύλη που είναι μεγάλη, τα αντικείμενα πολλά. Το παιδί βομβαρδίζεται με πληροφορίες από τόσους δασκάλους, που όλοι απαιτούν να τις μάθει και να εξεταστεί. Όμως κανείς δεν υπολογίζει τον όγκο μαθημάτων που ένα παιδί πρέπει να μάθει, να διαβάσει, να γράψει, και πόσες ώρες θα περάσει στο σπίτι μέχρι να τελειώσει τα πάντα. Το σχολείο του απομυζά όλο τον χρόνο και κανείς δεν ρωτά το ίδιο το παιδί πώς νιώθει. Αντιθέτως, οι μόνες ερωτήσεις που μπορεί να του απευθύνουν είναι αν διάβασε, αν έχει απορίες κι αν θέλει να σηκωθεί στον πίνακα.
Το ελληνικό σχολείο είναι αρκετά παρωχημένο ως μοντέλο, αλλά ταυτόχρονα τόσο απαιτητικό, που λίγοι εκπαιδευτικοί μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Και για να λέμε τα πράγματα όπως έχουν, όσοι εκπαιδευτικοί κι αν θελήσουν να δώσουν άλλο νόημα και χαρά στους μαθητές που έχουν απέναντι τους, αν το ίδιο το υπουργείο δεν αλλάξει τροχιά, δεν υπάρχει περιθώριο μεγάλων αλλαγών. Τα παιδιά θα συνεχίσουν να υποφέρουν κι εγώ θα συνεχίσω να ακούω συναδέλφους να γκρινιάζουν που δεν τελείωσαν το κεφάλαιο στην ιστορία, πως τα παιδιά έχουν ξεφύγει και δεν διαβάζουν τίποτα και πως «δεν ξέρουν πως γράφεται η λέξη αποθαρρύνω, αν είναι δυνατόν» Το σχολείο αποθαρρύνει τους μαθητές.

Εσείς, πάλι, δίνετε ιδιαίτερη σημασία στην ενθάρρυνση και στο «μπράβο». Τι προσφέρει η θετική στάση του εκπαιδευτικού προς τους μαθητές του και γιατί είναι τόσο δύσκολο να εφαρμοστεί από το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας;
Είναι μικρές αποχρώσεις αυτές, που κι εγώ έμαθα να παρατηρώ στην πορεία των χρόνων μου στις τάξεις. Είναι αλλιώς να πεις σε ένα παιδί «Είναι λάθος όσα λες» και άλλο «Δεν είναι αυτή που ψάχνω, αλλά σ’ ευχαριστώ για την απάντησή σου». Δυστυχώς, οι περισσότεροι εκστομίζουμε φράσεις που αποκαρδιώνουν τα παιδιά, γιατί ακούγονται μπροστά σε άλλους 20-25 συμμαθητές και το παιδί νιώθει ότι ρεζιλεύεται ή ότι δεν έχει περιθώρια να φτιάξει μόνο του την εικόνα του ή ακόμα και να γνωρίσει τον εαυτό του. Όταν του λέμε συνεχώς «Μη μιλάς, σώπα, κάνε ησυχία», το μαθαίνουμε να αμφισβητεί τον εαυτό του, να σκέφτεται πως η γνώμη του δεν έχει σημασία και πως η άποψή του δεν έχει λόγο να ακουστεί. Εγώ, λοιπόν, θέλω να ακούω όλες τις απόψεις, όλες τις γνώμες, λέω στα παιδιά μπράβο που τις εκφράζουν και τους τονίζω ότι δεν υπάρχει μόνο μια σωστή άποψη, ούτε καν η δική μου. Τα αποτελέσματα είναι σπουδαία, γιατί τα παιδιά εκπαιδεύονται στον διάλογο και τολμούν να εκφραστούν για τα πάντα, είτε ανώδυνα είτε επώδυνα, κυρίως γιατί αισθάνονται ότι δεν θα τα κοροϊδέψει κανείς, αλλά και ότι υπάρχει ένα πλαίσιο ασφαλείας μέσα στην τάξη.
Δεν είναι τίποτα δύσκολο να εφαρμοστεί, αλλά όπως προείπα μεγάλο μέρος των εκπαιδευτικών έχουν παραδοθεί σε ένα κυνήγι ύλης και λεπτομέρειας και δεν βρίσκουν χρόνο να σκεφτούν τη μεγαλύτερη εικόνα. Το ελληνικό σχολείο εξάλλου βάλλεται από παντού και είναι σε κατάσταση άμυνας.

