Ένα θέμα για το οποίο δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε στα παιδιά μας, ίσως γιατί δεν έχουμε κι εμείς οι ίδιοι τις απαντήσεις να τους δώσουμε, είναι ο πόλεμος. Η αφορμή για την κουβέντα με τη φιλόλογο και συγγραφέα Αλεξάνδρα Μητσιάλη ήταν… τετραπλή: Η καθημερινή «απειλή» ενός πολέμου με την Τουρκία, τα δυο καινούργια της αντιπολεμικά βιβλία, Ο Βραχοπόλεμος και Το μαντίλι με τα τριαντάφυλλα, ο συνεχιζόμενος και ακατάληπτος από την πλειονότητα των πολιτών πόλεμος στην Ουκρανία και ο τελευταίος Μήνας Εφηβείας, των Εκδόσεων Πατάκη, στον οποίο συμμετείχε με την εκδήλωση για σχολεία Μιλώντας για τον πόλεμο. Πάμε, λοιπόν, να μιλήσουμε για τον πόλεμο και το πώς διδάσκεται στα σχολεία.
Παιδιά κάθε ηλικίας, μα και ενήλικοι, έχουν απορία για τι συμβαίνει εδώ και πάνω από έναν χρόνο στην Ουκρανία. Βάζω και τους ενηλίκους στην εξίσωση, γιατί εκείνοι είναι που καλούνται να εξηγήσουν στα παιδιά. Εσείς τι απαντάτε στους μαθητές σας όταν σας ρωτούν για τον πόλεμο στην Ουκρανία; Και ποια εργαλεία κατανόησης της συγκεκριμένης σύγκρουσης, αλλά και κάθε άλλου πολέμου, χρησιμοποιείτε;
Νομίζω ότι ο τρόπος να προσεγγίσουμε έναν πόλεμο, είτε τον μελετάμε εμείς οι ίδιοι είτε τον συζητάμε με τα παιδιά, είναι να τον εντάξουμε στα συμφραζόμενά του ή, αν προτιμάτε, στο πλαίσιο της εποχής του. Να μην τον αντιμετωπίζουμε, δηλαδή, ως ένα μεμονωμένο γεγονός που ορίζεται από την τοπικότητά του και από αυτές που εμφανίζονται επίσημα ως αντιμαχόμενες πλευρές. Τι θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να καταλάβουμε για τον πόλεμο ανάμεσα στους εξεγερμένους Έλληνες και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1821, αν δεν τον εντάσσαμε στο πλαίσιο των αντιδυναστικών ιδεών του Διαφωτισμού, της γέννησης των εθνών-κρατών και της προωθητικής δύναμης που μετάγγισε στον κόσμο η Γαλλική Επανάσταση ή στο πλαίσιο της σύγκρουσης ανάμεσα σε άνισα εφοδιασμένες κοινωνικές ομάδες και πρόσωπα για την απόκτηση της μετεπαναστατικής εξουσίας (κοτσαμπάσηδες, Φαναριώτες, φτωχά στρώματα κ.τ.λ.); Τι θα μπορούσαμε να καταλάβουμε για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αν τον βλέπαμε μόνο ως μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο ομαδοποιήσεις χωρών (Αντάντ-Κεντρικές δυνάμεις), αν δεν τον εντάσσαμε στην οπτική της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την αποικιοκρατική λογική απόκτησης περισσότερων εδαφών ή ελέγχου πάνω σε νέες πλουτοπαραγωγικές πηγές από τις κυρίαρχες καπιταλιστικές χώρες της εποχής και το αναδυόμενο εθνικό κράτος της Γερμανίας και την μεταξύ τους διαμάχη για τον τίτλο του ιστορικού ιδιοκτήτη του κόσμου μας; Τι θα καταλαβαίναμε για διάφορες τοπικές, σε πρώτη ανάγνωση, πολεμικές συγκρούσεις, όπως για παράδειγμα τον εμφύλιο ανάμεσα στους Χούτου και τους Τούτσι στη Ρουάντα το 1994, που κατέληξε σε γενοκτονία, αν δεν μπορούσαμε να τον «διαβάσουμε» στο πλαίσιο του γερμανικού και βελγικού αποικιοκρατικού παρελθόντος του αφρικανικού αυτού κράτους και της «αξιοποίησης» από μέρους αυτών των χωρών των αντιθέσεων ανάμεσα στις δυο αφρικανικές φυλές ή στο πλαίσιο μιας μακρόχρονης εξαχρείωσης των τοπικών πολιτικών δυνάμεων αλλά και της στάσης που κράτησαν η επονομαζόμενη διεθνής κοινότητα και ο ΟΗΕ; Και δεν βρίσκω τον λόγο να μη συζητάμε με τα παιδιά στο σχολείο το πλαίσιο αυτό. Από τη στιγμή που εμείς το έχουμε ανάγκη για να κατανοήσουμε τον πόλεμο σε όλες τις μορφές του, σίγουρα θα το έχουν κι εκείνα. Ο πόλεμος είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που εμπλέκει πολλές δυνάμεις, που εμπεριέχει πολλές οπτικές, που η αποτίμησή του προϋποθέτει έρευνα και που η ερμηνεία του συνδέεται όχι μόνο με τα δεδομένα που φέρνει στο φως αυτή η έρευνα αλλά και με τους αξιακούς κώδικες του καθενός και της καθεμιάς μας. Και γι’ αυτά όλα πρέπει να συζητάμε με τα παιδιά.
