ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΩΝ…

πάτραςΜε αφορμή την υπόθεση της Πάτρας, συζητήσαμε με τον ψυχίατρο Γιάννη Δούμο για τις μητέρες που σκοτώνουν τα παιδιά τους και για τις κοινωνικές αντιδράσεις και τον δημόσιο διάλογο που προκαλούν τέτοιου είδους ειδεχθή εγκλήματα.

Η βρεφοκτονία και η παιδοκτονία θεωρούνται το υπέρτατο έγκλημα. Γιατί κατά τη γνώμη σας; Σημειώνω εδώ πως η πλειονότητα των ανθρώπων δεν αποκαλούν πλέον τη φερόμενη ως δολοφόνο  κ. Πισπιρίγκου μάνα, «γιατί αυτή η λέξη δεν της αξίζει».
Καταρχάς, να πούμε ότι η κ. Πισπιρίγκου δεν έχει δολοφονήσει κανέναν μέχρι να αποδειχθεί στο δικαστήριο ότι έτσι έγινε. Οποιαδήποτε συζήτηση αγνοεί αυτό το γεγονός στερείται κατά τη γνώμη μου σοβαρότητας. Τώρα σχετικά με την παιδοκτονία ως υπέρτατο έγκλημα: Τα παιδιά είναι όντα ανυπεράσπιστα, που εμπιστεύονται τους γονείς τους για πλήρη προστασία και παροχή αγάπης και φροντίδας. Ένας γονιός που προδίδει αυτήν την εμπιστοσύνη και δολοφονεί ή βασανίζει το παιδί του είναι λογικό να προκαλεί αποτροπιασμό στην κοινή και προσωπική συνείδηση. Είμαστε φτιαγμένοι να νιώθουμε προστατευτικά προς τα παιδιά και η φαντασίωση η οποία αντικαθιστά τις όποιες συνθήκες αγάπης των δικών μας γονιών με βία και θάνατο προκαλεί συναισθήματα έντονης αποστροφής.
Βέβαια, ως κοινωνία, μάλλον πάσχουμε από υπερβολική απευαισθητοποίηση στη βία και στον θάνατο παρά από υπερβολική ευαισθησία. Χρειάζονται πια ισχυρές δόσεις αγριότητας για να μας διακινήσουν. Σκεφτείτε πως η εικόνα ενός πνιγμένου προσφυγόπουλου δεν ήταν αρκετή να προκαλέσει τόσο έντονες αντιδράσεις όσο μια υποτιθέμενη παιδοκτονία, η οποία μάλιστα για να γίνει σημαντική πρέπει να είναι και κατά συρροή. Ο τρόπος, όμως, να μιλήσουμε για το φαινόμενο –από την άποψη της ψυχιατρικής τουλάχιστον– είναι να αφήσουμε στην άκρη τις πολιτικές μας πεποιθήσεις και τις ταυτίσεις ή αντι-ταυτίσεις που μπορεί να έχουμε λόγω φύλου, αλλιώς θα αναπαραγάγουμε κοινοτοπίες.

Μια μητέρα που σκοτώνει τα παιδιά της μπορεί να είναι ψυχικά υγιής; Σε ποιον βαθμό μια «ψυχοπαθολογία» μπορεί να αιτιολογήσει μια αποτρόπαια πράξη; Επίσης, μπορεί να επηρεάσει τον καταλογισμό ενός εγκλήματος; Προφανώς, δεν ισοδυναμεί με ακαταλόγιστο των πράξεων, αλλά πού βρίσκεται η λεπτή γραμμή ανάμεσά τους;
Αυτό είναι ένα σοβαρό ερώτημα που αφορά τόσο τον νόμο όσο και την ψυχιατρική. Καθορίζει η ίδια η πράξη την παρουσία ψυχοπαθολογίας; Η απάντηση δεν είναι εύκολη και αποτελείται από πολλές συνιστώσες που θα μπορούσαν να γεμίσουν βιβλίο. Συνοπτικά όμως μπορούμε να πούμε τα εξής:

