ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΙΑ: ΤΟ “ΑΝΥΠΑΡΚΤΟ” ΕΓΚΛΗΜΑ

γυναικοκτονία

Γυναικοκτονία: Το “ανύπαρκτο” έγκλημα

Στη μνήμη του Γιώργου Καραϊβάζ

Το πρόσφατο έγκλημα στη Μακρινίτσα, με θύματα μια νεαρή γυναίκα και τον αδελφό της και φερόμενο ως δράστη τον εν διαστάσει σύζυγο της κοπέλας, ήταν άλλη μια γυναικοκτονία ‒με μια παράπλευρη απώλεια‒ που ήρθε να προστεθεί σε μια μεγάλη λίστα δολοφονιών γυναικών από άντρες. Τα τελευταία χρόνια, ο όρος χρησιμοποιείται ολοένα και πιο συχνά, χωρίς, όμως, να είναι ακόμα νομικός, αλλά κοινωνιολογικός. Το κείμενο αυτό έχει στόχο να εξηγήσει τι ορίζεται ως γυναικοκτονία, αλλά και να ευαισθητοποιήσει για ένα σοβαρό και πολυδιάστατο ζήτημα. Πολύτιμο αρωγό μας στη συζήτηση έχουμε την Αγγελική Καρδαρά, δρα Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ Ε.Κ.Π.Α., Φιλόλογο και Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, επιστημονική υπεύθυνη του Crime & Media Lab–Ομάδας Εργασίας για το Έγκλημα και την Απεικόνισή του στα ΜΜΕ.

