Ποιος είπε ότι οι χριστουγεννιάτικες διακοπές είναι μόνο λιχουδιές μπροστά στο τζάκι, δώρα κάτω από το δέντρο και χιονοπόλεμος στην παγωμένη γειτονιά; Τα Χριστούγεννα στο παραμύθι του Μάνου Μπονάνου Κάλαντα Καβάλα σε Καμήλα είναι αναπάντεχα αλλιώτικα. Έχουν χουρμάδες και μπανάνες και φυσικά… κάλαντα πάνω σε καμήλες. Έχουν κι ένα μικρό μανάβικο, γεμάτο μυρωδιές και χρώματα. Ο Μάνος έγραψε μια ευφάνταστη χριστουγεννιάτικη ιστορία, φτιαγμένη σαν παλιό παραμύθι και εικονογραφημένη με τα μαγικά χρώματα του Βασίλη Σελιμά, ένα βιβλίο που παρά την καινοτομία του μεταφέρει ατόφια τη χρυσόσκονη των γιορτινών ημερών και μας γεμίζει αγάπη κι αισιοδοξία. Πάμε να δούμε τι μοιράστηκε μαζί μας ο συγγραφέας!
Καλήν εσπέρα, Μάνο μου, κι αν είναι ορισμός σου, πες μας για τα Χριστούγεννα μέσα στ’ αρχοντικό σου! Ή μάλλον για τα Χριστούγεννα μέσα στ’ αρχοντικό του μικρού αφηγητή του παραμυθιού σου Κάλαντα Καβάλα σε Καμήλα… Όλα ξεκινούν από την αφήγησή του στο παιδί του. Πώς είχες αυτή την ιδέα; Να μεταφέρεις τα Χριστούγεννα ξανά στην έρημο, αφήνοντας λίγο στην άκρη τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, τα αναμμένα τζάκια και τα λαμπιόνια;
Βρε Πελιώ, λες και δεν τα ξέρεις. Ρωτάς για την έμπνευση, ενώ εδώ έχουμε να κάνουμε με καταναγκασμό! Ανωτέρα βία! Πέρυσι τέτοιον καιρό, πάω να πάρω την κόρη μου από το σχολείο, μου λέει η δασκάλα πως πρέπει να γράψουμε, μπαμπάδες και μαμάδες, από μια χριστουγεννιάτικη ιστορία. Και πως τη θέλουν την επόμενη μέρα. Την επόμενη μέρα; ΠΑ-ΝΙ-ΚΟ-ΒΛΗ-ΤΟΣ Ο ΚΑΒΟΥΡΑΣ (άλλα δύο κάπα, κράτα τα για μετά). Ιδρώνω, τα χάνω, προσπαθώ κάτι να σκαρώσω – ΤΙΠΟΤΑ! Δεν θα γράψω, ανακοινώνω στην αγαπημένη μου σύζυγο (η οποία φυσικά είχε φροντίσει να γράψει ήδη μια υπέροχη ιστορία μέσα σε 5 ΛΕΠΤΑ). Δεν γίνεται, μου απαντά, το παιδί, θα πληγωθεί, πώς μπορείς, θα τα πληρώσουμε σε ψυχολόγους, εγώ εκεί, στην άρνηση, λέω: η δική σου ιστορία φτάνει και περισσεύει. Και πέφτω για ύπνο. Το πρωί, πριν φύγουμε για το σχολείο, η Περσεφόνη με ρωτά αν έγραψα ιστορία. Ψυχρολουσία, προσπαθώ να τα μπαλώσω, ξέρεις, αγάπη μου, ο μπαμπάς χρειάζεται λίγο χρόνο, δεν έρχονται οι ιστορίες και κάθονται στο κεφάλι μου ουρανοκατέβατες ούτε τις φέρνει ο πελαργός. Και η μαμά γιατί πρόλαβε; με ρωτά. Πιάνω λοιπόν ένα κομμάτι χαρτί και γράφω μια ιστορία. Σε δέκα λεπτά. Χωρίς χριστουγεννιάτικα δέντρα, αναμμένα τζάκια και λαμπιόνια. Γιατί τα Χριστούγεννα (και) στο δικό μου μυαλό είναι από άλλο ανέκδοτο. Της ερήμου.
