Στα μάτια μας ως γονείς, ο κόσμος δείχνει πελώριος και αγωνιούμε να παρέχουμε στα παιδιά μας ευκαιρίες στη μάθηση ώστε να μην υστερούν σε τίποτα σε σχέση με τους συνομηλίκους τους. Συνεπώς, μπορεί να δομήσουμε ένα πρόγραμμα εναλλαγής από δραστηριότητα σε δραστηριότητα στην καθημερινότητά τους, σε βάρος του ελεύθερου χρόνου που χρειάζεται το παιδί. Οι εξωσχολικές δραστηριότητες είναι σημαντικές, καθώς εμπλουτίζουν το καθημερινό πρόγραμμα των παιδιών και προσφέρουν ευκαιρίες να εξασκηθούν και να ανακαλύψουν τις κλίσεις και τα ταλέντα τους. Χρειάζεται, όμως, το πρόγραμμα των δραστηριοτήτων να είναι τέτοιο, που να αφήνει στο παιδί αρκετό χρόνο για ελεύθερο παιχνίδι και επαφή με το γονιό.
Ο ελεύθερος χρόνος και το ελεύθερο παιχνίδι συμβάλουν στην ψυχολογική και σωματική ανάπτυξη του παιδιού. Κατά τον ελεύθερο χρόνο το παιδί έχει την ευκαιρία να ονειροπολήσει, να χαλαρώσει, να επεξεργαστεί αυτά που έχει μάθει και να εμβαθύνει ακόμα περισσότερο σε αυτά που του τράβηξαν το ενδιαφέρον. Επίσης, έχει την ευκαιρία να σκαρφαλώσει, να χοροπηδήσει, να ισορροπήσει, να εξασκήσει τις νεοαποκτηθείσες ικανότητές του και να αναπτύξει ακόμα περισσότερο την αδρή του κίνηση. Είναι ένας χρόνος για να εξερευνήσει τον κόσμο στο δικό του ρυθμό, ένας χρόνος για να ικανοποιήσει τις προσωπικές του ανάγκες και να ασχοληθεί με πράγματα από τα οποία μπορεί να αντλεί ικανοποίηση. Ο ελεύθερος χρόνος παρέχει στο παιδί ευκαιρίες ανάληψης πρωτοβουλίας (τι θα κάνω με τον χρόνο που έχω) και αυτορρύθμισης, καθώς το παιδί εκπαιδεύεται στο να διαχειρίζεται το χρόνο του. Έτσι, το ίδιο αποφασίζει για το αν θα τον διαθέσει χαλαρώνοντας, διαβάζοντας ένα βιβλίο, κάνοντας μια κατασκευή, κάνοντας ένα πείραμα ή για ότι άλλο μπορεί να το ευχαριστεί. Εδώ να σημειωθεί, ότι για να είναι δημιουργικός ο ελεύθερος χρόνος χρειάζεται να αποφεύγεται η χρήση οθόνης (τηλεόρασης, computer, tablet, i-pad) που βάζει το παιδί σε μία παθητική κατάσταση.
Το ελεύθερο παιχνίδι, μέσα από τη χρήση του συμβολικού παιχνιδιού, δίνει στο παιδί τη δυνατότητα να αναπτύξει τις πλευρές που έχει ανάγκη στη δεδομένη στιγμή (για παράδειγμα η ανάγκη να δοκιμάσει και να πειραματιστεί με τα υλικά), καθώς και να επεξεργαστεί θέματα που το απασχολούν (π.χ. διάφορα άγχη ή φόβους). Μέσα από το συμβολικό παιχνίδι το παιδί δουλεύει τα θέματα που το απασχολούν στη δεδομένη περίοδο της ζωής του και βρίσκει λύσεις σε πράγματα που μπορεί να το δυσκολεύουν, π.χ. δυσκολία αποχωρισμού κατά την διάρκεια της προσαρμογής του σε ένα καινούργιο σχολικό περιβάλλον.
