Η σχεδιάστρια και συγγραφέας Ευτυχία Ηλιάδου –καμιά φορά την αποκαλούν και Suricata- ζει στη Σύρο με τον Πάνο, τον μικρό Βίκτωρα και τον σκύλο τους, τον Κόπολας. Μας περιγράφει, λοιπόν, το εικοσιτετράωρό της ως κατ’ οίκον εργαζόμενης μαμάς.
O Βίκτωρας είναι 13 μηνών. Έχει ένα μήνα που γύρισε ο μπαμπάς του στη δουλειά και περνάμε πολλές ώρες μόνοι μας. Ξυπνάει στην κούνια του, έρχεται στο κρεβάτι και κάτι μου δείχνει. Μισοκοιμισμένη του δίνω παραμύθια και κουκλάκια. Θέλω να κοιμηθώ λίγο ακόμη. Πατάει κουμπάκια και αρχίζουν να παίζουν ανακατεμένα διάφορες μουσικές. «Βαβ βαβ!», φωνάζει και γελάει. Ανοίγω τα μάτια μου και τον βλέπω στην άκρη του κρεβατιού να πετάει τα κουκλάκια του στον Κόπολας. «Εντάξει, σηκωνόμαστε! Πάμε για πρωινό;», τον ρωτάω, σηκώνει τα χεράκια του και τον παίρνω αγκαλιά. Πρωινό… το αγαπημένο γεύμα της μαμάς, κάποτε. Τώρα πια έχει μετατραπεί κυρίως σε μια αναζήτηση του τι θα φάει ο Βίκτωρας. Aυτό που σίγουρα θέλει να τρώει κάθε μέρα είναι το φαγόπυρο. Μα πραγματικά πώς γίνεται να του αρέσει τόσο το φαγόπυρο;
Μετά από αυτό το θεσπέσιο γεύμα είναι ώρα για παιχνίδι. «Πάμε να φτιάξουμε το τρενάκι;» Tον αφήνω να παίξει ελεύθερα. Έρχεται ο Κόπολας και κάθεται στη μέση. Τέλεια ο ένας πετάει τις ράγες και ο άλλος τις δαγκώνει. Μμμ… Το διασκεδάζουν τουλάχιστον. Ο Βίκτωρας κάνει μια μεγάλη αγκαλιά στον Κόπολας και μετά τον κοπανάει λίγο στο κεφάλι. Είναι πολύ χαρούμενοι και οι δυο τους και… απασχολημένοι. Ωραία! Ευκαιρία να μαγειρέψω και να τους παρακολουθώ από την κουζίνα.
Μετά από λίγο ακούω χτυπήματα από χεράκια και ποδαράκια στο πάτωμα. Έρχεται ο Βίκτωρας μέσα στη χαρά και ανακατεύεται στα πόδια μου. Περνάνε από το μυαλό μου τρομακτικές σκέψεις τι μπορεί να πάει στραβά και τι μπορεί να πάθει ο μικρός στην κουζίνα όσο είναι κοντά μου. «Κόπολας! Μπουκάλι!» Πετάω ένα άδειο πλαστικό μπουκάλι και ο Κόπολας το αρπάζει με χαρά και αρχίζει το παιχνίδι. Τον κυνηγάει ο Βίκτωρας, παίρνει το μπουκάλι και του το πετάει. Έτσι κερδίζω λίγα λεπτά ακόμη και τελειώνω γρήγορα γρήγορα αυτό που είχα ξεκινήσει.
Για να τσεκάρω λίγο τα email μου. Ωχ! Πρέπει να στείλω άμεσα τη μακέτα από το εξώφυλλο που σχεδίασα. Κάθομαι στον υπολογιστή και ο μικρός έρχεται στα πόδια μου. «Γιαγιά!», φωνάζει. Η γιαγιά έχει πάρει τη μορφή υπολογιστή και κινητού, γιατί μένει μακριά και τη βλέπει σε βιντεοκλήσεις. «Όχι γιαγιά τώρα αγάπη μου», λέω εγώ και αρχίζει να κλαψουρίζει στα πόδια μου. «Μαμά!» Ιδρώνω από την πίεση. Του δίνω ένα στυλό και παραμένει λίγο απασχολημένος βάζοντας και βγάζοντας το καπάκι… και… τα κατάφερα! Τον παίρνω αγκαλιά, τον πετάω λίγο στον αέρα και ξεκαρδίζεται στα γέλια. Φύγαμε για τη βόλτα μας! Σήμερα ας πάμε στην Ερμούπολη!
