«Σε λίγες μέρες ή βδομάδες ανατράπηκε η ζωή αιώνων. Τα αρχοντόσπιτα έμειναν μ’ ανοιχτές πόρτες, τα έπιπλα ασκέπαστα, τα χρειώδη σκόρπια, περίμεναν κάποιο χέρι να τα πάει στη θέση τους. Τα πλούτια έμειναν πίσω, οι καρποί στα δέντρα, στα χωράφια, τα γεννήματα του φθινοπώρου στη γης. Γεμάτα τα κάθε λογής πλεούμενα με πρόσφυγες. Αρχοντάδες και λαός πλάι πλάι. Το διάφορο παρελθόν του καθενός θα ξεχαστεί. Τώρα είναι όλοι ξεσπιτωμένοι και ανέστιοι» (Καλάργαλης, Εφημερίδα των Συντακτών, 07/06/2015)
Ο Μπάουμαν υποστηρίζει ότι η αντίθεση τουρίστα και πλάνητα αποτελεί τη θεμελιώδη αντίθεση της εποχής μας. Ο τουρίστας, αναζητώντας πάντα νέες συγκινήσεις, αισθήσεις, παραστάσεις, διαθέτει τη δυνατότητα να μεταβαίνει σε ελκυστικούς και ενδιαφέροντες προορισμούς, αποδρώντας από τη ρουτίνα της καθημερινότητας (έχοντας, ωστόσο, κάπου να επιστρέψει). Η ελευθερία του πλάνητα, αντίθετα, μια ελευθερία πάντα μετατιθέμενη στο μέλλον, αφορά τη δυνατότητα άρνησης της μετακίνησης. Οι πλάνητες είναι τα σκουπίδια ενός κόσμου αφιερωμένου στην παροχή υπηρεσιών προς τους τουρίστες, οι χωματερές της τουριστικής βρομιάς. Αν όμως απορρυθμιστεί το σύστημα αποκομιδής των ρύπων, οι προνομιούχοι αυτού του κόσμου θα πνιγούν μέσα στα ίδια τους τα απόβλητα.
Και να που η μοίρα τούς έφερε μαζί, τους έβαλε δίπλα δίπλα, αναζητώντας οι μεν τον ήλιο του καλοκαιριού, οι δε το φεγγάρι μιας απόδρασης. Οι ίδιες θάλασσες που δροσίζουν τα ηλιοκαμένα κορμιά των τουριστών σκεπάζουν τα ταλαιπωρημένα ή νεκρά σώματα προσφύγων. Τα όμορφα νησιά του Αιγαίου, πάντα περιποιημένα, χαμογελαστά και ανέμελα, βρέθηκαν να ψάχνουν τοπικές λύσεις σε παγκόσμια προβλήματα. Χιλιάδες πρόσφυγες, οι περισσότεροι από Συρία, «κατέκλυσαν» Κω, Μυτιλήνη και άλλα ακριτικά νησιά, συνωστιζόμενοι σε αστυνομικά τμήματα που αδυνατούσαν να τους εξυπηρετήσουν. Ως εκ τούτου, οι πρόσφυγες απέκτησαν σταθερή παρουσία και ορατότητα, μετατρέποντας τους τουριστικούς προορισμούς από τεχνητούς παραδείσους ευφορίας σε εκθεσιακούς χώρους καταπίεσης, δυστυχίας, αγωνίας και ελπίδας.
Αν άκουγε κανείς ορισμένες από τις τοποθετήσεις τοπικών αρχών και κοινωνιών, πολιτικών κομμάτων, αλλά και της ευρύτερης κοινής γνώμης, θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι οι «ορδές» των προσφύγων ήρθαν εδώ για να μας χαλάσουν τη μόστρα. Γιατί δεν κάθονται να πολεμήσουν οι δειλοί, όπως ο Ράμπο που τα βάζει με ολόκληρους στρατούς, ή δεν πήγαιναν σε γειτονικές τους, μη γκλαμουράτες, χώρες, μόνο μας κουβαλήθηκαν καλοκαιριάτικα; Είναι προφανές ότι εξυπηρετούνται σκοτεινά συμφέροντα, ότι υπάρχει τουρκικός ή γερμανικός δάκτυλος και δεν αποκλείεται τα «σμήνη» των Σύρων προσφύγων να προωθούν τοπικιστικές ατζέντες, αφού τη στιγμή που συνέβαιναν αυτά στην Κω οι κρατήσεις έπεφταν, ενώ άλλων νησιών εκτοξεύονταν. Εκτός και αν οι πρόσφυγες είναι πια εντελώς ασυνείδητοι και διάλεξαν τον τρίτο μεγαλύτερο τουριστικό προορισμό απλώς για να κάνουν το κομμάτι τους. Ας πήγαιναν στην Κάλυμνο, που πουλάει κάτι κατσάβραχα στους κουτόφραγκους για να επιδίδονται σε «αναρριχητικό τουρισμό».