Πάμε στην εθνική μας επέτειο. Στο περίφημο ΟΧΙ. Γιατί έχει γίνει, μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια και την κυρίαρχη αφήγηση εν γένει, ήρωας ένας δικτάτορας και ουσιαστικά πολιτικά προσκείμενος στον Ντούτσε πρωθυπουργός, που εξαναγκάστηκε, μάλλον λόγω της πίεσης της κοινωνίας και της χρόνιας πολεμικής ετοιμότητας της χώρας να υπερασπιστεί τα εδάφη της και όχι λόγω προσωπικής ιδεολογίας, να πει στον Γκράτσι: «Alors, c’ est la guerre», το οποίο μετετράπη σε ΟΧΙ; Γιατί ελάχιστα διδασκόμαστε για τη λήξη του πολέμου και τις σταδιακές απελευθερώσεις των ελληνικών πόλεων; Και τέλος, θεωρείτε ότι ο τρόπος εορτασμού της συγκεκριμένης εθνικής επετείου στην πλειονότητα των σχολείων, διδάσκει κάτι ουσιαστικό τα παιδιά; Διότι από το 1985, που πήγα στο νηπιαγωγείο, μέχρι και σήμερα που είμαι μητέρα εφήβων, έχω λάβει μέρος σε/ έχω παρακολουθήσει μια σειρά από παρόμοιες, βαρετές για τα περισσότερα παιδιά, για να μην πω ανούσιες γιορτές. Δεν έχω δει καμιά εξέλιξη ούτε στους «πανηγυρικούς» ούτε στο υλικό ούτε καλά καλά και στα τραγούδια που επιλέγονται… Φασαρία, καμία κατανόηση, χασμουρητά, απουσίες, εκτός πραγματικότητας εθνικιστικές κορόνες, ζητωκραυγές για χαβαλέ, ακόμα και επιθέσεις σε… παιδιά με καταγωγή από την Αλβανία. Σπάνια πέτυχα, είτε ως μαθήτρια είτε ως μητέρα (ομολογώ ότι θεωρούσα πως θα έχει υπάρξει μια εξέλιξη από το 1997, όταν αποφοίτησα, μέχρι το 2010, όταν παρακολούθησα την πρώτη γιορτή ως μαμά προνηπίου) μια γιορτή, έναν εκπαιδευτικό, ένα τμήμα, που να ξεχωρίσει και να πει κάτι διαφορετικό, κάτι ουσιαστικό και -φευ- κάτι… κατανοητό.