Σύστησέ μας τον πρωταγωνιστή σου. Είναι ένας ήρωας βγαλμένος αποκλειστικά μέσα από τη φαντασία σου ή πρόκειται πράγματι για τον μικρό Μάνο; Διότι διαβάζω στο βιογραφικό σου ότι κάποτε έχεις δουλέψει και σε μανάβικο…
Με τον μπαμπά της ιστορίας σίγουρα θα είχαμε πολλά να πούμε… Οι ιστορίες πολύ συχνά έχουν βιωματικό υπόβαθρο, είτε το αντιλαμβανόμαστε ενώ τις γράφουμε είτε όχι. Με τις ιστορίες παλεύουμε να επεξεργαστούμε όσα μας συμβαίνουν, να τα κατανοήσουμε, να τα χαϊδέψουμε, να τα λειάνουμε. Οπότε ναι, όπως και με κάθε άλλον ήρωα κάθε άλλης ιστορίας μου, το παιδάκι της ιστορίας είναι όντως, σε μια άλλη διάσταση, ένας μικρός Μάνος (άντε να βρω τώρα τους άλλους εννιά). Ο πατέρας μου είχε όλη του τη ζωή μανάβικα, ήταν πολύ καλός στη δουλειά του, κι εγώ μεγάλωσα, κατά κάποιο τρόπο, μέσα σε ένα περιβάλλον κοινό με αυτό του βιβλίου. Η υπέρβαση όμως η δική μου ήταν εντελώς διαφορετική σε σχέση με του παιδιού – μα και ταυτόχρονα ολόιδια στην ουσία της.
Μας ταξιδεύεις στο παρελθόν, όταν τα μικρά μαγαζιά στις γειτονιές, όπως ένα οικογενειακό μανάβικο, τις γιορτινές μέρες ζωντάνευαν, γέμιζαν με καλούδια και δεν προλάβαιναν καλά καλά να εξυπηρετήσουν τον κόσμο. Γύρισα κι εγώ στα μικράτα μου και θυμήθηκα τα χρώματα και τ’ αρώματα που πλημμύριζαν τους κοντινούς μας δρόμους, τότε που όλα ήταν πιο απλά, πιο ουσιαστικά και πιο εύκολα. Τότε που τα Χριστούγεννα σήμαιναν μόνο χαρά και όχι άγχος. Τι έχει αλλάξει από τότε που ήμαστε παιδιά;
Νομίζω πως αυτό που σίγουρα άλλαξε είναι το σκηνικό: από το μικρό μαγαζί και τη γειτονιά πήγαμε στα μεγάλα εμπορικά κέντρα, στα πολυκαταστήματα, στα μαγαζιά όπου βρίσκεις κυριολεκτικά τα πάντα. Η μετατόπιση που βλέπω εγώ από το χτες στο σήμερα, χωρίς να εξιδανικεύω καθόλου το παρελθόν, είναι η μετάβαση από τη γειτονιά στην οικογένεια. Το ολοένα και σφιχτότερο κλείσιμό μας στον εαυτό μας και την —περιορισμένη, όπως και να το κάνεις— οικογενειακή μονάδα. Νοσταλγώ τα μικρά μαγαζιά, την ανθρώπινη επαφή με όσους τα φρόντιζαν και τα στόλιζαν και τ’ αγαπούσαν, και δεν βρίσκονταν εκεί λόγω έλλειψης επιλογών, καταναγκαστικά, κακοπληρωμένοι και κακόκεφοι. Νοσταλγώ όμως κυρίως την αίσθηση κοινωνικότητας της γειτονιάς, το παιχνίδι ως παιδί στον δρόμο, την ανεμελιά που σου δημιουργεί η αίσθηση πως ο διπλανός σου δεν είναι αντίπαλος ή, ακόμα χειρότερα, εχθρός, στην καλύτερη περίπτωση ένας ξένος που η τύχη του δεν πρέπει να σε απασχολεί… Αλλά πως είναι γείτονας ή φίλος, ένας άνθρωπος αυθύπαρκτος, με ζωή εξίσου σημαντική με τη δική σου. Παρ’ όλα αυτά, η μαγική χρυσόσκονη των Χριστουγέννων δεν μας έχει τελειώσει, όχι τουλάχιστον ακόμα. Υπάρχουν παιδιά που βιώνουν γλυκά αυτές τις μέρες, χωρίς άγχος και με πολλή χαρά. Αυτό πάντως δεν σημαίνει πως πρέπει να γίνουμε λίγο πιο κυριολεκτικοί ως προς τα Χριστούγεννα (και ως προς τα παιδικά βιβλία!), να κάνουμε πράξη αυτά τα αισιόδοξα μηνύματα αγάπης και αδελφοσύνης, αν θέλουμε να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο.
