24 ΩΡΕΣ ΜΑΜΑ. ΒΙΚΥ ΚΑΛΠΑΚΑ

Βίκυ ΚαλπάκαΗ ηθοποιός Βίκυ Καλπάκα μάς παρουσιάζει το εικοσιτετράωρό της ως εργαζόμενης μαμάς ενός πεντάχρονου γιου, του Νικόλα.

Είναι περίπου 8 το πρωί. Ακούω το ξυπνητήρι να έρχεται από το δωμάτιο του. Τα βήματά του γίνονται επίτηδες  πιο θορυβώδη, είναι μέρα, ξημέρωσε, μαμά ξύπνα. Ο μπαμπάς από δίπλα κάνει την πάπια, πασχίζει να διασώσει έστω και  ένα δευτερόλεπτο ύπνου. Το ξυπνητήρι ανεβαίνει στο κεφάλι μου, μου τσιμπάει τα μάγουλα, μου δίνει φιλιά, είναι μέρα, ξύπνα μαμά. Δεν υπάρχει επιστροφή. Είναι  μέρα!

Σε λίγο βρισκόμαστε στο δρόμο χέρι χέρι. Πηγαίνουμε στο σχολείο. Νιώθω το χέρι του μέρα με τη μέρα να μεγαλώνει μέσα στο δικό μου. Φτάνουμε στο σχολείο, δίνουμε φιλί και τον αφήνω. Η πόρτα κλείνει κι εγώ αισθάνομαι το κέντρο βάρους μου έξω από το σώμα μου, πίσω από αυτή την πόρτα. Βίκυ σύνελθε! Στις 9 είμαι ήδη στο αυτοκίνητο. Καφεδάκι αχνιστό και μουσική στο ραδιόφωνο. Μμμ, ωραία και η μοναξιά… Πηγαίνω στη δουλειά μου. Τα παιδιά σε λίγο θα είναι εκεί, στο βαγόνι, με τα λαμπερά τους μάτια ολάνοιχτα. Σκέφτομαι ότι πάρα τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στο χώρο μου, είμαι μάλλον τυχερή που κάνω κάτι που τόσο αγαπάω.  Όση ώρα διαρκεί η παράσταση, βρίσκομαι σε αυτό το σύμπαν, της ιστορίας, και κάπως όλα τα υπόλοιπα ησυχάζουν. Άγχη, φόβοι, αγωνίες, ιώσεις, καβγάδες, μου κάνουν τη χάρη και παίρνουν τον β’ ρόλο. Τι  μεγάλη ανακάλυψη το θέατρο!

Είναι 1. Η παράσταση έχει τελειώσει και η Βί με τη Δα μένουμε στο καμαρίνι και κάνουμε κάποιες δουλειές πρακτικής φύσης που πρέπει να γίνουν. Ανάμεσα στο Φ.Π.Α και τις διαιρέσεις τρυπώνουν ασταμάτητα άσχετες, κόντρα συζητήσεις. Η ώρα περνάει, οι δουλειές γίνονται. Πρέπει να φύγω!  Φεύγω σχεδόν πάντα τρέχοντας, ελπίζοντας ότι δεν θα βρω κίνηση στους δρόμους. Δεν βρίσκω. Φτάνω Παγκράτι. Δεν βρίσκω. Θέση να παρκάρω. Πάει η μισή ώρα ξεκούρασης. Μπαίνω στο σπίτι. Τώρα νιώθω κουρασμένη. Και πεινασμένη. Μαγειρεύω κάτι γρήγορο. Τρώω στο πόδι. Παίρνω φρούτα και αυτοκινητάκια στην τσάντα μου και φεύγω.