Οι επετειακοί εορτασμοί στα σχολεία δυστυχώς, στις περισσότερες περιπτώσεις, λειτουργούν ως τελετές εγκαθίδρυσης, όπως θα έλεγε ο Μπουρντιέ, της κυρίαρχης αφήγησης ή, αν προτιμάτε, της κυρίαρχης ιδεολογίας για τα ιστορικά γεγονότα. Μέσα από το τυπικό των γιορτών περνάνε μπροστά από τα μάτια των παιδιών, συνοπτικά, αφαιρετικά, γενικευτικά και επομένως αφομοιωτικά, τα κυρίαρχα στερεότυπα, τα οποία με την επανάληψή τους γίνονται τα βασικά αντιληπτικά σχήματα μέσα από τα οποία τα παιδιά μαθαίνουν να βλέπουν και να κατανοούν την πραγματικότητα. Αν, λοιπόν, σε δώδεκα διαδοχικές ετήσιες σχολικές πανηγύρεις –όσα και τα χρόνια της σχολικής φοίτησης– για τον πόλεμο στο ελληνοαλβανικό μέτωπο τα παιδιά ακούνε ότι το περιβόητο ΟΧΙ βγήκε από τα χείλη του Μεταξά, τότε ο Μεταξάς, δια της επαναλήψεως αυτής και δια της απουσίας οποιασδήποτε άλλης ευρύτερης συζήτησης, ταυτίζεται με τον αντιφασιστικό και αντιναζιστικό αγώνα. Και δεν είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο τυχαίο ότι σε ένα ερωτηματολόγιο που συνδιαμορφώσαμε πριν δύο χρόνια με τους μαθητές και τις μαθήτριες μου της τρίτης γυμνασίου και στο οποίο απάντησαν 350 μαθητές/τριες διαφόρων γυμνασίων, στα οποία το στείλαμε, ο Μεταξάς προέκυψε ήρωας, μια ηγετική προσωπικότητα που με θάρρος και παρρησία αντιτάχθηκε στον ναζισμό. Κι ας υπάρχουν ελεύθερες στο διαδίκτυο φωτογραφίες που τον δείχνουν να χαιρετά και να τον χαιρετούν ναζιστικά, και ας είναι «γνωστά» τα πεπραγμένα του ως υπασπιστή του βασιλιά Κωνσταντίνου πριν και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, κι ας είναι «γνωστό» το γιατί συμφώνησαν τα κοινοβουλευτικά κόμματα και ο βασιλιάς να τον εγκαταστήσουν στην κυβέρνηση το 1936 και ας είναι «γνωστές» οι πιέσεις που άσκησαν πάνω του ο αγγλόφιλος και αγγλοτραφής βασιλιάς Γεώργιος ο Β΄ και τα επιχειρηματικά συμφέροντα της χώρας για να αρνηθεί την υποταγή στον Άξονα. ΟΧΙ, κι ο Μεταξάς εντυπώνεται ως ήρωας και περνάει ως τέτοιος από γενιά σε γενιά και ως εκ τούτου οι φασιστικές ιδέες μπορεί, διαμέσου αυτού και των αντιφάσεων που δημιουργεί η προβεβλημένη στάση του, να μη θεωρούνται και τόσο ζημιογόνες για έναν λαό. Σκέτη σύγχυση! Και η ευθύνη μας ως εκπαιδευτικών σε αυτό το σημείο είναι μεγάλη.
Πρόσφατα, μια φίλη με παιδιά στο δημοτικό με ρώτησε αν υπάρχουν, πέραν αυτών της Ζωρζ Σαρή, νέα παιδικά βιβλία για την Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Με ενθουσιασμό της μίλησα για τον Βραχοπόλεμο, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα ότι δεν υπάρχει ή τουλάχιστον δεν έχει πέσει στην αντίληψή μου κάτι άλλο αντίστοιχο για μικρά παιδιά· αλλά και για μεγαλύτερα, πλην του επίσης δικού σας Ξυπόλυτοι ήρωες, που κάνει αναφορά και στην Αντίσταση. Η Μαρίζα Ντεκάστρο κάνει επίσης μια αναφορά στον ρόλο του ΕΑΜ στη διάσωση των Εβραίων στο Οι δικοί