Αποχαιρετάμε τον Κόπολας και πάμε στο αυτοκίνητο. Στη διαδρομή -τι καλά!- τον παίρνει ο ύπνος. Έτσι κερδίζω λίγο χρόνο για μένα και τις σκέψεις μου, όταν περπατάω με το καρότσι στην πόλη. Αλλά ο ύπνος του δεν κρατάει πολύ, ξυπνάει πάνω στην ώρα για την επίσκεψή μας στο αγαπημένο μας βιβλιοπωλείο -ίσως βέβαια να τον τράνταξα αρκετά στο προηγούμενο σκαλοπάτι. «Μαμ! Μαμ!», φωνάζει και δείχνει την τσάντα μου. Εννοείται δε φεύγω από το σπίτι χωρίς να είμαι εφοδιασμένη με φαγητό. Του δίνω κάτι να τσιμπήσει και έπειτα κάνω καμιά εξωτερική δουλειά. Πέρασε η ώρα και πρέπει να γυρίσουμε πίσω.
Στο σπίτι ο Κόπολας μας υποδέχεται με χοροπηδητά. «Γρήγορα για φαγητό! Μμμμ τι νόστιμα φασόλια θα φάμε, έλα κάτσε στο καρεκλάκι σου.» Καλό σημάδι που θέλησε να κάτσει στο καρεκλάκι. «Σ’ ευχαριστώ που με ταΐζεις. Δε θέλεις να σε ταΐσω και εγώ; Θέλεις μόνος σου; Εντάξει…» Καλά τα πάει, τρώει. -Γελάει ο Βίκτωρας.- Α! Τι ήταν αυτό; Μου πέταξε φασόλι στο κεφάλι; Δε θα αντιδράσω για να μην το συνεχίσει. Α! Κι άλλο φασόλι! -Γελάει ο Βίκτωρας ακόμη πιο δυνατά- Α! Τώρα τα πετάει στον Κόπολας! Έχει γεμίσει φασόλια το τρίχωμά του. «Αγάπη μου ο Κόπολας δε τα τρώει αυτά, θα σου δώσω φαγάκι για να τον ταΐσεις, εντάξει;» -Ξαφνικά, κουδούνι, γαβγίσματα, χαμός- Ήρθε ο courier! Γυρίζω μισό λεπτό την πλάτη μου να παραλάβω το δέμα. -Ξεκαρδίζεται στα γέλια ο Βίκτωρας.- Ακούω θόρυβο από πλαστικό που χτυπάει στο πλακάκι. Ααααα! Το πιάτο με όλο το φαγητό κάτω στο πάτωμα! Πάλι! Αλλά το πιο αστείο κομμάτι είναι που η μαμά τα μαζεύει από το πάτωμα. Γελάει τόσο πολύ ο Βίκτωρας. ενώ εύχομαι όλο αυτό να του κάνει καλό, γιατί σίγουρα δεν κάνει καλό στα νεύρα μου και στη μέση μου».
«Πάμε βόλτα;» Απαντάει καταφατικά, τον βάζω στο μάρσιπο και φεύγουμε για περπάτημα στη γειτονιά μας. Υπέροχη ηρεμία που διακόπτεται που και που από τον Βίκτωρα που φωνάζει «Νιάου! Νιάου!» όποτε βλέπει γάτα. Περπατάω για αρκετή ώρα και στο τέλος αποκοιμιέται. Γυρίζω σπίτι τον αφήνω στο κρεβάτι και παρακαλάω να κοιμηθεί αρκετά. Καταφτάνει και ο μπαμπάς ιδρωμένος με το ποδήλατο στα χέρια. Ο Κόπολας τρελαίνεται από τη χαρά του, αλλά τους κάνω νόημα να κάνουν ησυχία. Μιλάμε λιγάκι και θαυμάζουμε τα μικρά επιτεύγματα του Βίκτωρα. «Σήμερα ενώ έπαιζε βρήκε στη τσάντα θαλάσσης τα μαγιό μου και τα φόρεσε περνώντας τα από κεφάλι του!» «Δες τον σε αυτό βίντεο που έκανε 4 βηματάκια μόνος του! Ουάου!» τελείως χαζογονείς… Γεμίζουμε χαρά και οι δυο. Τη γλιτώσαμε, σήμερα δεν τσακωθήκαμε για τις δουλειές του σπιτιού… Επιτέλους κάθομαι να δουλέψω!
