Μια φορά ήταν μια… Μύγα! Αλλά τέτοια Μύγα στον κόσμο όλον δεν εστάθη! Τόσο τσαχπίνα και γλυκιά ήτανε! Τόσο μαργιόλα και φουρφουριστή! Και μιαν ημέρα του καλοκαιριού που ο ήλιος έλαμπε κι ο τόπος μοσχοβολούσε από τις ευωδιές των λουλουδιών κι αντηχούσε τα κελαηδητά των πουλιών, η Μύγα ξύπνησε από ύπνο γλυκό, τέντωσε τα φτεράκια της, κούνησε τα λεπτά ποδαράκια της, ανοιγόκλεισε τα πάμπολλα ματάκια της και είπε: «Αααχχχ! Είδα ένα όνειρο γλυκό! Πως σήμερα θα καλοπαντρευτώ και θα χρυσονοικοκυρευτώ!»
Και σαν το είπε αυτό βγήκε κι άρχισε να ψάχνει για να βρει… γαμπρό!
Πέταξε από δω, πέταξε από κει, στο τέλος έπεσε απάνω σ’ έναν Λύκαρο! Τι όμορφο γουναρικό φορούσε! Τι φουντωτή μεταξωτή που φάνταζε η ουρά του! «Κυρα-Μύγα, Κυρα-Μύγα! Για πού το ’βαλες, Κυρά μου;» είπε ο Λύκαρος με τη στεντόρεια φωνή του. «Αααχχχ! Κυρ Λύκε μου! Είδα ένα όνειρο γλυκό! Πως σήμερα θα καλο-παντρευτώ και θα χρυσο-νοικοκυρευτώ!» Ο Λύκαρος κοίταξε τη Μύγα, κάτι τα φτερά της που τον ζάλισαν, κάτι τα ποδαράκια της που τα κουνούσε γλυκά που τον μάγεψαν, της λέει: «Α! Κυρα-Μύγα, τι θα έλεγες, σου κάνω για γαμπρός;» Η Μύγα ανοιγόκλεισε τα ματάκια της και είπε: «Και γιατί όχι, κυρ Λύκε μου; Το γουναρικό σου είναι πρώτης τάξεως, φαίνεσαι καλοβαλμένος και θα έχω ασφάλεια κοντά σου! Φτάνει μόνο να τραγουδάς καλά! Θέλω να πάρω άντρα αγαπησιάρη, άντρα ερωτιάρη, άντρα τραγουδιάρη! Πες μου ένα τραγουδάκι κι άμα τραγουδάς καλά, σε παντρεύομαι!» Ο Λύκαρος τεντώθηκε, κορδώθηκε, έβαλε όλη του τη μαστοριά, αλλά με τόσο άγριο τρόπο τραγουδούσε που η Μύγα τον απέρριψε με μιας! Και του ράισε την καρδιά κι έφυγε γαμπρό να ψάξει σ’ άλλη γειτονιά!
Πέταξε από δω, πέταξε από κει, στο τέλος έπεσε απάνω σ’ έναν Βάτραχο! Τι όμορφα που γυάλιζε η ράχη του! Τι ρούχο μεταξωτό φορούσε! Τι ερωτιάρικα και γουρλωτά που κοίταζαν τα μάτια του! «Κυρα-Μύγα, Κυρα-Μύγα, για πού το ’βαλες, Κυρά μου;» είπε ο Βάτραχος με την μπάσα φωνή του. «Αααχχχ! Κυρ Βάτραχέ μου! Είδα ένα όνειρο γλυκό! Πως σήμερα θα καλοπαντρευτώ και θα χρυσονοικοκυρευτώ!» Ο Βάτραχος κοίταξε τη Μύγα! Κάτι το μαύρο κορμί της που πετάριζε, κάτι η κοιλιά του που γουργούριζε με αδημονία… τη γλυκοκοίταξε με τα πελώρια μάτια του και είπε: «Α, Κυρα-Μύγα! Τι θα έλεγες, σου κάνω για γαμπρός;» Η Μύγα ανοιγόκλεισε τα ματάκια της και είπε: «Και γιατί όχι, κυρ Βάτραχε; Το ρούχο σου είναι πρώτης τάξεως μετάξι, απ’ το καλύτερο! Φαίνεσαι καλοβαλμένος και θα έχω πλούτη και λούσα κοντά σου! Φτάνει μόνο να τραγουδάς καλά! Θέλω να πάρω άντρα αγαπησιάρη, άντρα ερωτιάρη, άντρα τραγουδιάρη! Πες μου ένα τραγουδάκι κι άμα τραγουδάς καλά, σε παντρεύομαι!» Ο Βάτραχος τέντωσε τη χοντρή κοιλιά του, άνοιξε τη στοματάρα του κι έβαλε τα δυνατά του! Αλλά τόσο πολύ που φώναζε κι άνοιγε το στόμα του και στριφογύριζε τη γλώσσα του, που η μύγα πήγε να πεθάνει από τον φόβο της και τον παράτησε σύξυλο όπως όπως! Η δύστυχη η Μύγα που δεν έβρισκε γαμπρό!