μου άνθρωποι, μα το βιβλίο της κινείται σε έναν άλλο άξονα. Τέλος, υπάρχει η Αντίσταση των Ελλήνων, του Φίλιππου Μανδηλαρά, που απλώς δίνει στα πολύ μικρά παιδιά μια πρώτη, επιφανειακή και καλλωπισμένη ανάγνωση. Στα δε σχολεία, το θέμα περνάει επίσης στα ψιλά γράμματα. Θα ξεπεράσουμε ποτέ τα μετεμφυλιακά τραύματα που κουβαλάμε και που γίνονται εμφανέστατα όταν αποφεύγουμε να ανοίξουμε ένα ιδεολογικά ενοχοποιημένο ακόμα θέμα με τα παιδιά; Μπορούμε να δούμε τη σύγχρονη (και όχι μόνο, αλλά κυρίως τη σύγχρονη, μια και την έχουν ζήσει, αν όχι εμείς, άνθρωποι που προλάβαμε εν ζωή) χωρίς παρωπίδες; Τι πήγε τόσο στραβά στην «Εθνική Συμφιλίωση»;
Η δική μου θέση είναι ότι επιβάλλεται να συζητάμε με τα παιδιά για όλα αυτά τα θέματα. Κι όταν δεν μιλάμε εμείς, είναι σίγουρο ότι μιλούν άλλοι: το σχολικό βιβλίο, οι καθηγητές που θα συναντήσουν στην πορεία τους, τα ΜΜΕ, οι φίλοι και οι γνωστοί, τα κόμματα, οι φήμες και οι διαδόσεις κ.τ.λ. Ας συζητάμε, λοιπόν, και εμείς μαζί με όλους τους άλλους και ας ακούσουν τα παιδιά πολλές και διαφορετικές φωνές και ας έχουν ερεθίσματα να επεξεργαστούν τώρα και αργότερα. Ας εξοικειωθούν με την ιδέα ότι για κάθε θέμα υπάρχουν διαφορετικές οπτικές γωνίες, τις οποίες πρέπει να αναζητούν και να εξετάζουν, αλλά ότι υπάρχει και μια αλήθεια που τις συμπεριλαμβάνει αλλά και τις υπερβαίνει και την οποία για να προσεγγίσει κάποιος/α χρειάζεται έρευνα αλλά και τα κριτήρια ενός αξιακού κώδικα που δίνει νόημα σε όλα αυτά, με κυρίαρχη αξία τη δικαιοσύνη. Κάπως έτσι θα εξοικειωθούν και με την ιδέα ότι κάποια στιγμή, μεγαλώνοντας, καταλήγουμε σε μια προσωπική γνώμη, που την κρατάμε όμως ανοικτή στη συζήτηση και κυρίως στα δεδομένα που θα αποκαλύψει ενδεχομένως η έρευνα του μέλλοντος, η δική μας και η επιστημονική. Αλλά είναι ανάγκη να τους μιλάμε με γεγονότα και πρώτα απ’ όλα να αναζητάμε εμείς οι ίδιοι τα γεγονότα, να μελετάμε τα γεγονότα, προτού μπούμε στη διαδικασία να κάνουμε «μάθημα», εντός ή εκτός εισαγωγικών, στα παιδιά. Γιατί συνήθως κατηγορούμε τα παιδιά ότι δεν ξέρουν, ενώ εμείς αναμασάμε όσα μάθαμε στο σχολείο ή όσα επαναλαμβάνει επίμονα και υπομονετικά η τηλεόραση. Στην ανάγκη να μιλάμε στα παιδιά για την Ιστορία και την αλήθεια, ανάγκη για την οποία έγραψαν ο Αναγνωστάκης, ο Εγγονόπουλος, η Ζέη, η Σαρή, ανταποκρίνεται και ο Βραχοπόλεμος. Και αν κάποιος/α πει ότι εμπλέκω στο συγκεκριμένο βιβλίο τα παιδιά σε βίαια γεγονότα που έχουν ανθρώπινα θύματα, θα του απαντήσω ότι είναι καλό να μην μπερδευόμαστε∙ δεν είναι κάθε βία ίδια. Υπάρχει η βία, υπάρχει και η αντιβία, η αναγκαστική βία της αντίστασης στην κυρίαρχη βία. Υπάρχει η βία των κυρίαρχων και η βία των κυριαρχούμενων. Η βία που αποσκοπεί στην καθυπόταξη και η βία που αποσκοπεί στην απελευθέρωση. Και αυτά τα δύο πρέπει να γίνονται διακριτά. Κι αν με ρωτάτε