Η μηνιγγίτιδα είναι μια μόλυνση με φλεγμονή των μηνίγγων, οι οποίες είναι οι μεμβράνες που περιβάλλουν και προστατεύουν τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό. Προκαλείται από διάφορους μικροοργανισμούς εκ των οποίων οι συχνότεροι είναι βακτηρίδια και ιοί. Ας δούμε ορισμένους μύθους και αλήθειες σχετικά με τη συγκεκριμένη νόσο.
1. Τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί τα κρούσματα μηνιγγίτιδας.
Μύθος. Η μηνιγγιτιδοκοκκική λοίμωξη είναι σχετικά σπάνια λοίμωξη, που όμως μπορεί να αποβεί θανατηφόρα ή να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των ασθενών – γεγονός που σε κάθε περίπτωση προκαλεί αίσθηση και εξηγεί για ποιο λόγο εντυπώνεται στη μνήμη ανεξίτηλα τυχόν περιστατικό μηνιγγίτιδας. Ωστόσο, από τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Αναφοράς Μηνιγγίτιδας (ΕΚΑΜ) τα τελευταία δέκα χρόνια παρατηρείται πτωτική τάση της νόσου στο σύνολό της. Πιο συγκεκριμένα, η επίπτωση της μηνιγγίτιδας μειώθηκε από 2,5 περιπτώσεις ανά 100.000 πληθυσμού ετησίως σε 0,7 περιπτώσεις αντίστοιχα. Η πτώση κατά τους ειδικούς οφείλεται στον συστηματικό εμβολιασμό των παιδιών για μηνιγγιτιδόκοκκο C (είναι ένα από τα μικρόβια που ευθύνεται για τη λοίμωξη).
2. Η κλινική διάγνωση της μηνιγγίτιδας είναι δύσκολη για τον γιατρό.
Αλήθεια. Η διάγνωση της μηνιγγίτιδας μπορεί να διαφύγει στα αρχικά στάδια της λοίμωξης, και ιδιαίτερα στα νεογνά και τα βρέφη. Η συμπτωματολογία έχει άμεση σχέση με την ηλικία του αρρώστου. Έτσι, στα πολύ μικρά βρέφη και νεογέννητα τα συμπτώματα είναι άτυπα. Για αυτό, κάθε παιδί αυτής της ηλικίας με πυρετό, πρέπει οπωσδήποτε να εξετάζεται από τον παιδίατρο. Τα τυπικά συμπτώματα και σημεία εκδηλώνονται συνήθως σε προχωρημένη φάση της λοίμωξης.
3. Το βασικό σύμπτωμα της μηνιγγίτιδας είναι η δυσκαμψία στον αυχένα.
Μύθος. Ο πυρετός, η υπνηλία, ο εμετός και η ευερεθιστότητα είναι τα πιο συχνά συμπτώματα. Τα μεγαλύτερα παιδιά παραπονούνται συνήθως για έντονη κεφαλαλγία, ενώ τα βρέφη παρουσιάζουν έντονο κλάμα ή ανησυχία. Επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις μηνιγγίτιδας μπορεί οι ασθενείς να παρουσιάσουν σπασμούς. Σε περίπτωση μηνιγγιτιδικοκκικής μηνιγγίτιδας, της νόσου δηλαδή που προκαλείται από μηνιγγιτιδόκοκκο, τα παιδιά μπορεί να παρουσιάσουν αιμορραγικό εξάνθημα (αιμορραγίες κάτω από το δέρμα). Η αυχενική δυσκαμψία, δηλαδή η δυσκολία στην κάμψη του αυχένα προς τον θώρακα, διαπιστώνεται από τον γιατρό κατά την κλινική εξέταση. Τα βρέφη σπάνια παρουσιάζουν αυχενική δυσκαμψία. Μπορεί όμως να προεξέχει η πρόσθια πηγή, η εσοχή στο μπροστινό άνω μέρος του κρανίου, που συνήθως κλείνει σε ηλικία 15-18 μηνών.
4. Η μηνιγγίτιδα είναι μεταδοτική.
Αλήθεια. Τα περισσότερα κρούσματα μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου αφορούν υγιή άτομα. Η μετάδοση είναι αρκετά εύκολη, καθώς μπορεί να γίνει με τον βήχα, το φτέρνισμα και την άμεση σωματική επαφή, όπως το φιλί. Επίσης, ο συνωστισμός (σε νυχτερινά κέντρα, στρατόπεδα, κοιτώνες ή ταξίδια σε ενδημικές περιοχές) μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες μετάδοσης. Βρέφη, παιδιά και έφηβοι ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου διότι μπορεί να μολυνθούν από μέλη της οικογένειάς τους που είναι φορείς του βακτηρίου (στη μύτη ή στον φάρυγγα) χωρίς τα τελευταία να έχουν εκδηλώσει συμπτώματα.
5. Η μηνιγγίτιδα προκαλείται από τον μηνιγγιτιδόκοκκο.