Ο ήρωάς σου, όπως κάθε παιδί, πλάθει με τη φαντασία του έναν δικό του χριστουγεννιάτικο κόσμο. Κι εγώ το έκανα, περνώντας ώρες κάτω από το δέντρο και βάζοντας στο παιχνίδι playmobil, barbies και μικρά μου πόνι… Όμως, η εμπειρία του δικού σου πιτσιρικά δεν πήγαζε από παιχνίδια, αλλά από… φρούτα. Μα γιορτάζουν οι μαϊμούδες Χριστούγεννα; Γίνονται χειμωνιάτικα οι μπανάνες βάρκες, για να κωπηλατούν τα παιδιά σε γαλήνιες γαλάζιες θάλασσες, με κουπιά-αγκινάρες για να φτάσουν σε νησιά-ανανάδες;
Αν γίνονται λέει!… Η φαντασία λειτουργεί με μυστήριους και ευφάνταστους τρόπους. Το παν είναι το πέταγμα από την πραγματικότητα, το φαντασιακό φορτίο που σε παίρνει από τη συνειδητή ζωή σου και σε σηκώνει για να γνωρίσεις το διαφορετικό, το άλλο, το άγνωστο – για να επιστρέψεις ξανά στον εαυτό σου και να τον δεις με άλλα μάτια. Εγώ αυτό το ταξίδι, ανεξάρτητα από το μέσο, το θεωρώ πολύτιμο και αναντικατάστατο, τόσο για τα μικρά όσο και για τα μεγαλύτερα παιδιά.Αντί για μαλακό ζεστό μαξιλάρι, τις μέρες των Χριστουγέννων ο ήρωάς σου είχε για προσκεφάλι ένα κουτί χουρμάδες. Τι αποτυπωνόταν πάνω στο κουτί αυτό και τι όνειρα του γεννούσε;
Θα απαντήσω με τα λόγια του μπαμπά από το βιβλίο: «Τότε όμως κοιτούσα το αγαπημένο μου μαξιλάρι, ένα χαμηλό ορθογώνιο κουτί γεμάτο με χουρμάδες. Έδειχνε έναν ήρεμο ποταμό κάπου στην έρημο, που στις όχθες του φύτρωναν χουρμαδιές. Και πιο πίσω, μακριά, μια καμήλα. Φανταζόμουν να κρατώ τα χαλινάρια της, με τα πόδια μου βυθισμένα στην καυτή άμμο. Ύστερα να ανεβαίνω στην καμπούρα της και να αγναντεύω τους αμμόλοφους, σαν κύματα μιας τρικυμισμένης θάλασσας, μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά μου».
Να σταθώ λίγο στην εικονογράφηση του Βασίλη Σελιμά. Πολύχρωμη και ζωντανή, καταφέρνει τόσο να αποτυπώσει τη γιορτινή ατμόσφαιρα μέσα σε αταίριαστα, φαινομενικά, περιβάλλοντα όσο και να μας μεταφέρει νοερά μέσα σε κάθε σαλόνι του. Είμαι σίγουρη πως όποιος έχει διαβάσει ή θα διαβάσει το παραμύθι, θα τοποθετήσει εαυτόν με τρίγωνο πάνω σε μια καμήλα, θα καβαλήσει μπανάνες και θα γεμίσει το γιορτινό τραπέζι με χουρμάδες. Πώς συνεργαστήκατε;
Θα συμφωνήσω με όλα όσα είπες για την εικονογράφηση και θα προσθέσω πως, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι ένας θρίαμβος. Δεν πίστευα στα μάτια μου όταν πρωτοείδα τις ζωγραφιές. Με τον Βασίλη δεν γνωριζόμασταν, η πρώτη φορά μάλιστα που ειδωθήκαμε ήταν αφού είχε ολοκληρώσει την εικονογράφηση. Δεν ήθελα με τίποτα να επέμβω στη δημιουργική του έμπνευση, τον εμπιστεύτηκα απόλυτα καθώς πολλές προηγούμενες δουλειές του συγκαταλέγονται στα πολύ αγαπημένα μου βιβλία, και μένα και της κόρης μου. Το μόνο πρόβλημα είναι πως έκανε τόσο καλή δουλειά, που με καπέλωσε. Αλλά θα λύσουμε τις διαφορές μας στην επόμενη παρουσίαση του βιβλίου, πού θα μου πάει…
