Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της βιβλίου “Τι κρατάει η μαμά;“ (Εκδόσεις Ψυχογιός), η Παναγιώτα Πλησή μιλάει στο Τaλκ για το ρόλο της παιδικής λογοτεχνίας στις δύσκολες εποχές που ζούμε και όχι μόνο.
Καταρχάς, πείτε μας λίγα λόγια για εσάς, ώστε να σας γνωρίσουμε καλύτερα! Ποια είστε και τι κάνετε;
Γεια σας! Είμαι η Παναγιώτα Πλησή. Συγγραφέας παιδικών και όχι μόνο βιβλίων. Γεννήθηκα στην Αθήνα και μεγάλωσα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου στην Κύπρο, λόγω της καταγωγής του πατέρα μου. Γενικά η ζωή μου μέχρι τώρα έχει μοιραστεί ανάμεσα στις δυο αυτές χώρες. Την Ελλάδα και την Κύπρο. Σε αυτές τις δυο χώρες εξάσκησα για πολλά χρόνια και το επάγγελμα της δασκάλας. Ήταν για μένα μια από τις πιο σωστές επιλογές της ζωής μου, μιας και μου έδωσε τη δυνατότητα να είμαι καθημερινά κοντά στα παιδιά που τόσο πολύ αγαπώ. Αυτός πιστεύω είναι και ο λόγος που μέχρι τώρα οι δουλειές μου απευθύνονται σε παιδιά. Ήταν, βλέπετε, για μένα το υλικό που έδινε τροφή στη φαντασία μου. Το γράψιμο μπήκε λίγο αργά στη ζωή μου. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα γίνω συγγραφέας, αν και ο πατέρας μου- ο Κυριάκος Πλησής-ασχολιόταν συστηματικά με τη συγγραφή και γενικότερα στο σπίτι μας η παρουσία των βιβλίων ήταν πολύ έντονη. Όλα έγιναν εντελώς ξαφνικά. Σχεδόν μαγικά. Ένα ολόκληρο βιβλίο γεννήθηκε στο κεφάλι μου (“Κλέφτης ονείρων”, Κέδρος 2004) και εγώ βρέθηκα στην αρχή μιας πορείας που όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται όλο και πιο ελκυστική.
Στο τελευταίο σας βιβλίο, καταπιάνεστε με ένα, δυστυχώς, επίκαιρο, αλλά δύσκολο θέμα. Ποια ήταν η αφορμή που σας ώθησε να το γράψετε;
Στο βιβλίο μου «Τι κρατάει η μαμά;» μιλάω για το, όπως πολύ καλά αναφέρετε, δύσκολο θέμα της ανεργίας. Όπως κάθε βιβλίο, έτσι και για αυτό υπάρχει μία ιστορία πίσω από αυτό. Είναι το μοναδικό βιβλίο και γενικότερα η μοναδική δουλειά μου, που μου υπέδειξε άλλος το θέμα. Θυμάμαι ακόμα την εικόνα. Καθόμαστε αντικριστά με τον αδελφό μου και του λέω «Θέλω να γράψω ένα βιβλίο για μικρά παιδιά. Για πες καμιά ιδέα;» (είναι η πρώτη φορά που γράφω για τόσο μικρές ηλικίες) «Γράψε για την ανεργία», μου απαντάει. Ήταν άνοιξη. Μέσα σε δυο μήνες περίπου τελείωσα το βιβλίο. Λίγες μέρες μετά τη συγγραφή του, ο αδελφός μου και η γυναίκα του μένουν άνεργοι… Ήταν κάτι σαν ένα κακό προμήνυμα, μιας και η οικογένεια μου, οπως και πολλές άλλες στην Ελλάδα, έζησε για δυο χρόνια αυτή τη σκληρή όψη της ζωής.
