Επί ένα χρόνο αφότου επέστρεψα στη δουλειά μετά τη γέννηση της πρώτης μου κόρης, ήθελα να πηγαίνω στο γραφείο μόνο με κολάν.
Δεν ήταν μια απλή ενδυματολογική φάση. Η προσκόλλησή μου στο ελαστικό πανί το οποίο είχε φιλοξενήσει, με φοβερή επιείκεια, οφείλω να ομολογήσω, και για τόσους μήνες, την κοιλιά και το υπόλοιπο σώμα μου συμβόλιζε για μένα κάτι πολύ μεγαλύτερο από τη δυσκολία μου να συνειδητοποιήσω ξανά τις διαστάσεις μου και να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι μπορούσα (και οι άλλοι περίμεναν από μένα) να επιστρέψω στα κανονικά μου ρούχα και την κανονική μου ζωή. Συμβόλιζε όλο το χάσμα που ένιωθα ξαφνικά να με χωρίζει από την «κανονική» ζωή όπου, σε τόσες άλλες περιπτώσεις, είχα ευχηθεί να επιστρέψω. Και το πιο επώδυνο κομμάτι της επιστροφής αυτής αφορούσε, φυσικά, τη δουλειά.
Μετά από 5 μήνες άδειας μητρότητας, ανυπομονούσα μεν να ξαναγυρίσω στο αντικείμενο που τόσο αγαπούσα και να ξαναρχίσω να συναναστρέφομαι συστηματικά με ενήλικες που δεν έβγαζαν γουλίτσες πάνω στους ώμους μου ανά τρίωρο, max –ήμουν όμως εντελώς απροετοίμαστη για όλο το υπόλοιπο πακέτο. Όσο καλά κι αν είχα σχεδιάσει την αποθήκη γάλακτος, τις αντλήσεις, το σταδιακό αποθηλασμό, το σταδιακό αποχωρισμό, το ποιος θα προσέχει το μωρό, το πότε θα μαγειρεύω και πότε θα κάθομαι στο πάτωμα να παίξω –ποιοτικός χρόνος- μαζί του, τίποτα δε θα μπορούσε να με προετοιμάσει για το βίαιο τσουνάμι που φέρνει μαζί της μια τέτοια μετάβαση. Έβγαζα γάλα στο ιατρείο της εταιρείας (με πλήρη επίγνωση του πόσο ανυπολόγιστα τυχερή ήμουν που υπήρχε κι αυτό, κι ας ήμουν αναγκασμένη να υφίσταμαι τα ειρωνικά γέλια των σεκιούριτι κάθε φορά που πήγαινα να ζητήσω τα κλειδιά του δωματίου), αγωνιζόμουν να πείσω τους συναδέλφους (και τον εαυτό μου) ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει στις αντοχές και τις προτεραιότητές μου τον τελευταίο (αρκετό) καιρό, και έκλαιγα το βράδυ στην 20λεπτη διαδρομή της επιστροφής, εξαντλημένη από την υπερπροσπάθεια, την αϋπνία του νεογέννητου, τις ενοχές απέναντι σε όλους (νεογέννητο, συναδέλφους, σύντροφο, ζωή) και την αίσθηση ότι περπατούσα πάνω σ’ ένα διάδρομο που δε θα σταματούσε ξανά ποτέ.
Ξέρω καλά ότι δεν είμαι η μόνη που βίωσε (και πολλές φορές βιώνει ακόμα) τραυματικά την προσπάθεια εξισορρόπησης της οικογενειακής και της επαγγελματικής της ζωής. Ξέρω ότι υπάρχουν εκατομμύρια μαμάδες και μπαμπάδες εκεί έξω που πολεμάνε καθημερινά με τα ωράρια, την ανεργία, τις αποφάσεις, τις ματαιώσεις, την οικονομική ανάγκη που τους σπρώχνει στη δουλειά, την καθημερινή ανάγκη που τους κρατάει στο σπίτι, τους ανικανοποίητους εργοδότες, τους ανικανοποίητους νεροχύτες, τα δύο κομμάτια του εαυτού τους που φοβούνται ότι ποτέ δε θα μπορέσουν να συμφιλιωθούν. Αγαπούσα και αγαπώ πάντα τη δουλειά μου, λατρεύω τα παιδιά μου, όμως η ύπαρξη των δεύτερων δεν έχει μειώσει ούτε στο ελάχιστο το ενδιαφέρον μου για την πρώτη –αντίθετα, το έχει ενισχύσει ακόμα περισσότερο, αφού τώρα έχω δύο ακόμη λόγους (εκείνα) να προσπαθήσω να κάνω τον κόσμο λίγο καλύτερο μέσα από αυτήν.