Τι ορίζεται ως γυναικοκτονία;
Για τη χρήση του όρου υπάρχει έντονη αντιπαράθεση μεταξύ πολιτών-χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η κ. Καρδαρά επισημαίνει ότι αντιπαράθεση υπάρχει και μεταξύ επιστημόνων σχετικά με την ορθή ή αναγκαία χρήση του, δεδομένου ότι ο όρος «ανθρωποκτονία», όπως ορίζεται στον Ποινικό Κώδικα, είναι ανεξάρτητος από το φύλο και την ηλικία και συμπεριλαμβάνει θύματα γυναίκες, άντρες και παιδιά. Επομένως, σύμφωνα με μια άποψη, δεν χρειάζεται περαιτέρω διάκριση στον δημόσιο λόγο, εφόσον η γυναικοκτονία δεν ορίζεται (ακόμα) νομικά. Όμως, η ίδια δηλώνει υπέρμαχος της λέξης «γυναικοκτονία». «Όπως γνωρίζουμε», αναφέρει χαρακτηριστικά, «η γλώσσα έχει τεράστια δύναμη και μέσω των γλωσσικών μας επιλογών έχουμε τη δυνατότητα να περάσουμε πολύτιμα μηνύματα στο κοινό, με στόχο την ενημέρωση αλλά και την πρόληψη. Επομένως, η λέξη “γυναικοκτονία” φωτίζει ένα κρίσιμης σημασίας φαινόμενο, που πρέπει να αντιμετωπίσουμε ως κοινωνία χωρίς να κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά του. Η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί ένα  “σκοτεινό/αφανές” έγκλημα που συνήθως αποκτά “ορατότητα” μόνο όταν οδηγεί στην ανθρωποκτονία. Τι γίνεται, όμως, με τον καθημερινό “βασανισμό” γυναικών πίσω από κλειστές πόρτες, με τις μακροχρόνιες, δυσμενέστατες και απειλητικές για την πορεία ζωής τους συνέπειες σε ψυχή και σώμα;» αναρωτιέται.
Σύμφωνα με το πρόσφατο άρθρο των ΜΔΕ Εύης Καλούτσου και Marcela Soto «Γυναικοκτονία: Το “ανύπαρκτο” έγκλημα. Παγκόσμια δεδομένα & μια σύγκριση νομικών πλαισίων μεταξύ Ελλάδας και Χιλής», που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 14 του CrimeTimes, «ο όρος “γυναικοκτονία” καταγράφηκε πρώτη φορά σε νομικό λεξικό του 1801 ως “femicide” από τον Joh Corry. Ωστόσο, στη σύγχρονη εποχή αποδίδεται στην Dianna Russell, η οποία τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 1976 στο πρώτο Διεθνές Δικαστήριο για τα Εγκλήματα κατά των Γυναικών, υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά ότι “χρειάζεται να φθάσουμε σε μία συναίνεση προκειμένου να περιγράψουμε αυτό το σύνθετο, πολυεδρικό και πολιτισμικά εξαρτώμενο έγκλημα”. Στη συνέχεια, το 2001 στο έργο της “Femicide in Global Perspective”  επαναπροσδιόρισε τη γυναικοκτονία ως τη δολοφονία γυναικών με μοναδικό αίτιο το ίδιο τους το φύλο, ορισμός που υιοθετήθηκε παγκοσμίως παρά τις μικρές ή μεγάλες διαφορές τόσο σε νομικό όσο και σε πολιτισμικό επίπεδο». Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι, βάσει του προαναφερθέντος άρθρου, καθημερινά δολοφονούνται παγκοσμίως 137 γυναίκες από ένα αρσενικό μέλος της οικογένειάς τους».
Τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύουν τις διαστάσεις του φαινομένου και εξηγούν γιατί ο όρος είναι αναγκαίος στον δημόσιο λόγο. Η κ. Καρδαρά παραθέτει ακόμα τους ορισμούς του European Institute for Gender Equality. Ο γενικός ορισμός μιλάει για «δολοφονίες γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους, που διαπράττονται ή γίνονται ανεκτές τόσο από ιδιώτες όσο και από δημόσιους φορείς». Ο όρος περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από ερωτικό σύντροφο, τον βασανισμό και τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα μισογυνισμού, τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών «για λόγους τιμής», τη στοχευμένη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών στο πλαίσιο ένοπλων συγκρούσεων, αλλά και δολοφονίες που συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα. Ο στατιστικός ορισμός της γυναικοκτονίας αναφέρεται στη «δολοφονία μιας γυναίκας από ερωτικό σύντροφο και στον θάνατο μιας γυναίκας ως αποτέλεσμα πρακτικής επιβλαβούς στις γυναίκες. Ως ερωτικός σύντροφος νοείται πρώην ή νυν σύζυγος ή σύντροφος, ανεξάρτητα από το αν έχει μοιραστεί ή μοιράζεται την ίδια κατοικία με το θύμα».
Επομένως, υπογραμμίζει η κ. Καρδαρά, ορθώς χρησιμοποιείται και από τα ελληνικά ΜΜΕ η λέξη «γυναικοκτονία», όταν περιγράφει τη δολοφονία γυναικών ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από ερωτικό σύντροφο/ σύζυγο/ πρώην σύντροφο/ πρώην σύζυγο. Ο όρος περνά ένα ισχυρό μήνυμα για τη σοβαρότητα του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας, κρούοντας ένα δυνατό «καμπανάκι κινδύνου» για την προστασία των γυναικών.

Γιατί ο όρος δεν γίνεται ευρέως αποδεκτός;
Έπειτα από κάθε έγκλημα που χαρακτηρίζεται γυναικοκτονία, παρατηρούνται δημόσιες αντιδράσεις, κυρίως από άντρες, αλλά και από γυναίκες. Γιατί, άραγε, είναι τόσο δύσκολο να γίνει αντιληπτός ο έμφυλος χαρακτήρας ορισμένων εγκλημάτων; Η κ. Καρδαρά θεωρεί ότι η άρνηση είναι πολυπαραγοντική, με τα κοινωνικά στερεότυπα και τις βαθιά ριζωμένες πατριαρχικές αντιλήψεις να διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο. Ωστόσο, πιστεύει στη δύναμη της νέας γενιάς, που μπορεί να αλλάξει τα κακώς κείμενα. «Αναγκαία είναι η επένδυση στην παιδεία. Τα παιδιά από την προσχολική κιόλας ηλικία πρέπει να διδάσκονται και να εμβαθύνουν σε έννοιες όπως ο σεβασμός, η ισότητα, τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και να ενημερώνονται αργότερα, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και για την ενδοοικογενειακή βία», τονίζει.  