  • Μία σοβαρά παρεκκλίνουσα συμπεριφορά για την ψυχιατρική είναι σημάδι ψυχοπαθολογίας. Η «ψυχοπαθολογία» όμως δεν είναι ένα πράγμα, όπως το «εξωτερικό» δεν είναι μια χώρα. Αρεσκόμαστε στην Ελλάδα να λέμε όταν κάτι δεν μας αρέσει ότι «στο εξωτερικό αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ», έχοντας στο μυαλό μας συγκεκριμένα κομμάτια του «εξωτερικού» –κυρίως χώρες της βόρειας Ευρώπης– και ποτέ φυσικά, ας πούμε, τη Ναμίμπια ή τον Παναμά. Ή μάλλον αναφερόμαστε σε μια ιδανική φαντασιακή χώρα που ίσως δεν υπάρχει καν στον κόσμο. Αλλά όλοι καταλαβαίνουμε τι εννοούμε. Αντιστοίχως, κάτι τέτοιο συμβαίνει όταν μιλάμε για «ψυχοπαθολογία». Αυτό που έχει καταχωρισθεί στην κοινωνική συνείδηση είναι ότι η ψυχική πάθηση είναι περίπου μια «τρέλα χωρίς καταλογισμό». Ενώ είναι ένας όρος-ομπρέλα, χωρίς ουσιαστική εφαρμογή και χρήση πλην ίσως της συντομίας στον λόγο. Ο όρος «ψυχοπαθολογία», λοιπόν, δεν έχει καμία κλινική η άλλου είδους σημασία χωρίς συγκεκριμένο προσδιορισμό.
  • Από την άλλη, το πώς επηρεάζει η «ψυχοπαθολογία» τον καταλογισμό το ορίζει ο νόμος. Μας λέει ο ποινικός κώδικας: Κατά το άρθρο 34 του Π.Κ., η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών ή διαταράξεως της συνειδήσεως, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό. Κατά δε το άρθρο 36 παρ.1 του αυτού Κώδικα, αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά, η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83 Π.Κ.). (Πηγή: Αποφάσεις Αρείου Πάγου, κατά τις οποίες αναλύεται και η κατά τον Άρειο Πάγο ερμηνεία του νόμου)

Η γραμμή, λοιπόν, ορίζεται από τον νόμο και από το δικαστήριο, όπου θα ακουστούν οι θέσεις της κατηγορούσας αρχής, οι θέσεις της υπεράσπισης, η γνωμάτευση του ψυχίατρου- πραγματογνώμονα που θα οριστεί από το δικαστήριο και οι γνώμες των ψυχιάτρων-τεχνικών συμβούλων που θα κληθούν από την υπεράσπιση. Αυτό που πρέπει να αποδειχθεί από τον κατηγορούμενο είναι ότι η ψυχοπαθολογία του δεν του επέτρεπε να αντιληφθεί το άδικο της πράξεως του ή ότι η κρίση του ήταν σημαντικά μειωμένη. Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να πει ότι μία γυναίκα με επιλόχειο ψύχωση, που πίστευε ότι το βρέφος της είναι ο αντίχριστος και το δολοφόνησε για να σώσει την ανθρωπότητα, δεν μπορούσε να αντιληφθεί το άδικο της πράξης της. Αντιθέτως, μία μητέρα που –ανεξαρτήτως ψυχοπαθολογίας– καταλάβαινε ότι αυτό που κάνει είναι έγκλημα, έχει πλήρη καταλογισμό με βάση το νόμο.
Είναι σημαντικό να πούμε ότι η δουλειά του ψυχιάτρου δεν είναι ποτέ να ανακαλύψει την αλήθεια πίσω από την τέλεση μιας πράξης, αλλά μόνο να αποφανθεί για το αν κάποιος τελούσε σε μια ψυχική κατάσταση μειωμένου ή μη καταλογισμού. Αυτό είναι μια σύνθετη διαδικασία, όχι πάντα εφικτό σε απόλυτο βαθμό βεβαιότητας, και μπορεί να γίνει μόνο έπειτα από εκτενείς συνεντεύξεις με τον άνθρωπο για τον οποίον μιλάμε. Οποιοσδήποτε επαγγελματίας υγείας ισχυρίζεται δημόσια ότι έβγαλε αξιόπιστα συμπεράσματα για το αν κάποιος διέπραξε ένα έγκλημα ή για την ψυχοπαθολογία του, βλέποντας μια τηλεοπτική συνέντευξη κάνει απλώς συζήτηση καφενείου και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αναξιόπιστος.

