Λίγο πριν από την έναρξη της σχολικής χρονιάς, το Τaλκ “ανακρίνει” τη συγγραφέα και μέλλουσα μαμά Στέργια Κάββαλου, με αφορμή το νέο της βιβλίο “Η δυστυχία του να είναι κανείς μαθητής”, αλλά και την επικείμενη μητρότητα.
Γεια σου, Στέργια! Αρχικά θα σε ρωτήσω κάτι τετριμμένο, αλλά απαραίτητο. Πώς αποφάσισες να γράψεις;
Νομίζω ότι ήμουν γύρω στα 21 όταν είδα σε μια εφημερίδα για έναν διαγωνισμό συγγραφής παιδικού παραμυθιού από κάποιες εκδόσεις που δεν υπάρχουν πια. Δεν είχα κάτι έτοιμο ούτε στα χαρτιά αλλά ούτε και στο κεφάλι μου. Ήξερα όμως ότι θα συμμετείχα. Έγραψα δύο ιστορίες, τις ταχυδρόμησα με τεράστια χαρά και φουλ ενέργεια από την ανακάλυψη ότι «ναι, τελικά μπορώ να γράψω» και περίμενα μέχρι που ο διαγωνισμός ακυρώθηκε και δεν μάθαμε ποτέ τα ονόματα των νικητών. Έδειξα τα χειρόγραφα στην Έρη Ρίτσου, φίλη της μαμάς και γειτόνισσα και με ενθάρρυνε να τα στείλω κανονικά σε εκδοτικούς. Έχουν πλέον εκδοθεί, βέβαια αρκετά χρόνια μετά. Όμως η δική μου νίκη της παραπάνω ανακάλυψης-επιβεβαίωσης ήταν ήδη κάτι.
Προσωπικά, σε γνώρισα ως συγγραφέα μέσα από κείμενά σου που απευθύνονταν σε ενήλικες. Και για κάποιο λόγο, δεν σε είχα για… συγγραφέα παιδικού. Μέχρι που διάβασα και τα παιδικά σου. Εν τέλει, σε ποιο κοινό προτιμάς να απευθύνεσαι και πώς μπορείς να τραμπαλίζεσαι ανάμεσα σε σκοτεινές και πιο φωτεινές γραφές;
Τον Μάρτιο του 2010 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων μου «Αλτσχάιμερ Trance» από τις εκδόσεις Τετράγωνο και τρεις μήνες μετά «Η κόκκινη πινέζα» από το Ιπτάμενο Κάστρο. Μέχρι σήμερα κάπως έτσι έχει πάει με τις κυκλοφορίες. Μια ποίηση, ένα παιδικό, ένα θεατρικό, ακόμα ένα παιδικό κ.λπ. Όσοι με γνωρίζουν μόνο μέσα από τα βιβλία ενηλίκων, προβληματίζονται με το παιδικό βιβλίο και κάπως δεν τους κολλάει. Αν με γνωρίσουν από κοντά, η διπλή αυτή αγάπη δικαιολογείται σχεδόν αμέσως. Δεν ξέρω πόσο φωτεινά είναι τα βιβλία μου που απευθύνονται σε μικρούς αναγνώστες. Μάλλον κι εκεί υπάρχει το αναπόφευκτο σκοτάδι στο οποίο ζεις ούτως ή άλλως και το οποίο σου δημιουργεί την επιθυμία να γράψεις. Όχι για να φτάσεις σε κάποιο απαραίτητο φως, αλλά για να τρέξεις τη διαδρομή των δυο άκρων.
Ας μιλήσουμε λίγο για το τελευταίο σου βιβλίο «Η δυστυχία του να είναι κανείς μαθητής». Τι σε ενέπνευσε να το γράψεις; Ήσουν δυστυχισμένη ως μαθήτρια;
Δυστυχισμένη όχι, αλλά θυμάμαι από το δημοτικό να μετράω τα χρόνια και να μου φαίνονται τόσα πολλά μέχρι το τέλος που καμιά φορά δεν κοιμόμουν από την απελπισία μου. Είχα φιλενάδες αν και λόγω ιδιωτικού όλες ήταν μακριά και αυτό ήταν μεγάλο πρόβλημα, πήγαινα σε πάρτι, μου άρεσε να διαβάζω τα μαθήματά μου. Συνήθως έστηνα τις κούκλες μου πάνω στο κρεβάτι, καθόμουν όρθια απέναντί τους φορώντας τις γόβες της μαμάς, κι έτσι έλεγα-μάθαινα το μάθημα. Πάντα όμως, ακόμα και από το νηπιαγωγείο, είχα θέμα με το πρωινό ξύπνημα. Έφτανα συνήθως μεσημέρι κατευθείαν για το φαγητό. Τα επόμενα χρόνια, τις περισσότερες μέρες έτρεχα να προλάβω το πούλμαν για την Εκάλη. Κάτι πάντως που σίγουρα με έφερνε σε δύσκολη θέση ήταν τα ομαδικά αθλήματα την ώρα της γυμναστικής. Δεν είχα χειρότερο. Προτιμούσα να κάθομαι στον πάγκο κρατώντας την κοιλιά μου δήθεν ότι με πονάει.