Οι νέες τεχνολογίες έχουν μπει για τα καλά στη ζωή μικρών και μεγάλων. Δυστυχώς, έχω την αίσθηση ότι η πλειονότητα των χρηστών δεν τις «εκμεταλλεύεται» και κάνει λανθασμένη χρήση ή κατάχρηση, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μη λειτουργούν ως μαθησιακό εργαλείο, αλλά να αποτελούν και τροχοπέδη στην απόκτηση πολύπλευρων γνώσεων. Θα ήθελα την άποψή σας.
Καταρχάς,  το σχολείο δεν είναι ίδιο παντού. Ακόμα και τώρα που μιλάμε υπάρχουν σχολεία με διαδραστικούς πίνακες, υπάρχουν σχολεία που έχουν ακόμα κιμωλίες, υπάρχουν σχολεία που έχουν τηλεοράσεις και άλλα που δεν έχουν δεύτερο κασετόφωνο να μοιραστούν. Είναι τόσο μεγάλη η ψαλίδα από σχολείο σε σχολείο, από περιοχή σε περιοχή… Η περίοδος της καραντίνας ανέδειξε λίγα μόνο από τα προβλήματα που υπάρχουν, όταν το υπουργείο θεώρησε ή άφησε να εννοηθεί ως δεδομένο ότι κάθε σπίτι έχει υπολογιστές και διαδίκτυο. Δεν είναι όμως έτσι, δεν έχουν όλα, όσο κι αν κάνει εντύπωση. Κάθε εκπαιδευτικός, λοιπόν, έχει να αντιμετωπίσει μια διαφορετική συνθήκη, ένα διαφορετικό δυναμικό τάξης, αλλά και τις δικές του αδυναμίες. Μην ξεχνάμε ότι οι Έλληνες εκπαιδευτικοί βρίσκονται μέσα σε τάξη μέχρι και άνω των 60 ετών. Δεν είναι εύκολο όλες οι ηλικίες να μάθουν κάθε εργαλείο με τον ίδιο τρόπο, αλλά δεν υπάρχει και η πολυτέλεια του χρόνου. Πραγματικά, θα εκπλαγείτε με το πόσος χρόνος είναι παραγωγικός μέσα σε μια διδακτική ώρα των 45 λεπτών . Συνήθως είναι τα 25-30 λεπτά κι αν αναλογιστείτε τα τμήματα των 25 και άνω μαθητών και την υπέρογκη ύλη, θα καταλάβετε γιατί πολλοί επιλέγουν την εύκολη και πιο σίγουρη λύση του «ανοίξτε βιβλίο, υπογραμμίστε να προλάβουμε πριν χτυπήσει το κουδούνι».

Πώς, άραγε, θα μπορούσε το σύγχρονο σχολείο να αξιοποιήσει τις νέες τεχνολογίες προς όφελος μαθητών και εκπαιδευτικών;
Θα καταντήσω κουραστικός, αλλά όλα αυτά είναι θέμα του υπουργείου, θέμα γενναίων αποφάσεων και αλλαγής πολιτικής. Όταν στα περισσότερα σχολεία της Ευρώπης οι μαθητές δεν κουβαλούν καν τα βιβλία στο σπίτι ή δεν χρειάζεται να απομνημονεύσουν τόνους ημερομηνιών, τοποθεσιών, κανόνων, ενώ εδώ τιμωρούμε ένα παιδί αν δεν μάθει απέξω νομούς, πρωτεύουσες, εντολές, προσευχές, γραμματικές, καταλαβαίνετε πόσο απέχουν τα δικά μας σχολεία από τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Ειδικά σήμερα, που τα παιδιά ασχολούνται τόσο πολύ με τις social εφαρμογές, με το YouTube, και παίζουν το διαδίκτυο στα δάχτυλα, το σχολείο επιμένει να ζητάει πληροφορίες με τον παλιακό τρόπο, αντί να διδάσκει στο παιδί πώς να τις αναζητά στο διαδίκτυο, να αξιολογεί και να κρίνει ποιες είναι σωστές και ποιες όχι. Ζούμε στην εποχή του διαδικτύου και το σχολείο πρέπει να εκπαιδεύσει τους μαθητές πώς να το χρησιμοποιούν με ασφάλεια, τι να αναζητούν, πώς να διακρίνουν τα fake news και πώς τόσα και τόσα εργαλεία του μπορούν να αξιοποιηθούν στο να παρουσιάσει τις εργασίες και τη δουλειά του.

Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του γονιού ενός μαθητή δημοτικού; Πώς μπορεί να στηρίζει και να βοηθήσει το παιδί του και να αντεπεξέλθει στην υποχρεωτική μαθησιακή διαδικασία, αλλά ταυτόχρονα και να αγαπήσει τη μάθηση, απαλλαγμένο από τις σχολικές αγκυλώσεις;
Ο ρόλος του γονιού στο να αγαπήσει το παιδί το σχολείο είναι τόσο σημαντικός όσο και αυτός του δασκάλου, έτσι η συνεργασία τους και το να θέτουν κοινούς στόχους είναι απαραίτητο. Θα ξεκινούσα, όμως, από αυτό που θεωρώ το πιο σημαντικό, τον διάλογο. Για να μπορέσει ένα παιδί να καλλιεργήσει την προσωπικότητα του πρέπει να δείξουμε ότι καταλαβαίνουμε κάθε του συναίσθημα. Η ενσυναίσθηση είναι το μάθημα που λείπει περισσότερο από τη ζωή μας. Αν αρχίσει κάθε γονιός και κάθε δάσκαλος να ακούει τα θέλω και τις απόψεις του παιδιού του, θα δομηθούν πιο ολοκληρωμένοι και υγιείς άνθρωποι. Είναι όμως μεγάλη κουβέντα αυτή για να τη χωρέσω εδώ.
Θα έλεγα ότι είναι σημαντικό ο γονιός να βοηθάει στο να υπάρχει ένα ήρεμο περιβάλλον στο σπίτι, ένα πρόγραμμα στο διάβασμα (διαβάζουμε, δηλαδή, συγκεκριμένη ώρα και για συγκεκριμένη ώρα), να προσφέρει μικρές βοήθειες χωρίς να δίνει έτοιμες απαντήσεις και κυρίως να προσφέρει στο παιδί την αίσθηση ότι το αγαπάει όπως και να ‘χει. Το σχολείο δεν βαθμολογεί αν είμαστε καλοί ή κακοί άνθρωποι, παρόλο που πολλοί το αισθάνονται έτσι. Το σχολείο απλώς αξιολογεί την προσπάθεια που κάναμε μια συγκεκριμένη στιγμή, σε συγκεκριμένα μαθήματα, υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Άρα, ένα παιδί πρέπει να νιώθει ότι το στηρίζουμε, ότι είμαστε εκεί για να το βοηθήσουμε και για να συζητάμε με τους εκπαιδευτικούς του όσα εμείς ή εκείνοι παρατηρούν και μπορούμε να δουλέψουμε καλύτερα ή περισσότερο.