Στα περισσότερα νησιά που υποδέχθηκαν πρόσφυγες σημειώθηκαν αντιδράσεις από τη δημοτική αρχή, τους επαγγελματίες του τουρισμού και αγανακτισμένους ή δήθεν φοβισμένους δημότες. Οι εντονότερες σημειώθηκαν στο νησί της Κω, με τον δήμαρχο να μιλά για «ωρολογιακή βόμβα» που καταστρέφει την τοπική οικονομία και απαξιώνει το τουριστικό προϊόν, ενώ η πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων εξέφραζε ανησυχίες για την αλγεινή εικόνα που παρουσιάζει το νησί στους επισκέπτες λόγω των «λαθρομεταναστών», η οποία μεταφράζεται σε ακυρώσεις ταξιδιών και διανυκτερεύσεων. Ακόμα και το γεγονός ότι ορισμένοι Σύροι είχαν χρήματα, έμεναν σε ξενοδοχεία και ενίσχυαν την τοπική αγορά, ένα φαινόμενο που κανονικά θα ήταν ευπρόσδεκτο σε ένα νησί που μαστίζεται από την κυριαρχία των all-inclusive, ερμηνεύτηκε ως καταστροφικό για την τοπική οικονομία, υποβαθμίζοντας την περιοχή και δημιουργώντας μακροπρόθεσμα προβλήματα. Δεν θα μετατραπεί η Κως σε δευτεροκλασάτο νησί «πολεμικού τουρισμού».
Ο δήμος, λοιπόν, αρνήθηκε πεισματικά τη δημιουργία χώρου υποδοχής προσφύγων, για να μη μετατραπεί το νησί σε «στρατόπεδο παράνομων μεταναστών» (το ιδανικό θα ήταν να υπήρχε ένα πλοίο να τους φορτώνει όπως έρχονται και να τους πηγαίνει αλλού). Αν χρειαστεί να μείνουν για λίγο, ας βρουν ένα μέρος μακριά από την πόλη, σαν τους τσιγγάνους, να μη μας ενοχλούν. Τελικά βρέθηκε ένα εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο εκτός τουριστικού δακτυλίου, δίχως νερό, ηλεκτρικό και χωρίς να πληροί τις στοιχειώδεις προδιαγραφές, οπότε οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν εκεί.
Την ώρα που οι κάτοικοι ήδη μάζευαν υπογραφές για να τους διώξουν, ο δήμος αποποιούνταν κάθε ευθύνη για τη διατροφή, υγειονομική περίθαλψη και διαμονή τους, ενώ ο έπαρχος δήλωνε με κάθε σοβαρότητα στο BBC ότι παρακαλάει να συνεχιστούν οι καλοκαιρινές βροχές μπας και σταματήσουν να έρχονται, διοργανώνοντας κρυφά συντονισμένες προσευχές στην Παναγία τη Θαλασσοπνίχτρα. Για τους εξαθλιωμένους ανθρώπους τελικά μερίμνησαν τοπικές και διεθνείς ομάδες εθελοντών και οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, «αναχώματα ανθρωπιάς για να μην ξεσπάσει το τσουνάμι της απελπισίας στα θέρετρα της τουριστικής ανεμελιάς», όπως γράφει ο εκπαιδευτικός Πάνος Ροζάκης.