Το συμβολικό παιχνίδι μπορεί να πάρει τις εξής μορφές:
- Το παιδί μέσα από την φαντασία του μετατρέπει ένα αντικείμενο σε κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι, για χάρη του παιχνιδιού, π.χ. ο μαρκαδόρος γίνεται κερί ή σπαθί.
- Το παιδί δίνει ρόλους στα παιχνίδια του π.χ. το άρρωστο αυτοκίνητο που πάει στο γιατρό για να γίνει καλά.
- Το παιδί μπαίνει το ίδιο σε ρόλους και δοκιμάζει διαφορετικά σενάρια ζωής παίζοντας τον γονιό, τη δασκάλα, ένα super ήρωα.
Η επιλογή του ρόλου και η δράση στην οποία περνάει μέσα από τον ρόλο που επιλέγει κάθε φορά το οδηγούν στο να δουλεύει τα θέματα που το απασχολούν. Για παράδειγμα, ένα παιδί νιώθει πολύ μικρό μπροστά στον ενήλικα. Συνεπώς, πολύ συχνά τα παιδιά μπορεί να επιλέγουν ρόλους super ηρώων ή κάποιου φανταστικού ήρωα (ενός μάγου, μιας νεράιδας) που έχει την ικανότητα να καταφέρνει τα πάντα με τις μαγικές του δυνάμεις. Η επιλογή τέτοιων ρόλων, είναι μία προσπάθεια του παιδιού να εξισορροπήσει μέσα του την αδυναμία που βιώνει στην καθημερινότητά του σε σχέση με τους ενήλικες.
Επιπρόσθετα, ο ελεύθερος χρόνος επιτρέπει στο παιδί να επιλέγει τη δραστηριότητα με την οποία θέλει να ασχοληθεί και να ασχοληθεί με αυτήν για όσο χρόνο το επιθυμεί. Το δομημένο παιχνίδι από την άλλη πλευρά είναι ένας τρόπος εκπαίδευσης του παιδιού στην πειθαρχία και στην υπακοή κανόνων, καθώς απαιτεί συγκεκριμένο βαθμό συγκέντρωσης, προσαρμογής και εστίασης στους κανόνες που ισχύουν για την κάθε δραστηριότητα. Στη δουλειά μου, συχνά συναντώ παιδιά που δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν ή να ακολουθήσουν τους κανόνες του ομαδικού παιχνιδιού. Όταν ρωτήσω τον γονιό, πώς είναι δομημένο το υπόλοιπο πρόγραμμα του παιδιού, συνήθως είναι τόσο φορτωμένο που είναι φανερό ότι το παιδί έχει ανάγκη από ένα πιο ελεύθερο πρόγραμμα, ώστε να μπορεί να παίξει χωρίς κανόνες και περιορισμούς.
Ένα άλλο θέμα που χρειάζεται να σκεφτούμε ως γονείς είναι ότι με τις συνεχείς δραστηριότητες εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας σε μία βιασύνη, σε μία συνεχή κίνηση, που όταν ο ρυθμός χαλαρώσει λίγο, τα παιδιά μπορεί να βιώσουν την έλλειψη κίνησης και να την μεταφράσουν, είτε τα ίδια είτε οι γονείς τους, ως κενό και βαρεμάρα. Ως αποτέλεσμα αυτού του κενού, συχνά καταφεύγουμε στη λύση της οθόνης ή στο να προσπαθούμε να καλύψουμε το κενό ψάχνοντας να βρούμε τι άλλο να κάνει το παιδί μας. Αν το δούμε από ένα άλλο πρίσμα, ο ελεύθερος χρόνος είναι μία ευκαιρία για το παιδί να αφουγκραστεί τις ανάγκες του. Κατά συνέπεια, όταν το παιδί αισθάνεται ότι βαριέται, αντί να προτρέξουμε να του βάλουμε μία ακόμα δραστηριότητα ή να του προτείνουμε να παίξει ένα παιχνίδι στο κινητό μας, μπορούμε απλά να καθίσουμε δίπλα του και να το ακούσουμε καθρεφτίζοντας του αυτό που αισθάνεται. Π.χ. «Βλέπω ότι είναι πολύ δύσκολο για εσένα να μην έχεις τι να κάνεις… Αισθάνεσαι βαρεμάρα…» Αν σταθούμε μόνο στην αποδοχή του συναισθήματος του παιδιού και αντισταθούμε στο να κάνουμε κάτι για να αλλάξουμε αυτή την κατάσταση, αυτή η «αδράνεια» μπορεί να γίνει σύμμαχος της δημιουργικότητας του παιδιού. Το παιδί θα αφεθεί σε αυτή τη διαδικασία, και θα μπορέσει να βρει από μόνο του δημιουργικούς τρόπους να παίξει, να κατασκευάσει κάτι και τελικά να κάνει αυτό που πραγματικά το ευχαριστεί. Φυσικά, εφόσον έχουμε την διάθεση και το χρόνο να ασχοληθούμε αποκλειστικά με το παιδί μας, μπορούμε να το ρωτήσουμε αν θέλει να κάνουμε κάτι μαζί, αρκεί η δραστηριότητα να προκύψει από την ανάγκη του παιδιού.
