Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΛΛΙΩΣ

Θα σας πω μια παράλληλη ιστορία όπου μιλά η μαμά και ο Πάρης, 2 ½ ετών, σκέφτεται – καμιά φορά φωναχτά. Τα ονόματα είναι τυχαία. Η ιστορία αυτή, με μικρές ή μεγάλες παραλλαγές, επαναλαμβάνεται τα τελευταία δέκα χρόνια στη ζωή μου, την ξέρω πια καλά, είναι μια ιστορία τόσο συνηθισμένη κι όμως τόσο ουσιαστική…

«Έλα, θα ετοιμάσουμε την τσάντα σου», ακούστηκε η φωνή της μαμάς μου από το δωμάτιο.

«Δεν είχα ποτέ τσάντα δική μου»,σκέφτομαι και τρέχω μέσα…

Η μαμά έχει ακουμπήσει μια κόκκινη τσάντα στο κρεβάτι και με κοιτά όλο ανυπομονησία. «Θα πάμε αύριο στο σχολείο, θυμάσαι; Εκεί θα είναι η δασκάλα σου η Ελένη, θα μας περιμένει στην κόκκινη πόρτα, θα χτυπήσουμε το κουδούνι, θα καθίσω κι εγώ μαζί σου…»

Η μαμά δεν πήρε ανάσα, νιώθω το άγχος της, πρέπει να είναι κάτι σημαντικό το σχολείο. Τα είπε τόσο γρήγορα, τα μισά άκουσα και ακόμα πιο λίγα κατάλαβα… Tσάντα, πόρτα, Ελένη, μαζί σου… όταν μου τα λένε όλα μαζί δεν προλαβαίνω να καταλάβω πάντα, θέλω χρόνο να τα ακούσω, να τα καταλάβω και να τα κάνω. Τώρα μαθαίνω τη γλώσσα, μην το ξεχνάς αυτό, μαμά!

«Θα πάρουμε μαζί παντόφλες, μια αλλαξιά ρούχα, διάλεξε και τα ρούχα που θα ήθελες να φορέσεις», την κοιτώ όλο ελπίδα να καταλάβω, είναι η πρώτη φορά που δεν μου λέει πόσο καλά θα περάσω. Αυτό είναι καλό ή κακό τώρα; Μπορεί και καλό γιατί δεν περνάω καλά μόνο όπου εκείνη νομίζει…

Με παίρνει στην αγκαλιά της, «η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς θα είναι η τάξη σου, εμένα μου άρεσε, για να δούμε εσένα πώς θα σου φανεί;»

Μου φαίνεται ήδη πως ξεκινάμε καλά, σκέφτομαι· κανείς δεν μου λέει πώς θα αισθανθώ για κάτι που δεν ξέρω καν τι είναι… βάζω τις παντόφλες και τα ρούχα στην τσάντα μου και τη σφίγγω κοντά μου, είναι τα δικά μου πράγματα, θα τα κρατάω σφιχτά αύριο να μη μου τα πάρει κανείς εκεί στο σχολείο. Τώρα που ακόμα καταλαβαίνω ποιος είμαι, ό,τι είναι δικό μου είναι το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο.

Φτάνουμε στο σχολείο, μια μεγάλη καγκελόπορτα… περπατάμε μαζί, να και η κόκκινη πόρτα, όπως μου είπε η μαμά. Πόσο χαίρομαι όταν ξέρω τι θα συναντήσω, με ηρεμεί αυτό!

«Να και το κουδούνι, αν το χτυπήσεις θα καταλάβουν ότι ήρθαμε!» Το κουδούνι είναι στα μέτρα μου, μικρό, και το φτάνω, και είναι τόσο όμορφο, πώς να μην το πιάσει κάνεις, το παίρνω και το χτυπάω.

Η πόρτα ανοίγει, μια γυναίκα που φορά ποδιά γονατίζει μπροστά μου και μου χαμογελά.

«Είμαι η Ελένη», μου λέει και μου δίνει το χέρι της. Τι, δεν θα μου χαϊδέψει το κεφάλι; Ούτε θα μου τσιμπήσει το μάγουλο; Σίγουρα θα με πάρει αγκαλιά, δεν γίνεται! Μου ζητά να της δώσω το χέρι μου, δεν θέλω, δεν επιμένει, παράξενη είναι αυτή η δασκάλα!

«Ελάτε να μπούμε στο βεστιάριο», μας λέει και η μαμά ακολουθεί και κάθεται σε μια καρέκλα για μεγάλους, εγώ ανοίγω το βήμα μου και πηγαίνω κοντά της. Το βεστιάριο μοιάζει με την είσοδο του σπιτιού μας. Έχει κρεμάστρες, ζακέτες, παπούτσια και παντόφλες. Έχει και έναν πίνακα ζωγραφικής, είναι τόσο χαμηλά που μπορώ να δω και την παραμικρή του λεπτομέρεια. Στέκεται εκεί δίπλα μου με τη σκαλιστή κορνίζα του και τα ανάγλυφα χρώματα. Σηκώνω δειλά το δάχτυλό μου και τον ακουμπώ, κοιτάζω γύρω και περιμένω να με σταματήσει κάποιος, συνεχίζω…

Η Ελένη έρχεται κοντά μου και απλώνει το χέρι της, αμέσως τραβώ το δικό μου, ωχ… σκέφτομαι, μα εκείνη συνεχίζει χωρίς να με κοιτά, αγγίζει τόσο απαλά τον ανάγλυφο πίνακα που νομίζω ότι τα δάχτυλά της δεν ακουμπούν…

Ύστερα με κοιτά και, σαν να διαβάζει τη σκέψη μου, μου λέει: «Δοκίμασε κι εσύ». Ενθουσιάζομαι, απλώνω τα δάχτυλά μου και πιάνω, πιάνω, πιάνω, μου αρέσει τόσο πολύ. Όταν χορταίνω να τον αγγίζω, θυμάμαι πάλι τη μαμά μου, γυρίζω και είναι εκεί, τι ανακούφιση!