Η κατάσταση αυτή καταγράφεται από το διεθνές Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο αναφέρει ότι οι συνθήκες στην Κω είναι χειρότερες από παντού, όπως και από τον δρα Κυρούση των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, ο οποίος δηλώνει: «Πριν από εδώ, έχω εργαστεί σε πολλούς προσφυγικούς καταυλισμούς: στην Υεμένη, το Μαλάουι και την Αγκόλα. Στην Κω, όμως, πρώτη φορά στη ζωή μου βλέπω ανθρώπους να έχουν εγκαταλειφθεί πλήρως. Οι αρχές εντόπισαν το εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο ‘‘Κάπταιν Ηλίας’’, διότι βρίσκεται σε απόσταση από το κέντρο της πόλης- και απλά τους πέταξαν εκεί χωρίς καμία πληροφορία, χωρίς βοήθεια, χωρίς παροχές, χωρίς τίποτα. Οι συνθήκες είναι εντελώς απαράδεκτες. Φαίνεται να υπάρχει μια πολιτική του τύπου “Αφήστε τους να υποφέρουν. Αν δεν υποφέρουν, θα συνεχίσουν να έρχονται”. Δεν υπάρχει καμία επίσημη αρχή να αναλάβει την ευθύνη για τη διαχείριση του προσφυγικού καταυλισμού στο πρώην ξενοδοχείο προκειμένου να διασφαλιστούν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων. Κανείς δεν κουνάει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι για να βοηθήσει» (Το Βήμα, 20/06/2015).
Δεν έχασαν τον ύπνο τους, βέβαια, οι ιθύνοντες με τις καταγγελίες αυτές, καθώς δεν επηρεάζουν το τουριστικό τους target group, ούτε και θα ήθελαν τους αναρχοάπλυτους που ασχολούνται με δικαιώματα και πολυπολιτισμικότητες να σκάνε τους μπάφους τους στο νησί. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με ένα δημοσίευμα της Daily Mail, το οποίο συνοδευόταν από πλούσιο φωτογραφικό ρεπορτάζ που αναδείκνυε τις αντιθέσεις Άγγλων τουριστών και προσφύγων, υποστηρίζοντας ότι η Κως έχει μετατραπεί σε ένα αηδιαστικό μέρος, όπου δίπλα στους λουόμενους σε κοσμικές πλαζ περιδιαβαίνουν μυστακοφόροι πρόσφυγες και μαντιλοφορούσες προσφυγοπούλες, ενώ οι τουρίστες δεν μπορούν να απολαύσουν την «ξ» χωριάτικη σαλάτα τους (όπως την παραγγέλνουν τα γκαρσόνια στην κουζίνα- δηλαδή για «ξένους») χωρίς να νιώσουν τα βλέμματα των πεινασμένων πάνω τους. Το άρθρο αυτό κατακρίθηκε σε εξωτερικό και εσωτερικό, για την αναλγησία της παρουσίασης του προσφυγικού δράματος ως απλή ενόχληση στην τουριστική ψευτοευδαιμονία, αλλά και για τη συλλήβδην παρουσίαση των τουριστών ως αδιάφορων, αυτιστικών καλοπερασάκηδων που δεν βλέπουν πέρα από την μπίρα τους. Δεν έλειψαν, ασφαλώς, οι ειρωνικές αναφορές στους ροδαλούς, ευτραφείς, ακαλλιέργητους φτηνοτουρίστες που ασχημονούν και μπεκροπίνουν μέχρι τελικής πτώσεως (συνήθως σε κάποιο σοκάκι ή καταμεσής του δρόμου). Το τραγελαφικό κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι μετά τη δημοσιοποίηση του «προβλήματος» που δημιουργούν οι πρόσφυγες στον τουρισμό, οι αρχές, οι επιχειρηματίες και τα ΜΜΕ της Κω επιδόθηκαν σε μια φρενήρη προσπάθεια να πείσουν omnes et singulatim ότι οι πρόσφυγες δεν ενοχλούν τους τουρίστες, τη στιγμή που οι ίδιοι δεν τους ήθελαν εξαρχής ακριβώς για να μην ενοχλούν τους τουρίστες.
