ΤΟ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΑΚΙ

καλικαντζαράκιΣ’ ένα μικρό φτωχικό σπιτάκι, στην άκρη ενός χωριού, έξι αδέλφια κάθονταν κοντά στο τζάκι. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και ο μεγαλύτερος, ο Αντρέας, είχε ανακαλύψει ένα καινούργιο παιχνίδι: Κάθε σπίθα που πεταγόταν ήταν κι ένα δώρο κι όποιος το πρωτοέβλεπε μπορούσε να το κρατήσει.
«Να, να μια!», φώναξε η Νικολέτα, «Είναι μια κόκκινη μπάλα. Και είναι δική μου!»
Την ίδια στιγμή η σπίθα έφτασε κοντά της. Η Νικολέτα γούρλωσε τα μάτια. Δεν ήταν σπίθα, δεν ήταν μπάλα, ήταν ένα ανθρωπάκι, τοσοδούλικο, κατάμαυρο, με μάτια που άστραφταν, μυτερά άσπρα δοντάκια, τυλιγμένο από πάνω ως κάτω με μια κατακόκκινη κάπα.
«Ποιoς είσαι εσύ; Πώς βγήκες από τη φωτιά χωρίς να καείς;» φώναξαν όλα τα παιδιά μαζί.
«Ωχ, ωχ, με ξεκουφάνατε!» φώναξε το καλικαντζαράκι και άρχισε να χοροπηδά πάνω στο τραπέζι τόσο αστεία που τα παιδιά έσκασαν στα γέλια.
«Με λένε Κικιρίκο κι είμαι το πιο μικρό από τα καλικαντζαράκια. Στο τζάκι σας με ρίξανε τα άλλα καλικαντζαράκια γιατί έβγαλα τη γλώσσα μου στον βασιλιά μας τον Σταχτοπόδη. Είμαι γλωσσάς εγώ! Χα, χα, χα!»
«Είναι γλωσσάς και καμαρώνει κιόλας», ακούστηκαν δυο άγριες φωνές και από το παράθυρο ξεπρόβαλαν δυο χοντροί θυμωμένοι καλικάντζαροι, «Θηρίο τον έχεις κάνει τον Σταχτοπόδη! Και για τιμωρία σου σε εξόρισε, σε καταδίκασε να μείνεις έναν ολόκληρο χρόνο με τους ανθρώπους. Αν φρονιμέψεις, θα σε ξαναπάρουμε του χρόνου την Πρωτοχρονιά. Αλλιώς, καημένε μου, θα γίνεις κι εσύ άνθρωπος!»
Με τα λόγια αυτά εξαφανίστηκαν οι καλικάντζαροι.
«Θα μείνεις μαζί μας», είπαν τα παιδιά ενθουσιασμένα, «σαν αδελφάκι μας θα σ’ έχουμε».
«Τι καλά που είσαστε», απάντησε κάνοντας και μια τούμπα ο Κικιρίκος, «νόμιζα πως θα με κοροϊδεύατε. Γι’ αυτό θα σας πω την αλήθεια: είμαι όχι μόνο γλωσσάς, αλλά και ψεύτης και πονηρός και καμιά όρεξη δεν έχω να διορθωθώ».

