ΠΩΣ ΓΚΡΕΜΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΤΟΙΧΟΙ

Ζούσε κάποτε σε ένα μακρινό μέρος, στην Ινδία, μια γυναίκα που ήταν πάντοτε πολύ πολύ ντροπαλή. Ήταν τόσο συνεσταλμένη και δειλή που, ακόμα κι αν είχε δίκιο σε κάτι, δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της, δεν μπορούσε να κάνει τη φωνή της ν’ ακουστεί, δεν τολμούσε να στενοχωρήσει κανέναν, φοβόταν ακόμα και να ανοίξει το στόμα της! Γι’ αυτό υπέμενε τα πάντα με καρτερικότητα και υπομονή. Αυτή η συνήθεια την έκανε όλο και πιο δυστυχισμένη γιατί επέτρεπε στον καθέναν να την ταλαιπωρεί και να την αδικεί, χωρίς εκείνη να προσπαθεί καν να τον αποτρέψει.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια και η γυναίκα γέρασε, μεγάλωσαν και οι δύο γιοι της και παντρεύτηκαν κι έφεραν τις γυναίκες τους στο σπίτι της μητέρας τους για να ζήσουν όλοι μαζί. Ο πατέρας είχε πεθάνει και η γριά γυναίκα πάσχιζε, δουλεύοντας σκληρά από το πρωί μέχρι το βράδυ, να τα βγάλει πέρα, να βοηθήσει όλα τα μέλη της οικογένειας και να προλάβει όλες τους τις επιθυμίες.
Αλλά δεν τα κατάφερνε… είχε πια γεράσει, και η συνήθειά της να υπομένει τα πάντα την έκανε δυστυχισμένη και μίζερη. Έτρωγε πολύ για να ξεσπάει τη λύπη της σε κάτι. Και ξαναέτρωγε… και ξαναέτρωγε… ώσπου έγινε τόσο χοντρή που πια άρχισαν να την κοροϊδεύουν ακόμα και τα ίδια της τα παιδιά.
Τώρα πια η ζωή της έγινε αβάσταχτη. Πιότερο από όλους την κορόιδευε η μικρή της η νύφη, μια δροσερή, όμορφη και άσπλαχνη νεαρή γυναίκα, που δεν την άφηνε σε χλωρό κλαρί. Την περιέπαιζε, και παρέσυρε και την άλλη νύφη, ώσπου σύντομα το αγαπημένο παιχνίδι όλων, ακόμα και των γιων της, ήταν να χλευάζουν και να βασανίζουν την καημένη τη γυναίκα, θεωρώντας ότι όλα αυτά ήταν μοναχά αστεία και τίποτα άλλο, αφού αυτή ποτέ δεν παραπονιόταν!
Ώσπου μιαν ημέρα δεν βάσταξε πια! Ένιωθε τόσο μόνη και δυστυχισμένη που δεν τη χωρούσε άλλο ο τόπος. Να τολμήσει να πει μια κουβέντα, ούτε που το σκέφτηκε… γι’ αυτό πήρε τους δρόμους και κατέβηκε στο ποτάμι που κυλούσε λίγο έξω από το χωριό κι όταν έφτασε εκεί μπήκε σε ένα χάλασμα, ένα σχεδόν ολότελα γκρεμισμένο σπίτι, με μόνον τέσσερις τοίχους να στέκονται ολόγυρα.
Απελπισμένη, στάθηκε μπροστά στον έναν τοίχο και μες στην ταραχή της, νιώθοντας ότι δεν έχει ούτε έναν άνθρωπο να εισακούσει τον πόνο της, άρχισε να μιλάει στον… τοίχο! Απαρίθμησε τα αμέτρητα παράπονά της για τον πρώτο γιο της… έλεγε… κι έλεγε… κι έλεγε… κι όταν κάποτε τελείωσε τα λόγια της ο τοίχος κατέρρευσε! Αλλά εκείνη δεν είχε τελειώσει ακόμα: γύρισε στον απέναντι τοίχο και ξανάρχισε. Αυτήν τη φορά είχε σειρά ο δεύτερος γιος της. Είπε… είπε… είπε… είπε και γι’ αυτόν αμέτρητα παράπονα κι όταν πια έκλεισε το στόμα της, ο τοίχος διαλύθηκε με πάταγο.
Η γυναίκα δεν σταμάτησε βέβαια, αλλά όλη την πίκρα και την απογοήτευση για την πρώτη της νύφη την ξέσπασε στον τρίτο τοίχο κι όταν κι αυτός έπεσε κατρακυλώντας, άφησε το μεγαλύτερό της παράπονο για τη δεύτερη νύφη, την πιο σκληρόκαρδη, να ξεχυθεί από μέσα της, μιλώντας και φωνάζοντας και κλαίγοντας απάνω στον μοναδικό τοίχο που είχε απομείνει. Μπροστά σε τόση δυστυχία ακόμα κι αυτός ο στερνός τοίχος ράγισε και δεν άργησε να καταλήξει σε ένα μεγάλο σωρό από πέτρες…
Όταν η γυναίκα σώπασε, και τέλειωσαν όλα τα λόγια που είχε να πει, αφού κάθε κακό που την ταλάνιζε βγήκε από μέσα της και εκείνη ξαλάφρωσε, τότε μόνο σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε γύρω της βλέποντας… αλλά βλέποντας πραγματικά για πρώτη φορά! Είδε τον ήλιο, το ορμητικό, καθαρό νερό του ποταμού, άκουσε τα πουλιά που τιτίβιζαν χαρούμενα και παρατήρησε μάλιστα ένα μικρό ανθάκι λευκό, σαν αστέρι, που είχε καταφέρει να φυτρώσει σε μια γωνιά μέσα στο γκρεμισμένο σπίτι.
Έπειτα είδε τον χαλασμό γύρω της, αυτόν που η ίδια είχε προκαλέσει με τα παράπονά της: όλα γκρεμισμένα! Μόνο πέτρες και χαλάσματα! Χαμογέλασε κι ύστερα ένιωσε ότι κάτι παράξενο  συνέβαινε: είχε αλαφρώσει, δηλαδή ένιωθε πιο λεπτή…. όχι! ΉΤΑΝ πιο λεπτή! Σχεδόν λυγερόκορμη, με ολόισια την πλάτη της σαν να μην υπήρξε γερασμένη και χοντρή ποτέ της! Όλη η πίκρα, η στενοχώρια χρόνων, ο θυμός, η απογοήτευση, είχαν όλα με μιας αποτιναχτεί από πάνω της κι ένιωθε χαρούμενη, ελαφριά… Για πρώτη φορά στη ζωή της δεν την ενδιέφερε τι θα πει, πώς θα το πει, αν θα την κακοχαρακτηρίσουν: ΕΝΙΩΘΕ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ. Γύρισε σπίτι της αλλαγμένη, ευδιάθετη, αποφασισμένη. Σε κανέναν δεν είπε απολύτως τίποτα. Κανένας δεν τόλμησε να της πει απολύτως τίποτα προσβλητικό, άσχημο, στενάχωρο από τότε. Ίσα ίσα που κέρδισε τον αυτονόητο σεβασμό και την αγάπη όλων. Κι αυτό κράτησε για πάντα!

Leave a Reply