Είναι πολύ εύκολο να κατακρίνουμε τη στάση του δημάρχου της Κω και των ανθρώπων του τουρισμού, να τους κατηγορήσουμε για έλλειψη ανθρωπισμού, τοπικισμό, ιδιοτέλεια. Το μόνο που φαίνεται να τους νοιάζει είναι να μην απαξιωθεί το τουριστικό τους προϊόν, να μη μουντζουρωθεί η βιτρίνα τους. Και να πεις ότι δεν είχαν ζήσει οι Έλληνες πόλεμο, εμφύλιο, φτώχεια, προσφυγιά, μετανάστευση… Ποιος φόβος όμως πληροφορεί τη στάση τους; Ποιοι εφιάλτες ατσαλώνουν την αναισθησία τους; Μήπως είναι το φάντασμα της ερημωμένης νήσου, ενός νησιού που αντί να δέχεται τουρίστες στέλνει πλάνητες, του νησιού δηλαδή που ήταν η Κως πριν από την τουριστική της μεταμόρφωση, όταν οι άνθρωποι μετανάστευαν στην Αμερική, την Αυστραλία, τη Γερμανία, την Αφρική; Δεν θα είναι καν πρόσφυγες, θα είναι μετανάστες, άπληστοι τυχοδιώκτες που ενώ έχουν ψωμί αναζητούν το παντεσπάνι, που εγκαταλείπουν την πατρίδα τους «μόνο και μόνο» για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή (έτσι παρουσιάζονται οι οικονομικοί μετανάστες τελευταία στον πολιτικό λόγο, σε αντίθεση με τους πρόσφυγες που φεύγουν επειδή κινδυνεύει η ζωή τους). Άνθρωποι που δεν ανέβηκαν για να ξεπέσουν, δεν εκτιμήθηκαν για να απαξιωθούν. Όπως ήταν οι γονείς, τα αδέρφια και οι φίλοι πολλών από αυτούς που σήμερα μισούν πρόσφυγες και μετανάστες. Τους μισούν όταν τους βλέπουν να γελάνε, να κολυμπάνε, να χορεύουν. Γιατί οι μετανάστες δεν δικαιούνται να διασκεδάζουν, να απολαμβάνουν, να χαίρονται. Το ελάχιστο που μπορούν να κάνουν που τους ανεχόμαστε είναι να μας ευγνωμονούν και να δείχνουν δυστυχείς. Τους μισούν γιατί ενσαρκώνουν τα φαντάσματα του χτες και τους φόβους του αύριο, τους θυμίζουν ένα παρελθόν που θέλουν να ξεχάσουν και ένα μέλλον που θέλουν πάση θυσία να αποφύγουν. Δεν τους μισούν γιατί είναι διαφορετικοί, τους μισούν γιατί τους μοιάζουν. Το κτήριο που στεγάζει προσωρινά τους πρόσφυγες αποτελεί υλική απόδειξη της πραγματικότητας των φόβων αυτών: ένα ξενοδοχείο-φάντασμα, κάποτε μέρος της τουριστικής ανάπτυξης, σήμερα εγκαταλειμμένος προσφυγικός καταυλισμός.
Η ενίοτε συγκινητική κ. Χριστοδουλοπούλου προτείνει σχολικές εκδρομές στην Αμυγδαλέζα, όταν αυτή κλείσει: «Φτάνουν τα μουσεία. Είναι ώρα να δουν οι μαθητές τα σύγχρονα μνημεία του πολιτισμού μας, για να μάθουν πώς ζουν σήμερα κρατούμενοι οι ανήλικοι που έχασαν τους γονείς τους στον πόλεμο, για να δουν πώς ζουν αυτοί τους οποίους φοβούνται και κατηγορούν οι γονείς τους». Ας μην έχει αυταπάτες, «κανείς δεν θέλει να ξέρει ότι η σύγχρονη ιστορία έχει δημιουργήσει ένα καινούργιο είδος ανθρώπινων όντων – αυτό το είδος που κλείνεται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης από τους εχθρούς του και στα στρατόπεδα εγκλεισμού από τους φίλους του» (Χάνα Άρεντ, Εμείς οι πρόσφυγες).
Ο Σταύρος Θεοδωράκης δήλωσε τις προάλλες ότι «ανάμεσα σε αυτά τα παιδιά είναι κάποια σαν τα παιδιά μας, είναι κάποια παιδιά που είχαν μία κανονική ζωή στη Συρία, πήγαιναν στο σχολείο, θέλουν να πάνε σε ένα πανεπιστήμιο, είχαν δηλαδή τα όνειρα που έχουν και τα δικά μας παιδιά». Υπάρχουν, άραγε, παιδιά που δεν είναι σαν τα παιδιά μας;