Πώς φαντάζεστε ότι θα κυλήσει η φετινή σχολική χρονιά; Ακόμα κι αν όλα πάνε τέλεια και η διά ζώσης εκπαίδευση λειτουργήσει κανονικά, είναι δυνατόν μαθητές, εκπαιδευτικοί και γονείς να γιατρέψουν μέσα σε λίγους μήνες το συλλογικό τραύμα του τελευταίου ενάμιση χρόνου; Έχετε να προτείνετε ορισμένες καλές παιδαγωγικές πρακτικές;
Πιστεύω ότι θα κυλήσει λίγο καλύτερα από την περασμένη χρονιά, διατηρώ μια μικρή μόνο επιφύλαξη για το αν θα παραμείνουμε καθ’ όλη τη χρονιά στις τάξεις ή θα περάσουμε και κάποιο διάστημα στο σπίτι, κάτι που απεύχομαι όσο τίποτα. Η περσινή χρονιά για μένα (και τους μαθητές και τις μαθήτριες μου) ήταν η καλύτερη της ως τώρα πορείας μου, γιατί ένιωσα ότι καταφέραμε μέσα σε αυτόν τον κόσμο που γκρεμίζεται να αγκαλιάσουμε ο ένας τον άλλον, να γνωρίσουμε και να αγαπήσουμε το σχολείο. Ότι τα περσινά μου πρωτάκια έμαθαν να γράφουν, να διαβάζουν, να μετρούν, αλλά κυρίως να αγαπούν το ένα το άλλο μού έδωσε πολλή δύναμη και τεράστια χαρά, πίστεψα ότι είμαστε ανίκητοι. Αυτό που βοήθησε, όμως, ήταν ότι όλοι μαζί συναποφασίσαμε πώς θα περνούσαμε αυτή τη χρονιά. Με πολλή κουβέντα, παιχνίδια, κατασκευές, δοκιμασίες, όσες ιδέες μοιραζόμουν και στο διαδίκτυο, γιατί έβλεπα τι αποτελέσματα είχαν και ήθελα να δώσω και σε άλλους τη χαρά να το ζήσουν.
Η καραντίνα ανέδειξε όλες τις παθογένειες του ελληνικού σχολείου: τη φωτοτυπιοκρατία, την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ δασκάλων και μαθητών και την απουσία ενσυναίσθησης αρκετών συναδέλφων. Χρειάζεται να ιεραρχήσουμε το τι είναι πιο σημαντικό, η ψυχική υγεία ή η ύλη και να στραφούμε με άλλα εργαλεία προς τα εκεί. Το μαγικό είναι ότι επενδύοντας στην καλή ψυχική υγεία των παιδιών η ύλη βγαίνει ευχάριστα και απολαμβάνουν τη διαδικασία όλοι. Επενδύοντας όμως στην ύλη δεν σημαίνει ότι βοηθάς στην καλή ψυχική υγεία κανενός.

Οργίζομαι με την καθημερινή απαξίωση του δημόσιου σχολείου από μερίδα της κοινωνίας. Προφανώς, αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις κάκιστες μεταπολιτευτικές εκπαιδευτικές πολιτικές κάθε κυβέρνησης. Όμως, για να είμαστε ειλικρινείς, υπάρχουν και κάμποσοι «βολεμένοι» εκπαιδευτικοί, που μοιάζουν να έχουν ξεχάσει ή να μην κατανόησαν ποτέ ότι ασκούν λειτούργημα, με αποτέλεσμα να «επιτρέπουν» την απαξίωση αυτή στον δημόσιο διάλογο, που ως επί το πλείστον λαμβάνει χώρα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τι, άραγε, θα μπορούσε να τους κινητοποιήσει και να προσπαθήσουν περισσότερο; Δεν συνειδητοποιούν την ευθύνη που έχουν απέναντι στους μαθητές τους;
Δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Θα πω μόνο πως αναγνωρίζω την ύπαρξη εκπαιδευτικών που  ̶ στα δικά μου μάτια ̶  δείχνουν ότι δεν αγαπούν τα παιδιά ή έχουν μια τελείως άλλη έννοια της αγάπης, που δεν μπορώ να την  αναπαράγω. Το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης το έχουν πράγματι όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις πολλών δεκαετιών, που δεν έφεραν το σχολείο στη νέα εποχή ή δεν το έκαναν με ομαλό τρόπο (γιατί και οι απότομες αλλαγές δημιουργούν πανικό, δυσπιστία και παραφωνίες), όπως και δεν έκαναν το σχολείο περισσότερο ευέλικτο στο να τοποθετεί κατάλληλους ανθρώπους σε κατάλληλα σημεία ή να τους αλλάζει θέση όταν κρίνεται απαραίτητο.
Δυστυχώς, ζούμε σε μια εποχή με τεράστια έλλειψη εμπιστοσύνης, κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν, τις προθέσεις ή το όραμα του, δικαίως ορισμένες φορές, αδίκως άλλες.
Από την άλλη, αυτή η απαξίωση στα κοινωνικά δίκτυα δεν είναι μετρήσιμη ούτε μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα. Άλλοι μπορεί να γκρινιάζουν για εκπαιδευτικούς που βάζουν πολλές εργασίες, άλλοι για αυτούς που δεν βάζουν, άλλοι για τις άδειες, άλλοι για τις διορθώσεις, άλλοι ξεσπούν στο σχολείο για τη διαχείριση της πανδημίας, για τη χρήση μασκών, για χίλια δυο… Ο κάθε άνθρωπος έχει ένα δίκιο από τη δική του πλευρά. Όπως λέω και στα παιδιά στην τάξη, όλες οι απόψεις σωστές είναι, για τον καθένα που τις εκφράζει. Από κει και πέρα, υπάρχει η επικοινωνία με τον δάσκαλο, η κουβέντα μαζί του, το να θέσουν κοινούς στόχους και να βοηθήσει ο ένας τον άλλον. Όσα χρόνια δουλεύω, πάντα προσπαθώ να επικοινωνώ με τους ανθρώπους, τα παιδιά και τους γονείς τους. Θα καθίσω να μιλήσω μαζί τους όσες ώρες χρειαστεί, γιατί ο στόχος μας είναι κοινός, το καλό του παιδιού. Η επικοινωνία, όμως, χρειάζεται πολλά αυτιά και λίγη γλώσσα, να ακούς, να κατανοείς και να συζητάς. Θα έλεγα, λοιπόν, σε κάθε γονιό που αντιμετωπίζει δυσκολίες με τη δασκάλα ή τον δάσκαλο να προσπαθήσει να κάνει έναν μεγάλο και ουσιαστικό διάλογο μαζί της/του ως πρώτο βήμα.