Στις 3 είμαι στο σχολείο. Ανοίγω την πόρτα της τάξης του και για λίγο δεν μιλάω. Θέλω να τον δω. Πώς είναι όταν δεν είμαστε μαζί; Τον κατασκοπεύω για λίγο ώσπου το γνωστό άγνωστο συμμαθητάκι με καρφώνει ανελέητα. Νικόλα, η μαμά σου! Κοιτιόμαστε από μακριά και χαμογελάμε. Χαιρόμαστε που συναντιόμαστε πάλι. Τώρα είναι η ώρα του πάρκου. Εκείνος τρέχει μπροστά κι εγώ από πίσω ξέπνοη, φορτωμένη με τις τσάντες, φωνάζω “εεεε, πιο σιγά να σε ΒΛΕΠΩΩΩ!!!”.  Στο πάρκο καθόμαστε με τις ώρες. Ο Νικόλας παίζει σαν να μην υπάρχει αύριο. Σκαρφαλώνει σε σχοινιά, σέρνεται στα χώματα, παίζει μπάλα. Και όλα αυτά ασταμάτητα. Χωρίς κανένα διάλειμμα. Μα δεν κουράζεται; Αυτή είναι η πιο χαλαρή ώρα της ημέρας και για μένα. Βρίσκομαι έξω, είναι ακόμα μέρα, κοιτάω τον ουρανό, τα δέντρα, μιλάω με τις φοβερές μαμάδες των άλλων παιδιών και ξεκουράζομαι.

Σε λίγο νυχτώνει. Επιστροφή στο σπίτι. Στάνταρντ διάλογος σε καθημερινή βάση.

-Μαμά, να πάρουμε κάτι από το μικρό σούπερ μάρκετ;

-Τι να πάρουμε αγάπη μου, χρειάζεσαι τίποτα;

– Ναι

– Τι; Πες μου.

–Δεν το θυμάμαι. Αν το δω θα στο πω.

Αν καταφέρω και τη βγάλω καθαρή από αυτή τη συζήτηση-παγίδα, είμαι πολύ τυχερή, μου αξίζουν συγχαρητήρια και  σε λίγο φτάνουμε σπίτι. Σε λίγο έρχεται και ο Μάκης από τη δουλειά. Σπίτι μου, πόσο μου έλειψες! Μουσική, τακτοποίηση, χαλαρό παιχνίδι, μπάνιο, πιτζάμες, φαγητό, γάλα, έναν Νιλς Χόλγκερσον, τσίσα, δόντια. Ξαπλώνει στο κρεβάτι του. Δίπλα του κι εγώ. Ιστορίες, παραμύθια και ερωτήσεις που πέφτουν σαν βροχή. Το ξενοδοχείο γιατί λέγεται ξενοδοχείο; Πού πάνε οι σκοτωμένοι; O Ροζ πάνθηρας υπάρχει;  Αναρωτιόμαστε αγκαλιά μες στο σκοτάδι.  Η αναπνοή του ηρεμεί  και σιγά σιγά τον παίρνει ο ύπνος. Βγαίνω μέσα από την αγκαλιά του σαν να βγαίνω μέσα από μια πελώρια ζεστή φωλιά και κατευθύνομαι προς το σημείο συνάντησης, το ραντεβουδάκι μου. Το μπαλκόνι. Καθόμαστε με τον Μάκη. Λέμε τα νέα μας, βάζουμε και ένα κρασάκι.

Είναι ήσυχα. Κοιμάται. Τώρα είναι η ώρα να κάνω τα δικά μου.  Θα γίνει χαμός! Ξαπλώνω και κοιμάμαι κι εγώ.

416590_10150515514849873_1867472819_o

Η Βίκυ Καλπάκα, μέλος της ομάδα ΒίΔα, πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Το δέντρο που αγαπούσε», ένα μουσικοθεατρικό ταξίδι για παιδιά 5-10 ετών στην Αμαξοστοιχία-Θέατρο το Τρένο στο Ρουφ. Καθημερινά, η παράσταση παίζεται για σχολεία, ενώ τις Κυριακές παίζεται για το κοινό. Δείτε περισσότερα εδώ!

Leave a Reply