ή επειδή με ρωτάτε, δεν είναι που «κάτι πήγε στραβά στην εθνική συμφιλίωση». Είναι που αυτός ο όρος είναι μια ιδεολογική κατασκευή που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Εθνική συμφιλίωση στην Ισπανία που έζησε κι αυτή έναν φοβερό εμφύλιο πόλεμο το 1936 και μια στυγνή δικτατορία μέχρι το 1972 και μετά μια βασιλική εξουσία που είχε τις ευλογίες του αποχωρούντος δικτάτορα Φράνκο; Εθνική συμφιλίωση στην Ελλάδα που μέχρι πριν πενήντα μόλις χρόνια, το 1974, κυβερνιόταν μέσες άκρες από το καθεστώς των δοσίλογων του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, πότε ως κράτος και πότε ως παρακράτος, με σοβαρότατες επιπτώσεις για τον λαό και τη χώρα; Και τι σημαίνει άραγε «εθνική συμφιλίωση»; Και πώς είναι δυνατόν να υπάρχει μια ειρηνική συνύπαρξη στο πεδίο ενός διαρκούς κοινωνικού πολέμου, καλυμμένου με διάφορους μανδύες υψηλής προπαγανδιστικής ραπτικής, ανάμεσα σε μέρη του ίδιου λαού που ζουν εντελώς διαφορετικά, που τα συμφέροντά τους είναι εκ διαμέτρου αντίθετα και που το ένα, το μεγαλύτερο, υφίσταται διαρκώς την καταστρατήγηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του από το άλλο, το μικρότερο, με διάφορες δικαιολογίες; Το ιδεολόγημα της «εθνικής συμφιλίωσης», όσο ευγενικό και μεγαλόψυχο κι αν φαίνεται, είναι υπεύθυνο σε μεγάλο βαθμό για το γεγονός ότι σήμερα, εβδομήντα οκτώ χρόνια μετά το τέλος της Κατοχής και εβδομήντα τέσσερα του Εμφυλίου, μασάμε τα λόγια μας και ψελλίζουμε διαρκώς μισές αλήθειες. Είναι, νομίζω, μια παγίδα που αιχμαλωτίζει αυτούς που, στο παιχνίδι της εξουσίας, είναι οι αδύναμοι.
Πάμε ένα βήμα παραπίσω, στη Μικρασιατική Καταστροφή. Ας μην ξεχνάμε πώς αντιμετωπίστηκαν οι πρόσφυγες άμα τη αφίξει τους. Χρειάστηκε ένας Παγκόσμιος Πόλεμος για να το λειάνουμε και να το εξομαλύνουμε, αλλά και πάλι βλέπουμε –σπανιότερα ή κεκαλυμμένους– Βενιζελικούς και Βασιλικούς να σπαράσσονται στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Ας μην ξεχνάμε και πως ό,τι συνέβη στη Μικρασία ήταν αποτέλεσμα μιας επεκτατικής πολιτικής που μας ήθελε ικανούς να φτάνουμε στον Σαγγάριο και να αναβιώνουμε μια αυτοκρατορία –συνδυασμένη με την εμφάνιση του Κεμάλ ως επικεφαλής των διαλυμένων Οθωμανών. Να κι άλλος ένας πόλεμος, που μας περιτριγυρίζει. Η σύγχρονη Ελλάδα και η σύγχρονη Τουρκία να αλληλοεξοπλίζονται και να αλληλοκατηγορούνται… Οι μεν να λένε σας σφάξαμε και σας πνίξαμε, να φοβάστε, οι δε να απαντάμε με μια παράξενη ρητορική και ενίοτε με μεγαλοϊδεατικές κορόνες. Και τα παιδιά μας να μαθαίνουν, όπως μάθαμε κι εμείς, να μισούν τους Τούρκους. Στο βιβλίο σας Το μαντίλι με τα τριαντάφυλλα, όπως και στην πλειονότητα όλων όσα κυκλοφόρησαν με αφορμή τα 100 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης, Έλληνες και Τούρκοι, οι λαοί, οι απλοί άνθρωποι, ζουν ειρηνικά, μονοιασμένοι και φίλοι, μέχρι