Ο Βάσος – Βασούλης
«Δεν πειράζει, δεν πειράζει. Είσαι το πρωτοχρονιάτικο δώρο μας!» είπαν όλα μαζί τα παιδιά, «θα σε φωνάζουμε Βάσο – Βασούλη, θα μείνεις εδώ κι όπως είμαστε κι έξι, θα είμαστε σαν το Κοντορεβιθούλη και τ’ αδέλφια του».
«Και θα κάνω κι όλες τις αταξίες που θέλω. Για να μη με πάρουν πίσω οι καλικάντζαροι!»
«Ναι, ναι!» φώναξαν τα παιδιά και αμέσως… τσουπ! Με έναν πήδο ο Κικιρίκος βούτηξε μέσα στην κανάτα με το γάλα. Κι ήταν τόσο βρόμικος που το γάλα έγινε μαύρο.
Την ώρα που ξαναπετάχτηκε έξω και άρχισε να τινάζεται σαν σκυλάκι, πιτσιλώντας τους πάντες, έφτασαν και οι γονείς των παιδιών.
«Μαμά, μπαμπά», φώναξαν τα παιδιά, «ο Άγιος Βασίλης μάς έφερε ένα αδελφάκι!»
Οι γονείς κοίταζαν καλά καλά και ο Βάσος – Βασούλης – Κικιρίκος συνέχισε να κάνει τα δικά του. Γυάλισε τα παπούτσια του με το λάδι του φαγητού, μετά κάθησε να τα στεγνώσει πάνω στο ψωμί που γέμισε λάδι και γάλα και βρόμα καλικάντζαρου. Τα παιδιά είχαν σκάσει στα γέλια.
«Τι να το κάνω τώρα αυτό;» αναρωτήθηκε η μαμά.
«Είναι το δώρο μας. Τον θέλουμε!» ξαναφώναξαν τα παιδιά. Έτσι ο Βάσος – Βασούλης έμεινε στο σπίτι. Και συνέχισε να κάνει τη μιαν αταξία μετά την άλλη. Μέχρι που έφαγε όλο το γλυκό που είχε φτιάξει η μαμά και φούσκωσε, έμοιαζε έτοιμος να σκάσει.
Η μαμά τον πότισε χαμομήλι και, μια που τον πέτυχε για πρώτη φορά ακίνητο, του έκανε κι ένα μπανάκι. Έφυγαν τα λάδια και τα γάλατα και τα υπολείμματα του γλυκού και το φούμο από το τζάκι και… επιτέλους: ένα όμορφο μελαχρινό αγοράκι!
Και βρόμικος όμως και καθαρός, ο Κικιρίκος συνέχισε να είναι διαβολάκι. Και αν ο μπαμπάς τον μάλωνε, τα παιδιά βάζαν όλα μαζί τα κλάματα και τον συγχωρούσε αμέσως. Για να ξαναρχίσει τις αταξίες.
Μέχρι που ένα ωραίο πρωί εξαφανίστηκε. Τρεις μέρες έλειψε και όταν γύρισε, τα παιδιά, που δεν είχαν βάλει μπουκιά στο στόμα τους από τη στενοχώρια πως τον έχασαν, δεν ήξεραν ποιο να τον πρωτοπάρει στην αγκαλιά του. Και οι γονείς το ίδιο. Τότε για πρώτη φορά το καλικαντζαράκι ένιωσε την καρδιά του να χτυπά διαφορετικά. Μα τον αγαπούσαν; Και, τώρα, τι να έκανε; Να φρονίμευε για να τους ευχαριστήσει; Τότε, όμως, θα τον έπαιρνε πίσω ο Σταχτοπόδης. Δεν ήθελε να φύγει.  Έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. Τόσο βαθιά που του κόπηκε η διάθεση για αταξίες, ακόμα και η όρεξη. Το σπίτι βουβάθηκε. Ούτε φωνές, ούτε χάχανα. «Μα, τι έχεις;» ρωτούσαν τα παιδιά. «Τι να έχω; Συλλογιέμαι πόσο λίγος καιρός μού μένει και μου ’ρχεται να κλάψω. Ούτε γλώσσα δεν βγάζω πια. Φρονίμεψα. Και θα με πάρουν». «Αχ, Βάσο – Βασούλη, γίνε κακός!» του έλεγαν τα παιδιά. «Μα, τι να κάνω. Δεν μπορώ». Τα λόγια αυτά το καλικαντζαράκι τα είπε με τόσο παράπονο που η μικρή Σοφία έβαλε κάτι κλάματα, μα κάτι κλάματα που δεν σταμάταγαν αν δεν της έδινε το τελευταίο κομμάτι γαλατόπιτα που είχε κλέψει από το ντουλάπι (γιατί είπαμε: είχε γίνει καλός, αλλά όχι και τέλειος).