Ποιοι είναι οι στόχοι σας για το μέλλον; Πιστεύετε ότι έχετε τη δύναμη να λειτουργήσετε ως παράδειγμα για συναδέλφους σας, αλλά και για γονείς;
Δεν ήταν ποτέ στόχος μου να είμαι παράδειγμα για τους άλλους. Ακόμα και στην τάξη μέσα θέλω να με βλέπουν τα παιδιά σαν συμμαθητή τους που απλώς τυχαίνει να ξέρει δυο πράγματα παραπάνω. Με ενδιαφέρει να κατευθύνω τα παιδιά στο να ενισχύουν την προσωπικότητα, τη φωνή τους, να ανακαλύπτουν τον εαυτό τους και να τον αγαπούν, όπως και να σέβονται τον διπλανό τους. Οι στόχοι μου, λοιπόν, είναι να συνεχίσω προς αυτή την κατεύθυνση, με την όρεξη μου, τη χαρά μου, τη λαχτάρα μου και τις ιδέες μου. Θα συνεχίσω να τους μοιράζομαι και διαδικτυακά, όχι όμως γιατί θέλω να προβάλλω το πρόσωπο μου ή εμένα σαν κάτι ξεχωριστό· αυτό είναι κάτι που μόνο η αγάπη των μαθητών και μαθητριών σου, οι πράξεις και οι αγκαλιές τους μπορούν να σου δώσουν. Μοιράζομαι όσα με κάνουν χαρούμενο μέσα στην τάξη, όσες ιδέες με κάνουν να ελπίζω πως τα νέα παιδιά θα αλλάξουν τον κόσμο, θα είναι περισσότερο δίκαια, χωρίς διακρίσεις, κακοποιήσεις, έμφυλα στερεότυπα, θα είναι περισσότερο κοντά στον αληθινό εαυτό τους και θα τον αγαπούν για αυτό που είναι και τις μοιράζομαι γιατί υπάρχει μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων που δεν γνωρίζω και με γεμίζουν μηνύματα, λέγοντας μου ότι πήραν τις ιδέες μου ατόφυες ή τις άλλαξαν και έκαναν ένα μικρό, δικό τους θαύμα. Δεν θέλω να είμαι παράδειγμα, απλώς απολαμβάνω να είμαι μια πρόταση, για όποιον θέλει να τη δει.

Τέλος, μια ευχή για τη φετινή σχολική χρονιά!
Μια όμορφη χρονιά, με περισσότερη ενσυναίσθηση. Μια λέξη που ακούμε τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια, μα δεν δείχνουμε να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει. Κάποιοι νομίζουν ότι σημαίνει να αγαπάς τον διπλανό σου. Δεν είναι, όμως, αυτό, είναι μια προσπάθεια να καταλάβεις πώς νιώθει, πώς θα ένιωθες εσύ αν σου συνέβαινε το κακό ή το καλό που του συνέβη. Εύχομαι, λοιπόν, οι τάξεις να είναι γεμάτες παιδιά που είτε θα χαίρονται είτε θα λυπούνται από κοινού, θα είναι όμως πάντα ενωμένες σαν μια γροθιά.Μπορείτε να βρείτε τον Μάριο Μάζαρη στο Facebοοκ www.facebook.com/MariosMazaris/ (Αναγνωστικό) και στο Instagram www.instagram.com/schoolmarius/

Leave a Reply