Ωστόσο, δυο βηματάκια πιο κάτω, πρόσεξε ένα λυγερόκορμο πλάσμα, με ένα εξαίσιο, φίνο, πολύ κομψό παλτό, μαύρο σαν και το δικό της! Κρατούσε μάλιστα κι ένα βιολί! Ήταν ένα Τριζόνι! Που μάλιστα της μίλησε με την πιο μελωδική φωνή του κόσμου! «Κυρα-Μύγα! Κυρα-Μύγα! Για πού το ’βαλες, καλή μου;» «Αααχχχ! Καλό μου Τριζόνι! Είδα ένα όνειρο γλυκό! Πως σήμερα θα παντρευτώ και θα νοικοκυρευτώ! Θέλω μοναχά να πάρω άντρα αγαπησιάρη, άντρα ερωτιάρη, άντρα τραγουδιάρη!» «Μα για δες!» είπε το Τριζόνι. «Αυτή ακριβώς είναι η δουλειά μου! Είμαι πλανόδιος μουσικός! Και πολύ θα ήθελα για γυναίκα μου κάποια σαν εσένα!». Κι άρχισε ευθύς να τραγουδά παίζοντας μάλιστα το βιολί του με τέτοια μαεστρία που η Μύγα τον αγάπησε κεραυνοβόλα! Και παντρεύτηκαν στο πρώτο φεγγάρι του Ιούνη! Κι είχε ο κόσμος να λέει για τον γάμο της Μύγας! Κι έπαιζε το Τριζόνι όλη νύχτα το βιολί του! Αααχχχ! Την άλλη κιόλας νύχτα το Τριζόνι έπρεπε να πάει στη δουλειά του, να παίξει σε ένα γλέντι και να τραγουδήσει! «Κυρά μου, αγαπημένη!» λέει στη μύγα «Έχε μου κάτι να φάω τα χαράματα μόλις γυρίσω πεινασμένος, κουρασμένος». Και στρώθηκε η Μύγα πίτα να του φτιάξει! Κοσκίνισε τ’ αλεύρι… κοσκίνισε… κι απ’ το πολύ κοσκίνισμα άσπρισε η Μύγα ολάκερη κι αυτή και τα φτερά της! Γυρνά το Τριζόνι τα χαράματα, είχε πιει και λίγο παραπάνω, βλέπει την Κυρα-Μύγα κάτασπρη σαν… φάντασμα… τον έπιασαν τα γέλια! Γελούσε… γελούσε… γελούσε… κάνει μια Τσαφ! Έσκασε απ’ τα γέλια!
Κι έμεινε η Κυρα-Μύγα, η Κακομοίρα… χήρα!
Ε! Από τότε έβαλε για τα καλά τα μαύρα και δεν τα ξανάβγαλε ποτέ! Η δόλια η Μύγα που θέλησε να παντρευτεί!
Ε! Κι από τότε και πέρα όλες οι Μύγες μαύρες είναι!
Η παραμυθού Σάσα Βούλγαρη αφηγείται παραμύθια για μικρούς και για μεγάλους και διδάσκει για την Τέχνη της Αφήγησης εδώ και 20 χρόνια.