Γιατί λοιπόν να συγκρούονται τόσο μεταξύ τους;
Όλα αυτά τα χρόνια έχω αναθεωρήσει αρκετές φορές τις αρχικές, αυθόρμητες απαντήσεις μου. Ναι, φταίει η οικονομική κρίση, τα στερεότυπα που φορτώνουν με δυσανάλογα βάρη τις γυναίκες εντός ή εκτός σπιτιού και συχνά τους στερούν το ένα ή το άλλο, χωρίς οι ίδιες να θέλουν. Όμως η ρίζα του προβλήματος, για μένα, βρίσκεται τελικά (και) αλλού: βρίσκεται στο απολύτως ελλιπές πλαίσιο φροντίδας για τους ανθρώπους με οικογένεια, είτε αυτό προέρχεται από το κράτος, είτε από την ίδια την αγορά εργασίας στην οποία κινούμαστε όλοι. Φταίει η εντελώς παρωχημένη εργασιακή μας λογική που μετράει την απόδοσή μας ανάλογα με τις ώρες που αφιερώνουμε μπροστά στον υπολογιστή και αντιστρόφως ανάλογα με την απόστασή μας από τους υπολογιστές των συναδέλφων μας. Φταίει το ότι δε διανοούμαστε, ούτε και μας επιτρέπεται συνήθως, να διεκδικήσουμε πιο ευέλικτα ωράρια, πιο ελεύθερη γεωγραφικά εργασία, πιο φιλικά προς τα παιδιά επαγγελματικά περιβάλλοντα, πιο δημιουργικές δουλειές, περισσότερα δικαιώματα στη φιλοδοξία, τη δημιουργικότητα και τα όνειρά μας.
Το δικό μου όνειρο είναι μια αγορά εργασίας που θα μας δίνει το δικαίωμα για όλα αυτά. Που θα μας επιτρέπει και θα μας ενθαρρύνει να επιλέγουμε δουλειές που πραγματικά θέλουμε και να εξελισσόμαστε συνεχώς επαγγελματικά, χωρίς να χρειάζεται να εγκαταλείπουμε τα παιδιά μας. Που θα μας στηρίζει στη φροντίδα τους και στη φροντίδα του εαυτού μας, ώστε να είμαστε κι εμείς οι ίδιοι πιο χαρούμενοι, ήρεμοι και παραγωγικοί. Μια αγορά εργασίας που θα δίνει σε όλους τους γονείς χώρο και χρόνο για να αφιερώσουν στις καινούριες (κυρίως) οικογένειές τους, χωρίς να τους τιμωρεί ούτε να τους αποκλείει επειδή αποφάσισαν να τις δημιουργήσουν και να επενδύσουν ενέργεια σ’ αυτές.
Γι’ αυτό το όνειρο εξακολουθώ να δουλεύω και πάρα πολλές μέρες το κάνω με κολάν.
Η Στέλλα Κάσδαγλη είναι συνιδρύτρια του Women On Top, ενός δικτύου για την ενδυνάμωση και την ισότητα των γυναικών στην αγορά εργασίας. Από τις 19-24/6, το Women On Top πραγματοποιεί το 2o Summer Camp του, μία σειρά από σεμινάρια επαγγελματικής ανάπτυξης, όπου άνεργες και εργαζόμενες γυναίκες, αυτοαπασχολούμενες και μικρές επιχειρηματίες μπορούν να επιμορφωθούν, να δικτυωθούν και να εμπνευστούν, ενώ έμπειροι παιδαγωγοί απασχολούν δημιουργικά τα παιδιά τους. Περισσότερες πληροφορίες για το Summer Camp του Women On Top μπορείτε να αναζητήσετε στο womenontop.gr και στο info@womenontop.gr.