«Μπαμπά!» ξύπνησε ο Βίκτωρας και τώρα θα παίξει με τον μπαμπά του. Περίπου… Γιατί όλο έρχεται σε εμένα πάλι. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ και να σχεδιάσω. Αλλά ακούω τη φωνή του Πάνου. «Μάλλον πεινάει, τι να του δώσω;», «Κριτσίνι», απαντάω. Η ίδια φωνή: «Δες πώς χορεύει ο Βίκτωρας!» Τα παρατάω όλα και πάω με τη φωτογραφική να αποθανατίσω τις χορευτικές τους κινήσεις. Πάνω στο κέφι πετάει το κριτσίνι στο πάτωμα και πάει ο Κόπολας το μυρίζει και το μασουλάει λίγο, αλλά το παρατάει. Θαυμάζω τις φωτογραφίες και ακούω πάλι τη φωνή του Πάνου: «Τι τρώει ο Βίκτωρας;», «Κριτσίνι» απαντάω αδιάφορα. Το ξανασκέφτομαι… «Κριτσίνι!!! Α! Όχι ήταν αυτό από το πάτωμα που έφαγε και ο Κόπολας! Φτύσ’ το Βίκτωρα, έλα φτύσ’το!» Κουνάει το κεφάλι του αριστερά δεξιά και αρνείται στην αρχή, αλλά στο τέλος πέφτει το λιωμενο κριτσίνι στο χέρι μου. Μάλιστα, σίγουρα δε θα πάρω βραβείο ως η καλύτερη μαμά…
Πότε πήγε 8; Γρήγορα φαγητό μπάνιο και ύπνο! Όχι τόσο απλά όσο ακούγονται. Ακούω γέλια και τον μπαμπά να περιγράφει τις βουτιές που κάνει ο Μάιμος από το σαμπουάν-βατήρα. Χαμογελάω και εγώ. Έχω ξεχάσει τι σχεδιάζω. Ο Πάνος ρωτάει τώρα: «Τι να φορέσει ο Βίκτωρας;» Σηκώνομαι και πάω να βοηθήσω. Πάμε με τον Βίκτωρα στο δωμάτιο για να διαβάσουμε παραμυθάκια. Έπειτα θηλάζει και κοιμάται. Ο Κόπολας έχει ξαπλώσει μπροστά από την κούνια του. Επιτέλους ησυχία και ώρα να δουλέψω…
Τι σχέδιο να κάνω για το εξώφυλλο του βιβλίου Φεμινισμός χωρίς σύνορα;; Δεν έκανα τις τελικές διορθώσεις στον οδηγό που έστησα. Δεν απάντησα και στο email που μου έστειλε ο Μάρτης για την παρουσίαση του Ακροβάτη. Πόσο πίσω έχουν μείνει όλα… Αλλά ο Βίκτωρας δε με αφήνει ούτε το βράδυ να δουλέψω. Γιατί δεν κοιμάται παραπάνω από 3 ώρες συνεχόμενα. Περνάει η ώρα χωρίς να το καταλάβω και ξαφνικά ακούω κλάματα. Σηκώνομαι και τον παίρνω αγκαλιά. Δεν τον χορταίνω και ας έχω πρόβλημα πλέον και στα δυο μου χέρια. Ξαπλώνω μαζί του και παίρνω να διαβάσω το βιβλίο μου. Τα μάτια μου κλείνουν, νυστάζω. Πρέπει να ξανασηκωθώ για να σχεδιάσω… Αλλά είναι τόσο ωραία εδώ που είμαστε όλοι μαζί. Έλα μωρέ, δεν πειράζει… Θα δουλέψω περισσότερο το Σαββατοκύριακο…
Η Ευτυχία Ηλιάδου έχει γράψει, μεταξύ άλλων, το βιβλίο Ο Ακροβάτης και οι άλλοι, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μάρτης. Μπορείτε να δείτε τη δουλειά της στο www.suricata.gr.