Μου έλειψες αυτούς τους μήνες που δεν έκατσα να γράψω, αλλά καλοκαίρι ήταν, μπανάκια κάναμε, μοχίτος ήπιαμε, την ξαπλώστρα την πληρώσαμε 15€ και πολύ τα ευχαριστηθήκαμε όλα!
Κάποιοι σε κάποιο νησί του Αιγαίου, κάποιοι του Ιονίου, κάποιοι άλλοι στο all time classic χωριό με τα πανηγύρια, τα τσίπουρα και τα «τίνος εισ’ συ;» της θειας της Περμανθούλας που όλο σε ξεχνάει. Μέχρι να σε θυμηθεί. Που εύχεσαι να μην το κάνει τώρα κοντά και σου αρχίσει την πάρλα για τα πάππου-προς-πάππου προπολεμικά οικογενειακά δρώμενα.
Και μετά, η επιστροφή, το καράβι ή η Εθνική οδός, τα 854 πλυντήρια και τα άλλα τόσα σιδερώματα, η δουλειά και η πρώτη μέρα της που δεν συνηθίζεται για όλα τα λεφτά του κόσμου, η πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου και ο όλεθρος: Τα σχολικά και οι εγγραφές σε δραστηριότητες.
Χρειάζεται διαφορετικού είδους διπλωματία για να πείσεις ένα λιλιπούτειο Νταβέλη πως η τσάντα που κοστίζει 76€ δεν είναι και η καλύτερη επιλογή. Το πράγμα δυσκολεύει (είμαι πλέον σίγουρη πως είναι σατανικά εφευρετικοί οι δημιουργοί των εν λόγω αντικειμένων στους νέους τρόπους προσέγγισης του κοινού τους) όταν η τσάντα έχει λαμπιόνια, μοναδικές παραστάσεις με τα γλυκούλικα τζίνι Shimmer και Shine, κόντρες με τον McQueen και τον Μπάρμπα, την Πέππα και τον Τζορτζ σε νέες περιπέτειες στο Αχλαδοχώρι της Άνω Ραχούλας και τόσα ακόμα που έχασα τον λογαριασμό.
Και μετά, το χάος: Μολύβια απλά, μολύβια μηχανικά, μολύβια με χρωματιστή μύτη για τις καλλιτεχνικές ανησυχίες, μολύβια με γόμα σε σχήμα πιτζαμο-ηρώων, μολύβια με ξύστρα σε σχήμα Barbie-αλεξιπτωτιστής, μολύβια που δεν γράφουν παρά μόνο σε πλακάκια (!), στιλό, χρωματιστές ακουαρέλες, τετράδια, κασετίνες, χάρακες, μοιρογνωμόνια, διαβήτες, Χριστέ μου, ας σταματήσει κάποιος αυτό το μαρτύριο της σταγόνας!
Μπήκαμε στο βιβλιοπωλείο στις 11 το πρωί του Σαββάτου και βγήκαμε στις 5 το απόγευμα. Οι πωλήτριες να με κοιτούν με μισό μάτι και εγώ να τους χαμογελάω και να τους κάνω «ματάκια» μπας και με λυπηθούν.
Η Ηλέκτρα, όμως, ασταμάτητη. «Αν δεν πάρουμε *όλα* τα πράγματα σήμερα, κάτι θα ξεχάσουμε και μετά τι θα πω εγώ στη δασκάλα μου;; Ε μαμά;; Ε;; Μαμά, ε;;»
Με νίκησε, αγαπητό ημερολόγιο, το παραδέχομαι. Μετά τις πρώτες 4 ώρες ψαξίματος, αποδέχτηκα την μοίρα μου, της χαμογέλασα και αγοράσαμε πράγματα που θα μπορούσαν εύκολα να καλύψουν τις ανάγκες δεκατεσσάρων παιδιών. Και πολύ πιθανό να τις καλύψουν στην πραγματικότητα, γιατί το αστέρι μου έχει το αξιολάτρευτο, κατά τα άλλα, συνήθειο να χαρίζει ό, τι κρατάει στα χέρια της και ό, τι λείπει από την κασετίνα των φίλων της.
Μεταίχμιο σ’ αγαπώ, αλλά αυτές οι ιδέες σου με τα βιβλία για τους φίλους και πώς τους συμπεριφερόμαστε, έχουν καταστρέψει τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Απλά, το λέω.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έπειτα μας περίμεναν οι αγορές για το Ταεκβοντό και το κολυμβητήριο.
Για μια στιγμή σκέφτηκα πως αν πιάσω και δεύτερη δουλειά, ίσως να έχω να βάλω βενζίνη μέχρι και το τέλος του μήνα, αν και δεν είμαι πολύ σίγουρη γι’ αυτό.
Η τσέπη και το πορτοφόλι βόγκηξαν, ο μπαμπάς κοκκίνισε ωσάν αστακός ο έρμος, η θεία έτρεχε σαν την παλαβή μετά τη δουλειά για φόρμες και η γιαγιά να λέει «Σίγουρα δεν θέλει κι άλλα πράγματα το παιδί;». Όχι μάνα, δεν θέλει άλλα πράγματα το παιδί. Το παιδί έχει ψωνίσει τον ισολογισμό της Κροατίας. Αν θέλει κι άλλα, δεν είναι παιδί, είναι η Βασίλισσα της Ισπανίας και μας δουλεύει ψιλό γαζί.
Για να μην ξεχάσω που όταν ήμουν εγώ παιδί, άκουγα μόνιμα και σε επανάληψη το αμίμητο «Μόνο ό, τι έχει η λίστα και μην ακούσω κουβέντα!» Πόσο κλάμα, Θεέ μου, είχα ρίξει έξω από το Μινιόν για να μου κάνει το χατίρι και να με αφήσει να αγοράσω την κασετίνα με την Κάντυ-Κάντυ. Αλλά όχι, ανένδοτη. Βράχος η Μαριώ.
Αλλά, άλλο το εγγόνι! Ε, μάνα;; Ε;; Μάνα, ε;; Ε, μάνα;;;;
Καλή σχολική χρονιά σε όλα τα πικολίνια μας και τους δεινοπαθούντες γονείς! Κουράγιο, μόλις αρχίσαμε!