Εγκλήματα τιμής
Γυναικοκτονίες γίνονταν ανέκαθεν, απλώς ονομάζονταν αλλιώς και δικαιολογούνταν από ένα μέρος της κοινωνίας ως «εγκλήματα πάθους», χωρίς να υπάρχουν ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις, ούτε η αναγκαία κοινωνική καταδίκη από όλους. Η Αγγελική Καρδαρά εξηγεί πως «τα εγκλήματα τιμής, που στρέφονται κατά κύριο λόγο σε βάρος γυναικών, λαμβάνουν χώρα για τη δήθεν “προστασία” οικογενειακών και κοινωνικών κανόνων. Θύματα, σε μικρότερο ποσοστό, είναι και άνδρες. Κυρίως, ομοφυλόφιλοι νεαροί, που ‒κατά τις άκρως επικίνδυνες λογικές ορισμένων κοινωνιών‒ αποτελούν το “όνειδος” της οικογένειας, ή άνδρες που δολοφονούνται από πατεράδες, που θεωρούν ότι έχουν εκθέσει “ανεπανόρθωτα” τις κόρες τους. Οι μέθοδοι τέλεσης των παραπάνω εγκλημάτων είναι ειδεχθείς: Άγρια κακοποίηση, θάνατοι από ασφυξία, μαχαιρώματα, κάψιμο με πυρακτωμένο σίδερο, ταφή ενώ το θύμα είναι ακόμα ζωντανό… Στα εγκλήματα τιμής, η γυναίκα γίνεται στόχος προσβεβλημένων συγγενών που λειτουργούν ως “αυτόκλητοι τιμωροί” και “ηθικοί εξαγνιστές”, ενεργώντας συχνά με αφορμή μια αβάσιμη υποψία ή ένα κουτσομπολιό. Μια εγκυμοσύνη εκτός γάμου, μια σχέση με έναν άντρα που δεν εγκρίνει η οικογένεια, ακόμα και η καθυστέρηση επιστροφής από μία έξοδό, οδηγούν στη διάπραξη εγκλημάτων τιμής από άτομα που διαμορφώνουν τη ζωή τους βάσει της στενόμυαλης και επικίνδυνης λογικής “τι θα πει η γειτονιά/ο κόσμος/η κοινωνία”. Όπως δείχνουν οι έρευνες, ακραίες και σκοταδιστικές αντιλήψεις για τη θέση των γυναικών, παρωχημένα ήθη και έθιμα, φυλετικές διακρίσεις και ρατσισμός διαμορφώνουν τη συνείδηση των δραστών και οδηγούν σε εγκλήματα ασύλληπτης αγριότητας».