Η συνωμοσία
«Τι να κάνουμε τώρα;» είπε αργότερα ο Αντρέας στ’ αδέλφια του. «Ένα πράγμα μόνο» απάντησε η Νικολέτα. «Τι; Τι;» ρώτησαν όλα τ’ αδέλφια μαζί. «Μια συ-νω-μο-σία. Θα κάνουμε εμείς τις αταξίες, θα λέμε πως τις έκανε ο Βάσος – Βασούλης, ο μπαμπάς θα τον τιμωρήσει, θα το μάθουν οι καλικάντζαροι». Έσπασε λοιπόν η Σοφία ένα πιάτο. Έχυσε ο Αντρέας όλο το γάλα που ήταν στο ψυγείο. Εξαφάνιζε ο Σπύρος το τυρί. Έπινε ο Μάνος όλες τις πορτοκαλάδες κι ας κόντευε να σκάσει. «Ο Βάσος – Βασούλης το έκανε», έλεγαν. Αλλά ο μπαμπάς συγχωρούσε τον Βάσο – Βασούλη. «Είναι τόσο μικρούλης», εξηγούσε. Το καλικαντζαράκι στενοχωριόταν. «Μα, γιατί», αναρωτιόταν, «κάποτε όλο βλακείες έκανα και μ’ αγαπούσαν. Τώρα όλο με κατηγορούν». Σιγά σιγά άρχισε να σκέφτεται πως οι καλικάντζαροι είναι πιο λογικοί από τους ανθρώπους. Αλλά και πάλι δεν ήθελε να ξαναπάει σ’ αυτούς. Και στενοχωριόταν ακόμα περισσότερο. Ήρθαν και οι γιορτές. Ο Βάσος – Βασούλης άρχισε να θυμάται την εποχή που τον έλεγαν Κικιρίκο. Και που ποτέ δεν στενοχωριόταν ό,τι και να του έλεγαν.

Τα μελομακάρονα
Έφτασε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ο καλικαντζαράκος καθόταν μελαγχολικός μπροστά στο τζάκι. Οι φίλοι του τον βασάνιζαν. Θα τους έδειχνε κι αυτός, σκεφτόταν, θα έφευγε με τους άλλους καλικαντζάρους, θα προσπαθούσε να τους ξεχάσει. Η σκέψη αυτή τον στενοχωρούσε ακόμη περισσότερο. «Κοίτα μην πειράξεις τα μελομακάρονα!» άκουσε τη Σοφία να του φωνάζει αυστηρά. «Μην τα πειράξεις», του φώναξε και ο Αντρέας δείχνοντάς του την πιατέλα στη μέση του τραπεζιού. «Γιατί μου φέρονται έτσι;» ξανασκέφτηκε το καλικαντζαράκι και ξαναμελαγχόλησε. «Προσοχή στα μελομακάρονα!» ξαναφώναξαν όλα τα παιδιά μαζί. Η ώρα ήταν δέκα. Ο Βάσος – Βασούλης αποφάσισε να τακτοποιήσει λίγο το δωμάτιο, να τα αφήσει όλα όμορφα και καθαρά φεύγοντας. Σφουγγάρισε, ξεσκόνισε, έφτασε κοντά στην πιατέλα με τα μελομακάρονα. Τι ωραία που μύριζαν! «Όχι, ούτε ψίχουλο δεν θα φάω», είπε από μέσα του. Νταν! Το ρολόι χτύπησε 12. Το παράθυρο άνοιξε και… τσουπ: ο ίδιος ο βασιλιάς Σταχτοπόδης με δύο ακόμα καλικάντζαρους. «Έμαθα πως έχεις φρονιμέψει, Κικιρίκο! Σε συγχωρώ για τελευταία φορά. Άντε, πάμε!» Ο Βάσος – Βασούλης σηκώθηκε υπάκουα. Το μάτι του όμως ξανάπεσε στην πιατέλα. «Ένα μόνο, ένα από αυτά τα γλυκά με τη λαχταριστή μυρωδιά» σκέφτηκε και αμέσως άπλωσε το χέρι, βούτηξε τρία τέσσερα μελομακάρονα και τα έβαλε στο στόμα. «Ιιιι», τσίριξε ο Σταχτοπόδης, «αυτό ήταν που έγινες φρόνιμος; Εσύ είσαι πιο φαταούλας από ποτέ. Δεν σου αξίζει να έρθεις μαζί, βρομόπαιδο». Μια λάμψη, μια αστραπή και ο Σταχτοπόδης εξαφανίστηκε μαζί με τη συνοδεία του. Ο Βάσος – Βασούλης αναστέναξε προσπαθώντας ταυτόχρονα να καταπιεί όλα αυτά τα μελομακάρονα που είχε στο στόμα. Από το διπλανό δωμάτιο ακούστηκαν χαρούμενες φωνές: «Βάσο – Βασούλη!  Επίτηδες το κάναμε. Για να μείνεις, αδελφούλη!» Από τότε Ο Βάσος – Βασούλης έμεινε για πάντα με τους φίλους του. Κι ήταν ένα καλό χαρούμενο παιδάκι. Με μιαν ιδιαίτερη μανία για μελομακάρονα.

Leave a Reply