Ο Roland Barthes έγραφεπως η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία. Ο ήρωάς σου, μεγάλος άντρας πια, απορρίπτει κουραμπιέδες και μελομακάρονα και προτιμά τους χουρμάδες, γιατί, όπως αφηγείται στην κόρη του, μεγάλωσε λέγοντας τα κάλαντα καβάλα σε καμήλα. Πώς κατάφερε να παραμείνει πιστός στο παιδί μέσα του, παρά όλα όσα άλλαξαν καθώς μεγάλωνε στις ζωές μας και στον τρόπο με τον οποίο γιορτάζουμε;
Συμφωνώ απόλυτα με τον Barthes, πιστεύω βαθιά πως το παιδί που υπήρξαμε το κουβαλάμε πάντα μέσα μας. Δεν μας εγκαταλείπει ποτέ, ούτε σωπαίνει. Πολλοί άνθρωποι μεγαλώνουν και το ξεχνούν, το παραμελούν, του κακοφέρονται, σαν να είναι λάθος που κρατά ακόμα τη γωνίτσα του κάπου μες στην καρδιά μας. Άλλοι δεν αντέχουν να το ακούν να παραπονιέται. Για κάποιους, όμως, αυτό το παράπονο αποτελεί την αφορμή για μια νέα σχέση μαζί του, καθώς καταλαβαίνουν, αργά ή γρήγορα, πως το παράπονο, όπως και όλα σε αυτή τη ζωή, θέλει φροντίδα και αγάπη. Γιατί αυτό που ζητά το παιδί μέσα τους το έχουν ανάγκη για να ανθήσουν.
Άραγε, τα σημερινά παιδιά, που μεγαλώνουν ως επί το πλείστον μέσα σε μια υπερκαταναλωτική κοινωνία, με πλαστικά παιχνίδια και οθόνες, έχουν τη δυνατότητα να αφήνουν τη φαντασία τους τόσο ελεύθερη, και να λένε κάλαντα καβάλα σε καμήλες, σε κατσίκες, σε κρι κρι, σε κροκοδείλους, σε καβούρια, σε κουνέλια ή σε κότες; Κι αν χαλάσουμε την παρήχηση του -Κ-, πάνω σε όποιο ζώο θέλουν; Τι θα ήθελες να τους πεις και να τους ευχηθείς για τις γιορτές που έρχονται;
Είμαι αισιόδοξος όσον αφορά τη φαντασία. Δεν είναι όλα τα ηλεκτρονικά παιχνίδια ακατάλληλα, όπως δεν είναι και όλα τα προγράμματα στην τηλεόραση. Σκέφτομαι, για παράδειγμα, πόσο τυχερά είναι τα παιδιά που υπάρχουν εκπαιδευτικές σειρές κινουμένων σχεδίων πραγματικά εξαιρετικά φτιαγμένες. Όλα όμως με μέτρο και με την επίβλεψη των γονιών, ως προς την ποιότητα του περιεχομένου και τον χρόνο που αφιερώνεται σε αυτά. Γιατί δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατα του ποιοτικού χρόνου που πρέπει να περνάνε τα παιδιά με τους γονείς ή με τους φίλους τους, παίζοντας ελεύθερα. Δεν πρέπει να καταλαμβάνουν όλο τον ελεύθερο χρόνο. Ας αφήσουμε τα παιδιά να βαρεθούν, είναι από τα καλύτερα δώρα που μπορούμε να τους κάνουμε, έτσι αφήνουμε το μυαλό τους να πετάξει – προς όπου θέλει αυτό. Για τις γιορτές που έρχονται, εύχομαι στα παιδιά να νιώσουν τη θέρμη της ανθρώπινης επαφής, να πάρουν αμέτρητα φιλιά κι αγκαλιές και άπειρη αγάπη, να παίξουν μέχρι να βαρεθούν και ύστερα να σκεφτούν ένα καινούργιο παιχνίδι ή να νιώσουν την ανάγκη να διαβάσουν ένα βιβλίο ή να σκαρφιστούν μια δική τους φανταστική ιστορία, και να μη χάσουν ποτέ την επαφή τους με τη φύση και τα θαυματουργά πλάσματά της.Διαβάστε: Μάνος Μπονάνος, Κάλαντα Καβάλα σε Καμήλα, εικονογράφηση: Βασίλης Σελιμάς, Εκδόσεις Ίκαρος