Κοινωνικός στιγματισμός
Γιατί, όμως, συχνά, η οικογένεια μιας γυναίκας που κινδυνεύει από βίαιο σύντροφο και καταφεύγει στους γονείς της τη διώχνει και τη στέλνει πίσω στο στόμα του λύκου; Γιατί το «Τι θα πει ο κόσμος;» είναι πιο σημαντικό από την ψυχική και τη σωματική υγεία, ακόμα κι από τη ζωή, της ίδιας της κόρης ή της αδελφής σου; Υπάρχει άγνοια κινδύνου ή φόβος για την κοινωνική κατακραυγή που θα φέρει ένας χωρισμός; Η Αγγελική Καρδαρά αναγνωρίζει ότι ο φόβος του κοινωνικού στιγματισμού, η ντροπή, η οικονομική και συναισθηματική εξάρτηση, ειδικά όταν υπάρχουν παιδιά, τα στερεότυπα και οι βαθιά ριζωμένες κοινωνικές αντιλήψεις, διαδραματίζουν τον δικό τους, αρνητικό, ρόλο. «Σε μία κλειστή κοινωνία, μία γυναίκα-μητέρα χωρίς οικονομική ανεξαρτησία, που μπορεί να έχει υπάρξει θύμα κακοποίησης από τον πατέρα της και στη συνέχεια από τον σύζυγό της (άρα φτάνει στο σημείο να θεωρήσει ότι αυτές οι συμπεριφορές είναι “αποδεκτές”) μπορεί να ανοίξει την πόρτα και να φύγει;» αναρωτιέται. «Η οργανωμένη Πολιτεία πρέπει, με μία ολιστική προσέγγιση, να δώσει διεξόδους. Αναφέρω ενδεικτικά παραδείγματα: Με αύξηση των εκστρατειών ενημέρωσης, με σποτάκια που θα προβάλλονται συχνά στα ΜΜΕ για την πρόληψη, ευαισθητοποίηση και ενημέρωση, με προγράμματα διαχείρισης θυμού για τους δράστες, με προγράμματα για την αντιμετώπιση εξαρτήσεων, με ταχείες ενέργειες για την προστασία των γυναικών που θα κάνουν καταγγελία και βέβαια με εκπαίδευση. Πρέπει, επίσης, να δοθεί λόγος από τα ΜΜΕ σε γυναίκες-θύματα που κατάφεραν να κάνουν μία νέα αρχή και θέλουν να μοιραστούν το δικό τους βίωμα προτρέποντας και άλλες γυναίκες να τολμήσουν να “σπάσουν” τον φόβο και τη σιωπή», υπογραμμίζει.

Κοιτάμε τη δουλειά μας…
Αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως κανείς δεν πέφτει από τα σύννεφα έπειτα από μια γυναικοκτονία. Ακούμε συχνά αυτόπτες ή αυτήκοους μάρτυρες να δηλώνουν π.χ. πως ο δράστης είχε χειροδικήσει ξανά στο παρελθόν, πως η γυναίκα είχε φύγει για να προστατευτεί και πως εκείνος την κυνήγησε, πως από το σπίτι ακούγονταν φωνές… Γιατί φοβόμαστε, ιδιαίτερα στην επαρχία, να καταγγείλουμε ξεκάθαρα έναν βίαιο άνθρωπο; Ή μήπως τον καταγγέλλουμε, αλλά άκρη δεν βγαίνει; Γιατί πρέπει να γίνει φόνος για να μιλήσουμε ως τρίτοι; Η κ. Καρδαρά επισημαίνει πως είναι σημαντικό να ενώσουμε τις φωνές και τις δυνάμεις μας και να καταδικάσουμε απερίφραστα και χωρίς αστερίσκους τη βία κατά των γυναικών. «Η στάση της ευρύτερης κοινωνίας διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, ώστε να μην καλλιεργείται “γόνιμο” έδαφος για τον δράστη να συνεχίζει ανενόχλητος και ανεξέλεγκτος τις κακοποιητικές συμπεριφορές του. Στο πλαίσιο της “συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής”, ο πολίτης οφείλει να έχει έναν ενεργό ρόλο και να μην μένει αμέτοχος θεατής. Έχουν καταγραφεί περιπτώσεις ξυλοδαρμών γυναικών ακόμα και σε δημόσιους χώρους. Επομένως, η μη ανοχή στη βία, η απερίφραστη καταδίκη της από το κοινωνικό σύνολο, είναι απολύτως αναγκαία. Ωστόσο, επειδή τα πράγματα είναι πιο σύνθετα και επειδή υπάρχουν περιπτώσεις όπου το ίδιο το θύμα επιστρέφει στον βασανιστή για μία σειρά λόγων (π.χ. μεγάλη συναισθηματική, ψυχολογική, οικονομική εξάρτηση, φόβος, αυτό-ενοχοποίηση, αδυναμία αντίληψης κινδύνου λόγω ανατροφής σε βίαιο περιβάλλον), η Πολιτεία πρέπει να δώσει τις απαντήσεις της μέσα από ένα αποτελεσματικό προστατευτικό δίχτυ για τις γυναίκες-θύματα, ώστε με το που θα γίνεται η καταγγελία να απομακρύνεται η γυναίκα και τα παιδιά, αν υπάρχουν, από το κακοποιητικό περιβάλλον και να μην μπορεί ο δράστης να την παρενοχλεί. Ας μην ξεχνάμε δε ότι οι κακοποιητικές συμπεριφορές χαρακτηρίζονται από κλιμάκωση, επομένως μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και στην πιο ακραίας μορφής βία.», σημειώνει.