Μύθος. Μηνιγγίτιδα είναι η μόλυνση των μηνίγγων (η μεμβράνη που καλύπτει τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό) και του εγκεφαλονωτιαίου υγρού (υγρό που κυκλοφορεί γύρω από τον εγκέφαλο και νωτιαίο μυελό) από κάποιο μικροοργανισμό. Ανάλογα με τον μικροοργανισμό που ευθύνεται για τη μόλυνση, η μηνιγγίτιδα χωρίζεται σε ιογενή μηνιγγίτιδα που οφείλεται σε κάποιον ιό και σε μικροβιακή μηνιγγίτιδα που οφείλεται σε κάποιο μικρόβιο. Τα συνηθέστερα μικρόβια είναι ο μηνιγγιτιδόκοκκος, ο πνευμονιόκοκκος και ο αιμόφιλος της ινφλουέντσας τύπου Β και πολύ σπάνια ο Β-αιμολυτικός στρεπτόκοκκος ομάδος Α. Ο εμβολιασμός για τον πνευμονιόκοκκο και τον αιμόφιλο της ινφλουέντσας τύπου Β έχει μειώσει τα περιστατικά μηνιγγίτιδας από αυτά τα μικρόβια. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Αναφοράς Μηνιγγίτιδας, το ποσοστό 60% των περιστατικών μηνιγγίτιδας από μηνιγγιτιδόκοκκο οφείλεται σε εκείνον της οροομάδας Β. Η πλέον ευαίσθητη ηλικία είναι αυτή των 0-4 ετών, όπου η επίπτωση μηνιγγιτιδοκοκκικής μηνιγγίτιδας είναι 9 περιπτώσεις ανά 100.000 παιδιά. Η αντίστοιχη επίπτωση στην ηλικία 5-14 ετών είναι 3,5 περιπτώσεις ανά 100.000 παιδιά.
6. Η μηνιγγίτιδα αφήνει αναπηρίες στο παιδί.
Και… μύθος και αλήθεια. Τα παιδιά με ιογενή μηνιγγίτιδα έχουν άριστη πρόγνωση. Σε ό,τι αφορά τα παιδιά με μικροβιακή μηνιγγίτιδα, η εξέλιξη και η πρόγνωση της νόσου εξαρτάται από την ηλικία του ασθενή, το είδος του μικροβίου, από την παρουσία ή όχι επιπλοκών κατά τη διάρκεια της θεραπείας και από το πόσο έγκαιρα άρχισε η κατάλληλη θεραπευτική αγωγή. Στη μικροβιακή μηνιγγίτιδα μπορεί να εκδηλωθούν νευρολογικές διαταραχές με συχνότερη τη βαρηκοΐα που παρατηρείται στο 10-20% των περιπτώσεων – για αυτό και στα παιδιά που νοσούν με μηνιγγίτιδα είναι επιβεβλημένος ο ακοολογικός έλεγχος. Οι επιπλοκές γενικά είναι συχνότερες στη μικροβιακή μηνιγγίτιδα από πνευμονιόκοκκο.
7. Ο εμβολιασμός προφυλάσσει από την εμφάνιση της μηνιγγίτιδας.
Αλήθεια. Η επιδημιολογία της νόσου στα παιδιά έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, με την εφαρμογή των εμβολίων κατά του αιμόφιλου τύπου-Β (Hib) και του πνευμονιόκοκκου. Το μεν πρώτο βακτήριο ήταν το συχνότερο, ενώ το δεύτερο το πιο επικίνδυνο. Μετά την αποτελεσματική παρέμβαση του εμβολιασμού στην επίπτωση της μηνιγγίτιδας από πνευμονιόκοκκο και αιμόφιλο, παρέμεινε ο κίνδυνος του μηνιγγιτιδόκοκκου. Το πρόβλημα με τον μηνιγγιτιδόκοκκο είναι ότι έχει πολλούς οροτύπους και ο εμβολιασμός για μία οροομάδα δεν εξασφαλίζει άμυνα έναντι κάποιου άλλου. Οι κύριες οροομάδες του βακτηρίου που προκαλεί τη μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο είναι πέντε (Α, Β, C, W-135, Y1). Η βιοτεχνολογία κατάφερε να παρασκευάσει εμβόλια για την οροομάδα C και τις οροομάδες A, C W135, Y (το λεγόμενο τετραδύναμο συζευγμένο εμβόλιο της μηνιγγίτιδας). Μέχρι και την άνοιξη του 2014 έμενε ακάλυπτη η οροομάδα Β. Τότε παρασκευάστηκε και κυκλοφόρησε εμβόλιο που προστατεύει από την οροομάδα Β του μηνιγγιτιδόκοκκου (MenB), η οποία ευθύνεται για τα περισσότερα περιστατικά της μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
8. Τα παιδιά που έχουν εμβολιαστεί με τα άλλα εμβόλια για τη μηνιγγίτιδα έχουν καλυφθεί και δεν χρειάζεται να κάνουν το καινούργιο εμβόλιο.
Μύθος. Για μεγαλύτερη προστασία θα πρέπει αφού ολοκληρώσουν τον εμβολιασμό με το τετραδύναμο συζευγμένο να κάνουν και το νέο εμβόλιο για τον ορότυπο Β. Το εμβόλιο για τη μηνιγγίτιδα τύπου Β είναι ενδεδειγμένο για χρήση σε βρέφη από 2 μηνών και πάνω. Πρόκειται για το πρώτο εμβόλιο που προστατεύει όλες τις ηλικιακές ομάδες από τη νόσο MenB (μηνιγγιτιδόκοκκος τύπου Β), αν και τα βρέφη είναι αυτά που κατά κανόνα διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. Ο εμβολιασμός των βρεφών περιλαμβάνει τέσσερις δόσεις (στον δεύτερο, τέταρτο, έκτο και δωδέκατο μήνα ζωής), ενώ τα παιδιά, οι έφηβοι αλλά και οι ενήλικοι μπορούν να το κάνουν σε δύο δόσεις.