Αρχίζω να κοιτώ γύρω μου, πίσω από το πόδι της μαμάς μου, παιδιά περνούν με πράγματα στα χέρια, ένα παιδί έρχεται κοντά μου, κάνω ένα βήμα πίσω, κρατά ένα μπολ με κομμένο μήλο, με ρωτά αν θέλω, δεν θέλω, είναι νωρίς για να φάω σε αυτό το σχολείο, προτιμώ στο σπίτι μου, δεν επιμένει.

Η Ελένη έρχεται κοντά μου γονατίζει και με κοιτάζει στα μάτια:

«Έχω κάτι για σένα», μου λέει, «κοίτα», μου δείχνει μια κρεμάστρα που από πάνω έχει τη φωτογραφία μου, τη δική μου φωτογραφία!

Πηγαίνω πιο κοντά και την κοιτάζω. «Είναι η δική σου κρεμάστρα, σε περίμενα με πολλή χαρά σήμερα, σου ετοίμασα τη δική σου κρεμάστρα και το δικό σου ντουλάπι, εδώ θα βάζεις την τσάντα σου και τα παπούτσια σου όταν θα έρχεσαι στο σχολείο».

«Με περίμεναν και έχω δικό μου ντουλάπι!»

«Βάλε την τσάντα σου μέσα, είναι δικό σου, δεν θα το πειράξει κανείς». Την ακουμπώ δειλά μέσα και κλείνω το ντουλάπι, το ξανανοίγω για να δω ότι είναι ακόμα εκεί…

«Έλα, έχω ακόμα κάτι για σένα στο ράφι της τάξης», λέει η Ελένη και μου απλώνει το χέρι της. Κάνω να πάω, αλλά γυρνώ και κολλάω πάνω στο πόδι της μαμάς μου.

Να το, πάλι, διαβάζει τη σκέψη μου, έρχεται κοντά μου και μου λέει σιγανά: «Η μαμά σου θα είναι μαζί σου σήμερα στο σχολείο. Θα φύγετε παρέα σε λίγο. Η μαμά σου δεν θα φύγει ποτέ χωρίς να το ξέρεις από το σχολείο. Έλα…» με κοιτάζει στα μάτια· δεν ξέρω γιατί, αλλά την πιστεύω… της δίνω το χέρι μου και μπαίνω στην τάξη.

Οι μέρες κυλούν σαν το νερό, μου αρέσει το σχολείο με τη μαμά. Σήμερα η μαμά μού είπε ότι θα φύγει για λίγο. Δεν ξέρω τι σημαίνει το για λίγο, δεν το καταλαβαίνω και με αγχώνει αυτό. Είναι σαν το νερό που πίνω, λίγο;  Δεν μου αρέσει καθόλου που δεν ξέρω τι θα συμβεί.

Όταν η Ελένη μού λέει πως ήρθε η ώρα να φύγει η μαμά μου κάνω αυτό που ξέρω και που νιώθω: κλαίω… Η μαμά μού δίνει ένα φιλί, μου λέει ότι θα έρθει σε λίγο και κλείνει την πόρτα. Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό.

Η Ελένη κάθεται κοντά μου και με ρωτά αν θέλω μια αγκαλιά.

«Θέλω τη μαμά μου», λέω… Μακάρι να διάβαζε και τώρα τη σκέψη μου, πόσο ανησυχώ που δεν ξέρω τι σημαίνει το «λίγο».

«Το καταλαβαίνω», μου λέει και κάθεται κοντά μου διακριτικά. Μου δίνει ένα μαντίλι για τα δάκρυά μου κι ένα μεγαλύτερο παιδί φέρνει λίγο νερό.

«Άκου, Πάρη, θα μπούμε στην τάξη, θα διαβάσουμε μαζί ένα βιβλίο, μόλις τελειώσει το βιβλίο και βάλεις τα παπούτσια σου θα έρθει η μαμά σου, αυτό είναι το λίγο».

Το λίγο σημαίνει όσο ένα βιβλίο, με βοηθά αυτό σκέφτομαι, και ακολουθώ την Ελένη. Διαλέγω ένα βιβλίο που μου αρέσει και το διαβάζουμε μαζί, έρχονται κι άλλα παιδιά να κάτσουν κοντά μας, κρατώ την ποδιά της Ελένης και κοιτάζω το βιβλίο. Δεν το ακούω, έχω τον νου μου στη μαμά.

Τελειώσαμε, φορώ τα παπούτσια και κοιτώ την πόρτα, να τη, η μαμά μου είναι εδώ! Ένα μεγάλο χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη μου, η Ελένη μού έλεγε αλήθεια. Η μαμά μου ήρθε μόλις τελείωσε το λίγο.

«Πάντα θα έρχεται η μαμά», μου κλείνει το μάτι η Ελένη και ανοίγει την πόρτα.

«Σε περιμένουμε αύριο πάλι, Πάρη, θα χαιρετίσεις τη μαμά στην πόρτα και θα καθίσεις λίγο πιο πολύ μαζί μας, αντίο!»

Αντίο, Ελένη, θα έρθω και αύριο! Μου αρέσει που κανείς δεν με ξεγέλασε για να ξεχάσω τη μαμά μου, μου αρέσει που ήρθε η μαμά μου!

Αρχίζει να μου αρέσει το σχολείο…

Leave a Reply