Το βιβλίο απευθύνεται σε μικρά παιδιά 5-6 ετών, αλλά δεν εξωραΐζει καταστάσεις. Αντιθέτως, περιγράφει με λεπτομέρειες μια δυσάρεστη κατάσταση. Για να είμαι ειλικρινής, σπάνια έχω δει τόσο ρεαλιστική περιγραφή της πραγματικότητας σε αντίστοιχα βιβλία. Αυτό μου άρεσε. Όμως, δεν φοβηθήκατε ότι θα στενοχωρηθούν οι μικροί σας αναγνώστες διαβάζοντάς το; (Τα παιδιά μου, πάντως, το άκουσαν βουβά, αλλά στο τέλος της ανάγνωσης ήταν πολύ πιο συνειδητοποιημένα και χάρηκα πολύ που ήρθαν σε επαφή με αυτό το κείμενο).
Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να προγραμματίσω το ύφος, αλλά ακόμα και την ιστορία ενός βιβλίου που θα γράψω, από πριν. Σε όλα τα προηγούμενα βιβλία το στοιχείο του χιούμορ είναι πολύ έντονο ακόμα και σε αυτά που επίσης καταπιάνονται με δύσκολα κοινωνικά θέματα. Σε αυτό το βιβλίο το χιούμορ μου είναι πολύ πιο σφιχτό κι ας έχω να κάνω με μικρότερους αναγνώστες. Έχετε απόλυτο δίκιο ότι δίνει μια ρεαλιστική περιγραφή του θέματος. Και για μένα είναι το πρώτο βιβλίο που αγγίζει τόσο πολύ το ρεαλισμό. Ακόμα και μένα μου κάνει εντύπωση! Και ειδικά γιατί είναι για μικρά παιδιά. Για να απαντήσω όμως και στο ερώτημα σας, πιστεύω πως η παιδική λογοτεχνία οφείλει να κάνει και αυτό. Δηλαδή να φέρνει τα παιδιά σε επαφή με τη δύναμη του λόγου της με όλα τα σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Ένα μεγάλο μέρος των παιδιών-ανεξαρτήτου ηλικίας- βλέπει, ακούει, αισθάνεται. Άρα ένα καλό παιδικό βιβλίο-που ελπίζω ότι είναι και το δικό μου-μπορεί να φωτίσει με το δικό του τρόπο τις πτυχές ενός προβλήματος και να το κάνει όσο γίνεται πιο κατανοητό για ένα παιδί. Δεν νομίζω ότι είναι ένα στενάχωρο βιβλίο. Σίγουρα δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο, αλλά νομίζω ότι αφήνει σε αρκετά σημεία πόρτες ανοιχτές προς την αισιοδοξία που δίνουν στο παιδί να καταλάβει ότι πρέπει να έχουμε ελπίδα και να κρατιόμαστε από τα θετικά που έχουμε στη ζωή μας. Για παράδειγμα στο βιβλίο έχουμε ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα που όμως το αντιμετωπίζει ενωμένη η οικογένεια. Και αυτό είναι το θετικό στοιχείο του βιβλίου. Η δύναμη της οικογένειας όταν αυτή είναι ενωμένη και αγαπημένη και πως αυτή η δύναμη μπορεί ακόμα και να «λύσει» ή να εξομαλύνει μια δύσκολη κατάσταση.
Γράφοντάς το, αισθανόσασταν ότι απευθύνεστε σε παιδιά με άνεργους γονείς, για να ταυτιστούν με τον ήρωά σας, ή σε κάθε παιδί, για να το προβληματίσετε, για να το προσγειώσετε, για να το προετοιμάσετε;
Το μόνο που σκεφτόμουν είναι ο λόγος μου να είναι αυτός που πρέπει για την ηλικία στην οποία απευθύνεται το βιβλίο. Το βιβλίο γράφτηκε για όλα τα παιδιά αυτής της ηλικίας και το πως θα λειτουργήσει για το καθένα ένα από αυτά, νομίζω πως είναι δουλειά πρώτα του ίδιου του παιδιού και κατόπιν του ενήλικα που θα συζητήσει μαζί του.