να γίνει το κακό. Και αυτή είναι η απορία των παιδιών; Μα πώς ζούσαν πλάι πλάι; Πώς έκαναν παρέα; Τους είναι αδιανόητο, γιατί τελικά ο Τούρκος έχει περάσει ως εχθρός στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Ακόμα και στα ΜΜΕ, ακούς τη φράση «Κινδυνεύουμε από τον Τούρκο», στον ενικό, χωρίς να αναφέρονται στον Ερντογάν, αλλά στη χώρα ή έστω στην εξωτερική πολιτική που ασκεί. Τελικά, τι έχουν καταλάβει, μέσω του σχολείου, τα παιδιά για τους εχθρούς και τις συγκρούσεις και τους πολέμους και την πολιτική; Υπάρχει ελπίδα να χαμηλώσουν οι τόνοι και να σταματήσουν τα μίση και οι κατηγορίες εναντίον των λαών;
Στο βιβλίο μου, η Αριστούλα και η Αϊσέ είναι φιλενάδες, γιατί οι περισσότεροι Έλληνες και Τούρκοι εκείνη την εποχή ζούσαν φιλιωμένοι, σύμφωνα με πλείστες όσες μαρτυρίες, που είναι εύκολο κάποιος/α να αναζητήσει σε βιβλία ή στο διαδίκτυο, γιατί συμβίωναν για πάρα πολλά χρόνια μαζί. Κυρίως οι «απλοί» άνθρωποι, όπως είθισται να λέγεται, δεν είχαν και δεν έχουν κάτι σοβαρό να χωρίσουν, σε αντίθεση με τους «πολύπλοκους», που συνήθως συγκρούονται για κέρδη και εξουσία. Από κει και πέρα υπάρχει μια σύγχυση ανάμεσα στους λαούς και στους κατά καιρούς ηγέτες τους, ανάμεσα δηλαδή σε αυτά που οι λαοί επιθυμούν και στις πολιτικές που ακολουθούν εκείνοι. Και αυτή η σύγχυση είναι, θα έλεγα, σκόπιμη. Είναι μέρος της πολιτικής προπαγάνδας να εμφανίζουν οι πολιτικοί ηγέτες τις επιλογές που κάνουν οι ίδιοι και τα κόμματά τους ως βαθύτερους πόθους του λαού και πολλές φορές να τον πείθουν κιόλας ότι είναι τέτοιοι, ενώ οι επιλογές αυτές εξυπηρετούν συνήθως μια πολύ μικρή μερίδα του πληθυσμού, αυτήν που κρατά στα χέρια της την οικονομική εξουσία και τους ίδιους τους πολιτικούς που εκπροσωπούν τη μερίδα αυτή. Παρουσιάζοντας τις επιλογές τους ως «εθνική ιδέα» και ως «κοινό συμφέρον» κερδίζουν την κοινωνική συναίνεση, τη νομιμοποίηση δηλαδή να τις εφαρμόσουν. Αυτή τη λογική εξυπηρετούν και οι γενικότητες «ο Τούρκος- εχθρός» ή για εκείνους «ο Έλληνας-εχθρός». Δε μιλούν για εχθρικές πολιτικές, αλλά για εχθρικούς λαούς και έθνη∙ ο εχθρός γενικεύεται, το «κακό» καθολικεύεται και αποδίδεται σε βιολογικά χαρακτηριστικά, σε «εκ γενετής» διαφορές, σε «αιώνιες» διαμάχες, σε ιστορικά «πεπρωμένα» κι έτσι καλύπτονται οι ευθύνες των ηγετών, των πολιτικών ιδεολογιών και των συμφερόντων που εξυπηρετούν. Μέσα από τους γενικόλογους χαρακτηρισμούς και τα ιστορικά τσουβαλιάσματα, επιβιώνουν τα στερεότυπα και ταξιδεύουν από γενιά σε γενιά ανανεώνοντας την τυφλότητά μας. Οι ενήλικοι, γονείς, κηδεμόνες, εκπαιδευτικοί και λοιποί πολίτες, έχουμε ευθύνη να αναγνωρίζουμε αυτά τα στερεότυπα και να προχωράμε πέρα από αυτά, αποδίδοντας τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, αποδίδοντας και επιμερίζοντας δηλαδή, εκεί που υπάρχουν, τις ιστορικές ευθύνες.