Ένα επιπλέον όφελος του ελεύθερου χρόνου του παιδιού, όταν συνδυάζεται με τον δικό μας ελεύθερο χρόνο, είναι η ευκαιρία για στιγμές που μπορούμε να περάσουμε μαζί. Όταν προτείνω στους γονείς αποκλειστικό χρόνο παιχνιδιού με το παιδί, μια απάντηση που ακούω συχνά είναι: «Το παιδί θέλει άλλα παιδιά για να παίξει». Πράγματι, τα παιδιά χρειάζονται τους φίλους τους. Παράλληλα, όμως, σε όποια ηλικία και αν είναι, το παιδί έχει ανάγκη αποκλειστικού χρόνου με τον γονιό του. Η ανάγκη αυτή δεν μπορεί να καλυφθεί από κανένα άλλο πρόσωπο ή από καμία άλλη δραστηριότητα. Χρόνος μαζί με το παιδί είναι ο χρόνος που το παιδί μου κι εγώ περνάμε αλληλεπιδρώντας. Δηλαδή ο χρόνος που καθόμαστε μαζί και κάνουμε κάτι που ευχαριστεί και τους δύο μας π.χ. διαβάζουμε παραμύθι, φτιάχνουμε μία κατασκευή, πάμε μία βόλτα στο πάρκο για εξερεύνηση, φτιάχνουμε κουλουράκια, παίζουμε ένα παιχνίδι, φτιάχνουμε ιστορίες, λέμε τα νέα μας από την ημέρα μας. Επιπρόσθετα, χρόνος μαζί με το παιδί δεν σημαίνει ο χρόνος που θα πάμε το παιδί μας σινεμά ή που θα το πάμε να παίξει στην παιδική χαρά εκτός αν αυτό είναι για εμάς μία ευκαιρία να αλληλεπιδράσουμε. Ο χρόνος στην παιδική χαρά για παράδειγμα μετατρέπεται σε χρόνο αλληλεπίδρασης όταν πηγαίνω στην παιδική χαρά και παίζω μαζί με το παιδί μου αντί να καθίσω σε μία άκρη και να παρακολουθώ το παιδί μου που παίζει. Ο χρόνος αυτός είναι πολύτιμος και αναντικατάστατος.
Μία σημαντική παράμετρος για να αποφασίζουμε κάθε φορά αν θα προσθέσουμε μία ακόμα δραστηριότητα στο παιδί μας, είναι πόσος χρόνος θα μένει για ελεύθερο παιχνίδι. Τέλος, το ίδιο το παιδί μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας κι άλλο, θα είναι περισσότερο έτοιμο να ξεκινήσει δραστηριότητες και να επιλέξει εκείνες που το ενδιαφέρουν. Εμείς ως γονείς, έχουμε την ευθύνη να προστατέψουμε το παιδί μας από την υπερδραστηριότητα και να του εξασφαλίσουμε τον ελεύθερο χρόνο που είναι απαραίτητος για τη φυσιολογική του ανάπτυξη.