Κατά τη γνώμη σας, επιτρέπεται στους γονείς να εκφράζουν τη στενοχώρια τους στα παιδιά τους; Ή οφείλουν να τα προστατεύουν;
Για όλα τα πράγματα, έτσι και για αυτό που με ρωτάτε υπάρχει ένα μέτρο. Όταν υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα μέσα στο σπίτι που προκαλεί στενοχώρια και όχι μόνο, και να θέλουμε να την κρύψουμε δεν μπορούμε. Όπως σας είπα και πιο πριν, τα παιδιά καταλαβαίνουν και νιώθουν πολύ περισσότερα από αυτά που νομίζουμε. Πρέπει να τους δείξουμε ότι είμαστε σε μια δύσκολη φάση, ότι αυτό μας προκαλεί στενοχώρια, θυμό κ.ά, αλλά πρέπει να τους δώσουμε να καταλάβουν πως είναι κάτι που μας δυσκολεύει τώρα και πως προσπαθούμε να το ξεπεράσουμε. Είναι επίσης καλό να τους πούμε πως μπορούν να φανούν και αυτά χρήσιμα στην προσπάθεια που κάνουμε, δείχνοντας τους τρόπους βοήθειας. Για παράδειγμα, μια αγκαλιά!
Έχετε κάποιο νέο βιβλίο στα σκαριά; Κάποια νέα ιδέα; Τι να περιμένουμε;
Στην αρχή της συνέντευξης σας είπα πως είμαι συγγραφέας παιδικών και όχι μόνο βιβλίων. Μέχρι τώρα οι δουλειές μου που έχουν εκδοθεί απευθύνονται κυρίως σε παιδιά. Αν και θεωρούμαι συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας-αποκλειστικά-νομίζω πως η αποκλειστικότητα αυτή θα πάψει να υφίσταται σύντομα. Χρόνια τώρα πειραματίζομαι και με άλλα είδη γραφής, πράγμα πολύ σημαντικό για μένα. Αυτή τη στιγμή είναι σε πολύ προχωρημένο στάδιο μαζί, με τον εκδοτικό οίκο με τον οποίο θα συνεργαστώ, το πρώτο από μία σειρά βιβλίων που αφορούν τον αυτισμό και τα συγγράφουμε μαζί με τη ψυχολόγο κ.Ελένη Λούβρου. Είναι εκπαιδευτικά βιβλία και θα αφορούν όλους όσους ασχολούνται με άτομα που ανήκουν στο ανώτερο φάσμα του αυτισμού, αλλά και τα ίδια τα άτομα (μικρούς και μεγάλους). Κατά πάσα πιθανότητα θα κυκλοφορήσει μέσα σε αυτή τη χρονιά. Μία ακόμα ολοκληρωμένη δουλειά που βρίσκεται στο στάδιο του πώς θα βγει προς τα έξω, είναι ένα θεατρικό που βασίζεται στο βιβλίο μου «Δεν είμαι τέρας, σου λέω!». Το έργο αυτό απευθύνεται σε ένα ευρύ ηλικιακό φάσμα. Ήδη έχει στηθεί μια πρώτη μικρή ομάδα που στηρίζει την προσπάθεια αυτή και πιστεύω πως δεν θα αργήσει η στιγμή που θα ανεβεί στη σκηνή. Τώρα από ιδέες; Τι να σας πω! Έχει ξεχειλίσει το κεφάλι μου. Και αυτό συνεχίζει και γεννάει και άλλες. Αφήστε. Μεγάλο βασανιστήριο. Και αυτός ο χρόνος δεν λέει να βάλει κανένα φρένο να προλάβουμε όλα όσα θέλουμε να κάνουμε! Τέλος, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την ευκαιρία μου μου δώσατε να μιλήσω για τη δουλειά μου.