Μη χαλάσεις το σπίτι σου…
Ποια στάση κρατούν, όμως, οι φορείς που είναι υπεύθυνοι να προστατέψουν τη γυναίκα, για παράδειγμα η αστυνομία ή οι εισαγγελικές αρχές; Είναι εκατοντάδες τα παραδείγματα γυναικών ‒γνωρίζω κάμποσα και προσωπικά‒ που κατέφυγαν στις Αρχές για να ζητήσουν βοήθεια και η βοήθεια αυτή δεν τους δόθηκε ποτέ. «Άντε, κορίτσι μου, πίσω στον άντρα σου. Μη χαλάσεις το σπίτι σου για ένα μαυρισμένο μάτι», ήταν η φράση που είχε ακούσει πολύ στενή μου φίλη από ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΗ. Τι συμβαίνει, λοιπόν, σε αυτούς τους ‒ανδροκρατούμενους, ας μη γελιόμαστε‒ χώρους; «Είναι εξαιρετικά σημαντικό σε κάθε θέση ευθύνης να είναι τοποθετημένα καταλλήλως εκπαιδευμένα πρόσωπα, με την απαιτούμενη κοινωνική ευαισθησία και όλα τα απαραίτητα προσόντα για να καθοδηγήσουν σωστά το θύμα. Φυσικά, είναι απαραίτητη η παιδεία και η εκπαίδευση, μέσω των οποίων θα καταρρίψουμε έμφυλα στερεότυπα και αντιλήψεις που λειτουργούν διαχρονικά σε βάρος των γυναικών. Ήρθε ο καιρός να εστιάσουμε στην ουσιαστική και έμπρακτη ισότητα των φύλων, στον σεβασμό και στην αξιοπρέπεια του ατόμου», υποστηρίζει η κ. Καρδαρά.

Υποχρεωτική συνεπιμέλεια;
Το έγκλημα στη Μακρινίτσα άνοιξε ξανά τον ασκό του Αιόλου σχετικά με το νέο νομοσχεδίου για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια. Μεγάλη μερίδα γυναικών τάσσεται σαφώς κατά του, υποστηρίζοντας ‒ορθότατα κατά τη γνώμη μου‒ πως δεν γίνεται να υπάρχει υποχρεωτικότητα χωρίς να εξετάζεται η κάθε περίπτωση μεμονωμένα. Η Αγγελική Καρδαρά αναγνωρίζει με τη σειρά της τη σοβαρότητα του ζητήματος. «Ένα παιδί, υπό ομαλές συνθήκες, έχει αναμφίβολα ανάγκη από την ουσιαστική υποστήριξη και την εποικοδομητική επικοινωνία και των δυο γονιών του», διαπιστώνει. «Ωστόσο, προτεραιότητα όλων πρέπει να είναι η προστασία της ανηλικότητας. Επομένως, κρίνω πως η κάθε περίπτωση, λόγω της συνθετότητας των ζητημάτων και της εξειδικευμένης γνώσης που απαιτείται για τον χειρισμό τους, πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά, με προσοχή και κοινωνική ευαισθησία. Ακόμα και ο λόγος των ανηλίκων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, εφόσον το επιτρέπει η ηλικία τους. Εν κατακλείδι, θεωρώ αναγκαίο να εξετάζεται σε βάθος εάν η σωματική και η ψυχική ακεραιότητα του παιδιού δύναται να τεθεί σε κίνδυνο από τη συνεπιμέλεια», καταλήγει.

Leave a Reply