13 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΤΙ: “ΣΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΓΙΑ ΤΥΡΟΠΙΤΑ”

Στης Δήμητρας για τυρόπιταΕχθές το βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι ήμασταν στης Δήμητρας στο Μάτι για τυρόπιτα και κεφτεδάκια.

Καθόμασταν πάλι όλοι μαζί στους πάγκους γύρω από τα μεγάλα μακρόστενα τραπέζια που θύμιζαν κατασκήνωση και τρώγαμε την αξέχαστη τρίγωνη τηγανιτή τυρόπιτα της Δήμητρας με την ντομάτα στην γέμιση και τα κεφτεδάκια με τις πατάτες στα χάρτινα ποτηράκια και τα πλαστικά μικρά πιρούνια.

Και ήταν όλοι εκεί. Όσοι ήρθαν για να μείνουν καιρό και όσοι τσίμπησαν μια πατάτα στο όρθιο από τα δικά μας πιάτα και συνέχισαν την βόλτα τους στο σύμπαν από άλλη τροχιά.

Ο πατέρας μου έφερνε συνέχεια δίσκους γεμάτους στο τραπέζι μας και γελούσε με τον αδερφό μου που τον είχε πάρει ο ύπνος στον πάγκο από την κούραση, κάτω από την λάμπα που έτρεχαν κατά πάνω της οι πεταλούδες για να πεθάνουν από ακαριαίο θάνατο στις αντιστάσεις της.

Μετά κατηφορίσαμε στο Platoon για παγωτό οι μισοί και οι άλλοι μισοί στον Γιώργο για Εκμέκ.

Αυτά τα στέκια εγώ δεν τα θυμάμαι καλά – ό,τι μνήμες έχω είναι μάλλον από περιγραφές της μητέρας μου. Τις πιο έντονες παιδικές μου αναμνήσεις τις έχω από το Λιμάνι στο Μάτι.

Εμείς το λέγαμε απλώς «λιμάνι». Ούτε Μάτι, ούτε τίποτα. Όταν λέγαμε «πάμε στο λιμάνι» όλοι γνωρίζαμε τι εννοούσαμε. Τα είδα όλα καθαρά ξανά εχθές το βράδυ στον ύπνο μου. Παιδιά με ποδήλατα, με καλάμια και πετονιές για ψάρεμα, με χούλα χουπ και γρανίτες στα χέρια, να κρεμόμαστε στις κούνιες και να βουτάμε στην θάλασσα όλη μέρα με μόνο διάλειμμα για τον μεζέ του λιμανιού.

Σε μια στιγμή μου φάνηκε πως είδα και την Μυρτώ εκεί. Όπως την θυμάμαι. Μαυρισμένη από την αλμύρα της θάλασσας, με αυτά τα φωτεινά της μάτια να ρίχνουν πράσινα βέλη όπου κοιτούσαν. Μου ζήτησε να πάρουμε το σκαφάκι της και να ανοιχθούμε λίγο πιο μέσα.

Δέχθηκα και την ακολούθησα.

Ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε και γέμισε καπνούς. Ο αέρας σφύριζε μανιασμένος και ανακάτευε τις σπίθες από τα φλεγόμενα πεύκα με τα κλαδιά και τις στάχτες. Έκανα να κοιτάξω την Μυρτώ αλλά είχε φύγει πια. Είχε ξανοιχτεί μόνη με το σκαφάκι της από καιρό. Οι φλόγες την έκαναν να κοιτάξει πίσω κατά την ακτή αλλά ήταν αδύνατο να επιστρέψει για να βοηθήσει, ήταν ήδη πολύ μακριά.

Βρέθηκα στην μέση της θάλασσας μόνη. Να κολυμπώ με δυσκολία καθώς πιανόταν η αναπνοή μου από τον καπνό. Ένα χέρι ακούμπησε στο δικό μου όσο προσπαθούσα να μείνω στην επιφάνεια του νερού. Ή ίσως δεν ήταν χέρι; Ήταν δύσκολο να διακρίνω ώσπου κι άλλο χέρι, κι άλλο πόδι, κι άλλο κεφάλι. Γύρω μου μια θάλασσα άνθρωποι που κολυμπούσαν για να σωθούν. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Μωρά και ηλικιωμένοι. Με ρούχα, γυμνοί, με κλουβιά από ζώα στην αγκαλιά, πάνω σε ξύλα, σε σανίδες που τις είχε παρασύρει η λαίλαπα για να ξαποσταίνουν εκ περιτροπής. Για μια στιγμή ανακουφίστηκα που δεν ήμουν μόνη αλλά η χαρά μου κράτησε λίγο γιατί όλοι μαζί, ένας ένας, ανέβηκαν στα σκαφάκια τους και άρχισαν να ξανοίγονται κι εκείνοι στα βαθιά. Ένας, ένας. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Μωρά και ηλικιωμένοι. Ξανοίχτηκαν όλοι στα βαθιά. Όπως η Μυρτώ πριν χρόνια.

Και έμεινα μόνη σε μια θάλασσα σκοτεινή γεμάτες στάχτη και πνιγμένη οργή.

maxresdefault

Ήταν όνειρο. Αλλά δεν ήταν. Ήταν όλοι εκεί. Και σε μια στιγμή δεν ήταν πια. Ήμασταν όλοι μαζί και ο καθένας μόνος του. Τα εισιτήρια ή μάλλον τα εξιτήρια μπερδεύτηκαν σε αυτή την μεγάλη άτακτη έξοδο και μέσα στον πανικό αποχώρησαν εσπευσμένα πλάσματα που λίγες ώρες πριν δεν θα το χωρούσε ο νους σου. Καμία αποχώρηση δεν την χωράει ο νους, αλλά κάποια θεάματα είναι απόκοσμα, πώς να το κάνουμε;

Το στέκι της Δήμητρας έχει ερημώσει. Το Platoon δεν υπάρχει πια. Ο Γιώργος με τα εκμέκ είναι ανάμνηση και το Λιμάνι στέκει βουβό, απαρηγόρητο που δεν μπόρεσε να βοηθήσει εκείνη την ημέρα.

Και εγώ κάθε βράδυ συνεχίζω να ξυπνάω στο ίδιο όνειρο, ξανά και ξανά.

maria-papaioannou

Η Μαρία Παπαϊωάννου, πεζογράφος, έζησε μαζί με την οικογένειά της από κοντά την φονική πυρκαγιά στο Μάτι Αττικής. Θέλοντας να κάνει κάτι για να τιμήσει τη μνήμη των θυμάτων που έχασαν τραγικά την ζωή τους, τους πυρόπληκτους και τους εγκαυματίες που παλεύουν ακόμη να σταθούν στα πόδια τους με αξιοπρέπεια και ήθος καθώς και τον τόπο, το ίδιο το Μάτι, στο οποίο έχει ζήσει πανέμορφες στιγμές της ζωής της και το αγαπά, αυτόν το χρόνο που πέρασε έγραψε 13 διηγήματα και ευχαριστεί θερμά το Taλκ που θα δημοσιεύει ένα κάθε ημέρα, μετρώντας αντίστροφα μέχρι την πρώτη μαύρη επέτειο της 23ης Ιουλίου. Για να μην ξεχάσουμε ποτέ. Για να μην ξεχάσει κάνεις. Για το Μάτι.

One Response

  1. Κ.Ζ. 31 Ιουλίου, 2019

Leave a Reply