Ερώτηση που ήρθε από τον γιο μου, όταν διάβασε το βιβλίο σου. Πού είναι ο μπαμπάς του Κάρολου; Δεν ζει μαζί του; Παίζει η απουσία του κάποιο ρόλο στα προβλήματα του μικρού πρωταγωνιστή σου;
Δεν ξεκίνησα να γράφω την ιστορία έχοντας ξεκάθαρα στο μυαλό μου το πού και αν θα υπάρχει μπαμπάς στην καθημερινότητα του Κάρολου. Τελικά υπερίσχυσε η μαμά και οι ευθύνες της να τα προλάβει όλα. Μπορεί ο μπαμπάς να είναι όποιος και όπου φανταστεί το κάθε παιδί. Πάντως σίγουρα δεν είναι εκεί. Ίσως επηρεάστηκα από φίλες που μεγαλώνουν μόνες τους τα μωρά τους. Ο Κάρολος είναι μέλος μιας σύγχρονης οικογένειας η δομή της οποίας αλλάζει… Δεν ξέρω πώς θα ήταν η σχολική ζωή του αν είχε ένα πατρικό πρότυπο στην κάθε του μέρα, πάντως αποδείχτηκε γενναίο παιδί με ή χωρίς μπαμπά.
Ένα διαφορετικό παιδί είναι de facto δυστυχισμένο εντός σχολικού πλαισίου; Γιατί ο μέσος όρος δεν ανέχεται τη διαφορετικότητα;
Θα σου απαντήσω με δύο κάπως σχετικά παραδείγματα. Στη Β΄ Γυμνασίου αποφάσισα να φοράω μαύρα, στο σχολείο, στο σπίτι, παντού. Μιλάμε για τόταλ μπλακ, μολύβι στο μάτι και κραγιόν. Δεν τα έβγαλα για χρόνια. Έτσι ένιωθα καλά στο σχολείο, στο σπίτι, παντού. Δυστυχισμένη θα ήμουν αν φόραγα ό,τι και οι άλλοι. Ήξερα ότι με κοιτούσαν, αλλά εγώ έτσι ένιωθα άνετα. Ο αδερφός μου στον παιδικό πήγαινε πάντα μεταμφιεσμένος. Τους μισούς μήνες ήταν ο Ρομπέν των Δασών και τους άλλους μισούς ο Ντ’ Αρτανιάν. Αυτά ήθελε, αυτά φόραγε. Κι ας κρυφογελούσαν οι τριγύρω.
Τι θα συμβούλευες τα παιδιά-θύματα bullying;
Δεν είμαι καλή στις συμβουλές γιατί κι εγώ είμαι άνθρωπος που φοβάται τα χίλια δύο και το πρόβλημα πίσω από το bullying είναι ο φόβος. Αλλά όταν όμως μιλάμε για τον φόβο μας, αυτός σωπαίνει και αντί να μας πλακώνει την πλάτη, τα χέρια και την καρδιά, μπορεί να γίνει μικρός. Τόσο μικρός που να χωράει ακόμα και μέσα στην κασετίνα μας. Άσε που όταν μιλάμε βρίσκουμε συμμάχους, συμμαχητές. Και όλοι αυτό θέλουμε για να βγάλουμε τις μέρες. Υποστήριξη και αγάπη.
Γιατί η δασκάλα του Κάρολου άργησε να πάρει είδηση τι συμβαίνει στον μαθητή της; Οι εκπαιδευτικοί δεν καταλαβαίνουν όντως ή καταλαβαίνουν και επιλέγουν, για διάφορους λόγους, να εθελοτυφλούν απέναντι στη λεκτική, την ψυχολογική, ακόμα και τη σωματική βία; Μήπως χρειάζονται αυτοί πρώτοι από όλους γιατρό των ματιών;
Πολλοί εκπαιδευτικοί χρειάζονται τον γιατρό των ματιών. Έχεις δίκιο! Ίσως είναι δύσκολο σε μια τάξη να δώσεις σε όλους την πρέπουσα προσοχή. Θυμάμαι στο δημοτικό να έχω άλλους 33 συμμαθητές! Φαντάσου μπάχαλο. Και να έχεις και το άγχος να βγάλεις την ύλη. Κάπου εκεί χάνεται το παιχνίδι. Όμως τι να το κάνω εγώ να προχωρήσεις στη γλώσσα και την αριθμητική, αν δεν έχεις μάθει στους μαθητές σου να μοιράζονται, να είναι δεμένοι και πραγματική ομάδα; Άσε και που η συγκεκριμένη δασκάλα έχει να αντιμετωπίσει και άλλα προβλήματα, όπως την αυλή που πρέπει να φτιαχτεί κ.λπ. Σκέψου μόνο σε πόσα σχολεία στην Ελλάδα δεν υπάρχουν τα βασικά και πρέπει ένας δάσκαλος να φροντίσει π.χ. και για τα προβλήματα θέρμανσης. Η κατάσταση των κτιρίων και το σύστημα που σε κάνει να κυνηγάς βαθμούς ακόμα και από το δημοτικό δεν σε βοηθάει να βρεις τον χώρο σου σαν μαθητής, τον εαυτό σου, ώστε έπειτα να μπορέσεις να τον συστήσεις και στους γύρω σου.
