Ο ΧΡΥΣΟΣ ΔΡΑΚΟΣ

Ο Ουράνιος Αυτοκράτορας του Νεφρίτη γιόρταζε τα γενέθλιά του και όλοι οι αθάνατοι και όλοι οι δράκοι έρχονταν να του ευχηθούν και να γλεντήσουν μαζί του. Οι γιορτές θα κράταγαν τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. Ο Χρυσός Δράκος βαριόταν τους εορτασμούς και βγήκε από το ουράνιο παλάτι για να ησυχάσει. Ξαφνικά άκουσε  κλάματα που έρχονταν από τη Γη. Μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο και κατέβηκε να μάθει τι συμβαίνει. Είδε ένα κοριτσάκι να θρηνεί και το ρώτησε για την αιτία της δυστυχίας του. Το κοριτσάκι σήκωσε τα μάτια του και καθώς μπροστά της δεν αντίκρισε δράκο αλλά ένα αγοράκι σχεδόν συνομήλικό της, δεν δίστασε να του εξηγήσει:
– Τρία χρόνια έχει να πέσει έστω και μια σταγόνα νερό. Τα φυτά ξεράθηκαν και πια τρώμε ό,τι έχει απομείνει από τα δέντρα.
Χωρίς να σταματήσει τα κλάματα, οδήγησε το αγοράκι σε μια μεγάλη τρύπα. Δείχνοντάς του ίχνη αίματος γύρω από την τρύπα τού εξήγησε:
– Για να βοηθήσει τους ανθρώπους στο χωριό ο παππούς μου τους επέτρεψε να χρησιμοποιούν το πηγάδι του. Όμως κι αυτό σύντομα στέρεψε και τότε ο παππούς μου αποφάσισε ν’ ανοίξει άλλα πηγάδια. Δούλευε πολύ σκληρά. Δεν έβρισκε σταγόνα νερό και ξαναπροσπαθούσε λίγο πιο πέρα. Μάταια. Το μόνο που κατάφερε ήταν να εξαντληθεί και να πεθάνει από κούραση.
Ακούγοντας το κοριτσάκι, ο Χρυσός Δράκος δεν κατάφερε να κρατήσει τα δάκρυά του. Χτύπησε τα πόδια του στη γη και πέταξε στον ουρανό.
Στο σημείο που τα πόδια του αγοριού χτύπησαν τη γη το κοριτσάκι είδε να εμφανίζεται μια λιμνούλα. Στο βάθος της φαινόταν μια πατημασιά. Έτρεξε να πει σε όλους τους συγχωριανούς της τι συνέβη. Εκείνοι την ακολούθησαν αμέσως στη λιμνούλα.
– Θεϊκέ δράκε, άρχισαν να λένε δυνατά στρέφοντας το βλέμμα τους προς τον ουρανό. Σ’ ευχαριστούμε πάρα πολύ γι’ αυτό που έκανες για μας. Αλλά αυτό το νερό δεν φτάνει για να πιούμε και να ποτίσουμε τα φυτά μας. Καλύτερα να μας ρίξεις καταρρακτώδεις βροχές.
Ο δράκος βρισκόταν ήδη στο παλάτι, αλλά άκουσε τις ικεσίες τους και πήγε να βρει τον δράκο Βασιλιά της Ανατολικής Θάλασσας, ο οποίος ήταν ο κυρίαρχος των βροχών. Του εξήγησε το πρόβλημα των ανθρώπων, αλλά εκείνος δίστασε να τον βοηθήσει:
– Χωρίς εντολή της μεγαλειότητάς του τού αυτοκράτορα; Εγώ… εγώ… δεν μπορώ… δεν μπορώ… να ρίξω βροχές.
Ο Χρυσός Δράκος αποφάσισε να ζητήσει ακρόαση από τον Ουράνιο Αυτοκράτορα. Φτάνοντας έξω από τα διαμερίσματά του τον σταμάτησαν οι φρουροί:
– Ο αυτοκράτορας έχει πιει πολύ. Καλύτερα να έρθετε αύριο.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο Χρυσός Δράκος προβληματίστηκε πολύ από την απάντηση. Μια μέρα για τον αυτοκράτορα είναι ένας χρόνος για τη Γη και οι άνθρωποι εκεί διψούσαν ήδη τρία χρόνια. Δεν μπορούσε να επιμηκύνει τόσο πολύ το μαρτύριό τους.
Μία μόνο λύση έβρισκε. Πήγε να συναντήσει τον δράκο Κύριο των Καταιγίδων και των Κεραυνών:
– Άρχοντα των Καταιγίδων και Κύριε των Κεραυνών, δείξτε λίγο οίκτο για τα φτωχά πλάσματα της Γης! Ακόμα κι αν δεν μπορείτε να ρίξετε βροχή, τα σύννεφα και οι άνεμοι θα τους δροσίσουν. Κάντε κάτι για ν’ ανακουφιστούν αυτοί οι δυστυχισμένοι!
Ξαφνικά άρχισε να φυσά δυνατός αέρας, σύννεφα μαζεύτηκαν στον ουρανό, ακούστηκαν βροντές και άρχισαν να φαίνονται αστραπές. Τρέχοντας ο Χρυσός Δράκος έφτασε στον κύριο των Θαλασσών της Ανατολής και του φώναξε:
– Ο μεγαλειότατος διέταξε να ρίξετε βροχή, μαζεύτηκαν τα σύννεφα και εσείς καθυστερείτε γιατί κοιμάστε;
Εκείνος, μισοκοιμισμένος, άκουσε τις βροντές, πήρε το ποτήρι με τη βροχή και την έριξε στη Γη.
Οι άνθρωποι ξεχύθηκαν στην ύπαιθρο, ξεδίψασαν και χορεύοντας στη βροχή δοξολογούσαν τον Χρυσό Δράκο, τον σωτήρα τους. Η βροχή δεν σταματούσε, αλλά ο αυτοκράτορας θύμωσε πολύ. Συγκάλεσε αμέσως τη συνέλευση των αθανάτων και τους δήλωσε πως αποφάσισε να σκοτώσει τον Χρυσό Δράκο. Κανείς δεν μπόρεσε να τον κάνει ν’ αλλάξει γνώμη, ούτε οι άλλοι δράκοι, ούτε οι βροντές κι οι αστραπές, ούτε τα τύμπανα που χτυπούσαν χαρούμενα οι άνθρωποι. Ο Ουράνιος Αυτοκράτορας θα έριχνε τον δράκο στη Γη και μετά θα τον έκαιγε. Οι άνθρωποι, όμως, που δεν άντεχαν να μην κάνουν τίποτα για τον δράκο-σωτήρα τους, είχαν την ιδέα να βάλουν στη θέση της φωτιάς που θα έκαιγε τον δράκο μια σκόνη την οποία είχαν αποθηκευμένη σ’ ένα δοχείο από μπαμπού. Αυτή η σκόνη όταν την έριχνες στη γη πετούσε σπίθες οι οποίες έμοιαζαν με πυρκαγιά. Από ψηλά φαινόταν σαν να καιγόταν ο δράκος. Στην πραγματικότητα όμως οι εκρήξεις και οι σπίθες δεν τον πείραζαν καθόλου. Ο Χρυσός Δράκος βγήκε αλώβητος απ’ αυτήν την περιπέτεια. Από τότε στις 15 του πρώτου σεληνιακού μήνα είναι έθιμο να οργανώνονται χοροί όπου οι άνθρωποι κρατούν μικρούς χρυσούς δράκους από χαρτί και ευχαριστούν τον σωτήρα τους για τις πλούσιες σοδειές που τους χαρίζει.

Παλιό κινέζικο παραμύθι. 

Leave a Reply