Υπάρχει η –μη δημοφιλής– άποψη ότι μια μάνα-δολοφόνος είναι καταρχάς η ίδια θύμα: π.χ. των βιωμάτων της, της κοινωνίας, μιας διαταραχής… Και ότι τα εγκλήματά της έχουν και, αν όχι κυρίως, μια κοινωνική διάσταση. Ως ειδικός ψυχικής υγείας, ποια είναι η άποψή σας για τη θέση αυτή;
Για όλες τις πράξεις μας υπάρχουν αίτια και πολλαπλές διαστάσεις. Καμία από αυτές δεν μπορεί απαραίτητα να συνδεθεί με ένα έγκλημα, χωρίς να γνωρίζουμε με λεπτομέρεια την ιστορία ενός ανθρώπου. Δυστυχώς, όταν συμβαίνει ένα ειδεχθές έγκλημα, ακούγονται πάντα πολλά κλισέ, κατά τη γνώμη μου κυρίως λόγω της ανάγκης μας να είναι τα πράγματα πάντα εξηγήσιμα, προβλέψιμα, άρα και δυνητικά αποτρέψιμα. Η αλήθεια είναι ότι, ακόμα και την ιστορία ενός ανθρώπου να γνωρίζουμε, δεν μπορούμε ποτέ να αποφανθούμε με ασφάλεια τι τον οδήγησε σε μια πράξη. Μπορούμε μόνο να κάνουμε υποθέσεις, να αναλύουμε, να σκεφτόμαστε και να μαθαίνουμε. Αλλά και πάλι υπάρχουν διαφορές, ανάλογα με την οπτική από την οποία εξετάζει κάποιος το θέμα.
Ο ψυχίατρος, ως γιατρός, ενδιαφέρεται για το καλώς έχειν ενός ανθρώπου, ανεξαρτήτως των πράξεων του. Ο πραγματογνώμονας ενδιαφέρεται για το αν αυτός ο άνθρωπος λειτουργούσε με συνείδηση των πράξεων του, ανεξαρτήτως αιτίας. Το δικαστήριο ενδιαφέρεται για την τήρηση του νόμου, αναγνωρίζοντας πιθανά ελαφρυντικά αν κάποιος άνθρωπος έχει τελέσει ένα έγκλημα κάτω από ειδικές συνθήκες. Η πολιτεία οφείλει να φτιάξει νόμους που αποδίδουν δικαιοσύνη και δομές που στηρίζουν παιδιά και γονείς. Αλλά ακόμα και αν όλοι αυτοί κάνουν τη δουλειά τους άριστα, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να προβλέψουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά σε βαθμό που να εξαφανίσουμε το έγκλημα· εκτός αν «καταφέρουμε» να επιβάλουμε μια οργουελιανή δυστοπία… . Ο πολιτισμός βασίζεται στην κυριαρχία επί των ενστίκτων, έλεγε ο Φρόιντ, όμως η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των καταστάσεων που την επηρεάζουν δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εξαφανιστεί. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το έγκλημα, αλλά και την τέχνη, την επανάσταση, την ετερότητα.

Στην υπόθεση της Πάτρας, παρατηρούμε από το κοινό λύπη, θυμό, οργή, αλλά και υπερβολικές αντιδράσεις, δίψα για αίμα, όπως απόπειρες λιντσαρίσματος ή κατάρες και απαιτήσεις για κρέμασμα, λιθοβολισμό, επαναφορά της θανατικής ποινής…
Το αποτρόπαιο έγκλημα της παιδοκτονίας αναπόφευκτα γεννά οργή και αγανάκτηση. Επίσης, ίσως, γεννά και ανακούφιση. Το να μην έχουν πεθάνει τυχαία κάποια παιδιά, αλλά ο θάνατός τους να είναι αποτέλεσμα εγκληματικής ενέργειας είναι ταυτόχρονα και κάτι καθησυχαστικό, γιατί «αν εγώ δεν είμαι εγκληματίας τότε δεν υπάρχει κάποια τυχαία απειλή που θα μου πάρει τα παιδιά μου». Η ελληνική είναι μία κοινωνία της οποίας η ταυτότητα απειλείται βαθιά ως αποτέλεσμα της κρίσης και διαφόρων άλλων χρόνιων προβλημάτων. Και όταν απειλείται η κοινωνική ταυτότητα απειλείται και η ατομική ταυτότητα. Οι άνθρωποι αναζητούν κάτι που να νοηματοδοτεί την ύπαρξη ή να ξεκαθαρίζει τα πράγματα. Ένας στυγερός δολοφόνος, που πρέπει να τιμωρηθεί, ξεκαθαρίζει τα πράγματα, μας δίνει έναν σκοπό και μία ταυτότητα. Μια αντίστοιχη ταυτότητα προσφέρει και η αίσθηση ότι κάποιος είναι ψύχραιμος, σκεπτόμενος, σε αντίθεση με τον παρορμητικό «όχλο», που στηλιτεύει. Ταυτόχρονα, η ανάγκη τιμωρίας κάποιου που έχει εικαζόμενα παραβιάσει με τέτοιον τρόπο το κοινωνικό συμβόλαιο είναι και μια ανάγκη αποκατάστασης της συνέχειας αυτού του συμβολαίου και διατήρησης της κοινωνικής συνοχής. Και πάλι βέβαια, όπως μιλήσαμε για την ψυχοπαθολογία, προσπαθούμε να κατανοήσουμε τα φαινόμενα και όχι να τα κρίνουμε. Αναφορικά, τέλος, με την αυτοδικία, έχουμε αποφανθεί ως κοινωνία με τους νόμους μας ότι δεν είναι σε καμία περίπτωση αποδεκτή.