Η ιστορία του Κάρολου είχε happy end. Στην πράξη, θεωρείς ότι συμβαίνει το ίδιο με όλες τις καθημερινές ιστορίες εκφοβισμού στα σχολεία;
Πολλές ιστορίες μένουν αδιέξοδες. Γονείς με επιθετικά παιδιά απελπισμένοι δεν ξέρουν τι να κάνουν. Γονείς παιδιών που είναι θύματα εκφοβισμού συγκεντρώνουν τις προσπάθειές τους στην απομάκρυνση του συγκεκριμένου παιδιού που ενοχλεί και σε πολλές περιπτώσεις όλα γυρίζουν σε κύκλους. Χρειάζεται χρόνος και συντονισμένη προσπάθεια από γονείς-εκπαιδευτικούς και σχολική διοίκηση.
Θα έγραφες ένα παιδικό βιβλίο χωρίς happy end;
Το happy end σου δίνει στην ουσία μια λύση, σου «μαρτυρά» έναν τρόπο. Και όταν ξέρεις πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα μέσα στη ζωή ή σ’ ένα παραμύθι, όπου όλα είναι de facto απρόβλεπτα, νιώθεις μια ανακούφιση. Μια γαλήνη. Και αυτό δεν θα ήθελα να το στερήσω από τους αναγνώστες.
Ετοιμάζεσαι να γίνεις μητέρα. Αν η κόρη σου επιλέξει ή τύχει να είναι «διαφορετική», θα προσπαθήσεις να την αλλάξεις, ώστε να προσεγγίσει περισσότερο αυτό που χαρακτηρίζεται… νορμάλ και να μην γίνει θύμα εκφοβισμού; Ή θα την αφήσεις να βρει μόνη της τον δρόμο της και τις ισορροπίες της μέσα από τις ιδιαιτερότητές της;
Από τη στιγμή που έπαψα να τρώω τις αγαπημένες μου γεύσεις, γιατί η μικρή δεν τις δεχόταν, το πήρα απόφαση ότι έχουμε άλλα γούστα και αυτό με βοήθησε να σκεφτώ ότι είναι ένα εντελώς διαφορετικό ανθρωπάκι. Είμαι περίεργη να δω τι θα της αρέσει, τι δεν θα θέλει καθόλου, πόσο διαφορετικές θα είμαστε. Θα προσπαθήσω να την ακούω και να της δώσω τον χώρο της. Βέβαια είμαι ακόμη στον έκτο μήνα της κύησης και έχω ήδη παραγγείλει φορμάκια NIRVANA, Soundgarden και ANTIFA. Τώρα που με παίρνει!
Τώρα που είσαι έγκυος, σκαρώνεις παραμύθια που θα αφηγείσαι μελλοντικά στη μικρή; Ή μήπως έχεις στα σκαριά κάτι πιο dark, για παράδειγμα κάτι για την τρέλα της εγκυμοσύνης και της μητρότητας; Με άλλα λόγια, το ότι θα γίνεις μαμά σου έφερε καινούριες συγγραφικές εμπνεύσεις;
Νομίζω πως αυτούς τους μήνες η πιο δημιουργική μου ενασχόληση είναι το να ψάχνω στο ίντερνετ για κούνιες, ριλάξ, βελουτέ φορμάκια και κάθε εξάρτημα που θα χρειαστεί ο μικρός άνθρωπος με το που θα προσγειωθεί στον κόσμο. Διαβάζω ελάχιστα, δεν μπορώ καθόλου να συγκεντρωθώ σε κάτι άλλο και δεν έχω γράψει ούτε μισή γραμμή. Θα κυκλοφορήσει σύντομα ένα μικρό μυθιστόρημά μου από το ΜΕΛΑΝΙ και μέσα στο 2017 δύο παιδικά μου βιβλία από το ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ. Έχω αυτά στον νου μου να πάρουν τον δρόμο τους και είμαι μέσα ακόμη σ’ εκείνες τις ιστορίες. Πάντως αναρωτιέμαι κι εγώ τι αφηγήσεις θα μου βγάλει η μικρή…
Και τέλος, αυθόρμητα και χωρίς σκέψη, παρακαλώ, τα πέντε αγαπημένα σου παιδικά βιβλία!
«Η κούκλα που ήθελε ν’ αποκτήσει ένα μωρό» του Ντιμίτρι Ινκιόφ είναι το αγαπημένο μου όλων των εποχών. «Ο παπουτσωμένος γάτος» με τη φωνή του παππού μου του Γιώργου, «Ο παπουτσής και οι καλικάντζαροι» των Αδελφών Γκριμ, γιατί είχα από μικρή φοβερή εμμονή με τα παπουτσάκια, «Το πνεύμα των Χριστουγέννων» του Ντίκενς για την αγάπη που λείπει, και όλα τα βιβλία του Χάρι Πότερ γιατί αποτελούν ένα μεγάλο και σπουδαίο μαγικό παραμύθι.