Για να κλείσουμε τη συζήτηση για τον πόλεμο… φιλειρηνικά και για να μη φύγουμε πίσω και στον 19ο αιώνα και στην Επανάσταση, εσείς, ως εκπαιδευτικός και ως λογοτέχνης, τι θα συμβουλεύατε τους γονείς και τους συναδέλφους σας ως προς την «εκπαίδευση» των παιδιών, ανεξαρτήτως ηλικίας, σχετικά με το τι είναι πόλεμος; Και ποια εργαλεία θα τους προσφέρατε για να τους διευκολύνετε;
Θα επαναλάβω μάλλον μετ’ επιτάσεως την απάντηση που έδωσα και πρωτύτερα. Είναι ανάγκη να αναζητάμε μαζί με τα παιδιά, να μελετάμε μαζί με αυτά, να συζητάμε με αυτά τα συγκεκριμένα θέματα. Να βρίσκουμε χρόνο μέσα στο μάθημα και μέσα στο σπίτι. Ή έστω στο σπίτι να συζητάμε μεταξύ μας, ακόμα και αν φαίνεται ότι εκείνα παίζουν με το κινητό τους και δεν μας ακούν. Αν παίζουμε, όμως, κι εμείς με το κινητό μας και δεν βγαίνει κουβέντα από το στόμα μας για όλα αυτά τα ζητήματα, ας μην περιμένουμε προβληματισμό, γνώση και ωριμότητα από εκείνα. Οι συζητήσεις για τον πόλεμο είναι συζητήσεις για την Ιστορία και ταυτόχρονα συζητήσεις για την πολιτική, γιατί η Ιστορία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πολιτική. Τι ήταν η επανάσταση του ’21, ο Α΄ και ο Β’ παγκόσμιος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, η Χούντα, αν όχι πολιτική που έγραψε Ιστορία; Και η πολιτικοποίηση, δηλαδή το πολιτικό βλέμμα στην κοινωνική και προσωπική ζωή, είναι μόρφωση, γιατί σε οδηγεί να αναζητήσεις και να ανακαλύψεις γέφυρες και συνδέσεις ανάμεσα στους τόπους, τους χρόνους, τους ανθρώπους, τις ομάδες, τα γεγονότα, δηλαδή σε οδηγεί να αναρωτηθείς, να σκεφτείς, να διαβάσεις, να δεις, να ακούσεις, να συζητήσεις, να αμφισβητήσεις, να καταλάβεις. Ενώ το βύθισμα στο lifestyle και στην ατέρμονη κουτσομπολίστικη συζήτηση, «δημοσιογράφων», τηλεπαρουσιαστών/τριών, influencers, παικτών ριάλιτι και δεν συμμαζεύεται, για σχέσεις «πρώην και επόμενες, επώνυμες κι ανώνυμες και γενικώς» –για να θυμηθούμε τον αγαπητό Κηλαϊδόνη– είναι απομόρφωση, γιατί βυθίζει την οπτική των ανθρώπων στο προσωπικό, στο ιδιωτικό, στον υπέροχο εαυτούλη μας που, αν αγαπάει και υπερασπίζεται το «εγώ» του και τα μικροπράγματα που το περιτριγυρίζουν, θα νιώθει όμορφα και θα καταφέρει να πετύχει σε αυτή τη ζωή. Κι ενώ εμείς αγωνιζόμαστε, ξοδεύοντας όλη την ενέργειά μας, να φτιασιδώσουμε όσο καλύτερα μπορούμε αυτόν τον εαυτούλη, για να τον τοποθετήσουμε καθησυχασμένοι και με την αίσθηση της πληρότητας στο εκθετήριο-πωλητήριο της κοινής γνώμης και της καταναλωτικής ζωής, οι ομάδες συμφερόντων με τους θεσμούς και τους οργανισμούς τους αλώνουν τη ζωή μας και αποφασίζουν για το παρόν και το μέλλον μας σύμφωνα με όσα τους εξυπηρετούν. Η συζήτηση για την Ιστορία και την πολιτική δημιουργεί προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση πολιτών που θα μπορούν να αντιληφθούν τι σημαίνει να ζουν σε μια πολιτεία με ένα ορισμένο πολίτευμα και πολιτειακούς και πολιτικούς θεσμούς, τι σημαίνει κοινό καλό, συλλογικότητα, προσωπική κοινωνική και πολιτική ευθύνη, υπεύθυνη απόφαση και δράση. Η μελέτη της Ιστορίας είναι μια δια βίου μαθητεία σε αυτή την κατεύθυνση.
Διαβάστε:
Αλεξάνδρα Μητσιάλη, Ο βραχοπόλεμος, εικονογράφηση: Κατερίνα Χαδουλού, Εκδόσεις Πατάκη
Αλεξάνδρα Μητσιάλη, Το μαντίλι με τα τριαντάφυλλα, Εικονογράφηση: Θέντα Μιμηλάκη, Εκδόσεις Πατάκη