Θεωρείτε ότι το στίγμα της ψυχικής ασθένειας μπορεί να επανέλθει δριμύτερο στη δημόσια συζήτηση, έπειτα από αυτή την υπόθεση; Πόσο επιτακτική ανάγκη έχει η χώρα για μια ουσιαστική ψυχιατρική μεταρρύθμιση, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας την ολοένα αυξανόμενη κοινωνική διακινδύνευση;
Το στίγμα της ψυχικής ασθένειας καλά κρατεί και σε κάθε υπόθεση εγκλήματος επανέρχεται. Σε αυτό συμβάλλει συστηματικά η στάση των μέσων ενημέρωσης, που χρησιμοποιούν όρους κατά βούληση, αλλά και οι «ειδικοί» του καφενείου, που γυρίζουν στις εκπομπές, παρουσιάζοντας την ψυχιατρική και την ψυχολογία ως κάτι παρεμφερές της χειρομαντείας, ενώ επιτρέπουν στους άλλους ομιλώντες των πάνελ να μιλούν στιγματιστικά και αντεπιστημονικά χωρίς να τους διορθώνουν.
Η χώρα έχει σημαντική ανάγκη από ενίσχυση των δομών της ψυχικής υγείας, οι οποίες έχουν δεχθεί μεγάλο πλήγμα από την οικονομική και κοινωνική κρίση. Μόλις πρόσφατα αποφασίστηκε ότι οι ανασφάλιστοι συνάνθρωποί μας θα υποχρεούνται να γράφουν τα φάρμακά τους σε νοσοκομεία… Έτσι, όχι μόνο υποβάλλονται σε μια αδιανόητη ταλαιπωρία, αλλά επιβαρύνουν τα νοσοκομεία και τις πρωτοβάθμιες δομές υγείας με ακόμα ένα κομμάτι δουλειάς που δεν τους αντιστοιχεί και αφαιρεί χρόνο από το κλινικό τους έργο. Οι βαριά ψυχικά πάσχοντες, που είναι ένα από τα πιο αναπηροποιημένα και περιθωριοποιημένα κομμάτια του πληθυσμού, θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα που θα αυξήσουν τις υποτροπές και τις δυσκολίες τους.

Τέλος, μια κοινωνία μπορεί ποτέ να συγχωρήσει μια μάνα που σκότωσε τα παιδιά της;
Αυτό είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί, από έναν ψυχίατρο τουλάχιστον. Το σημαντικό είναι να τηρείται ο νόμος και η διαδικασία του νόμου, που προφυλάσσουν το άτομο και την κοινωνία, να αποφεύγεται ο στιγματισμός των ψυχικά πασχόντων και να μην αντικαθίσταται η σκέψη από την αυτοπροβολή και τον παρορμητισμό. Για τη συγχώρεση, καλύτερα να ρωτούσατε έναν φιλόσοφο· ή έναν παπά.

Ευχαριστούμε τον Γιάννη Δούμο, Ψυχίατρο, επιστημονικό συνεργάτη Α’ Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής ΕΚΠΑ, επιστημονικό υπεύθυνο ΨΠΣΑ Ινστιτούτου Παιδιών και Ενηλίκων Καλλιθέας.

Leave a Reply