ΟΙ ΠΑΡΑΜΥΘΟΚΟΡΕΣ ΑΦΗΓΟΥΝΤΑΙ: Ο ΜΥΛΩΝΑΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ

Ο μυλωνάς και ο καλικάντζαροςΟι αγαπημένες μας Παραμυθοκόρες αφηγούνται το χριστουγεννιάτικο παραμύθι “Ο μυλωνάς και ο καλικάντζαρος” και, όπως πάντα, προτείνουν δράσεις τόσο για πριν όσο και για μετά την αφήγηση!

Πριν από την αφήγηση

Το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων είναι, σύμφωνα με τον ελληνικό θρύλο, η ώρα που βγαίνουν από τα βάθη της Γης οι καλικάντζαροι, αυτά τα δύσμορφα, σκανταλιάρικα πλάσματα που το ’χουνε σκοπό να πειράζουν τους ανθρώπους και κυκλοφορούν επάνω στη Γη κάθε νύχτα για όλο το Δωδεκαήμερο.

Ως εισαγωγή στο παραμύθι, εξερευνήστε τον θρύλο που θέλει τους καλικάντζαρους στα έγκατα της γης να κόβουν όλον τον χρόνο το δέντρο της ζωής, να ανεβαίνουν τα Χριστούγεννα από τους δρόμους του νερού και να προτιμούν τους μύλους, όπως στην ιστορία μας.

Βρείτε τα αστεία ονόματά τους και τα χαρακτηριστικά τους. Βγάλτε δικά σας ονόματα και φανταστείτε δικούς σας καλικάντζαρους. Μπορεί να είναι λίγο τρομαχτικοί οι καλικάντζαροι για τα παιδιά αλλά ποια σκοτεινή νύχτα δεν είναι; Ξορκίστε τον φόβο, λέγοντάς τους ότι και οι καλικάντζαροι φοβούνται (το φως της μέρας, τον αγιασμό ή το λάλημα του κόκορα).

Άλλωστε, υπάρχουν και οι τρόποι που είχαν οι παλιοί για να τους κρατούν μακριά. Τους άφηναν π.χ. ένα γλυκάκι έξω από την πόρτα ή ένα κόσκινο με πολλές τρύπες για να τους κρατήσει απασχολημένους με το μέτρημα μέχρι το ξημέρωμα. Βρείτε έναν δικό σας αστείο τρόπο να κρατήσετε τους σκανταλιάρηδες καλικάντζαρους έξω από το σπίτι.    

Αρχή του παραμυθιού, καλώς ήρθατε της αφεντιάς σας.

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας φτωχός μυλωνάς που όλο κι όλο είχε έναν μύλο κι ένα γαϊδουράκι. Ζούσε μόνος του, κανέναν δεν είχε. Κι όταν ήρθε η παραμονή των Χριστουγέννων είπε να πάρει ένα γουρουνόπουλο και να πάει στον μύλο να το βάλει να το ψήσει να το φάει. Το πήρε, το φόρτωσε στο γαϊδούρι κι ανηφόρισε τον λόφο, έφτασε στον μύλο, άναψε φωτιά, έβαλε το γουρουνόπουλο να ψηθεί και περίμενε υπομονετικά.

Σαν ψήθηκε το γουρουνόπουλο και πήρε να ροδοκοκκινίζει, η μυρωδιά του βγήκε από το παράθυρο και ταξίδεψε μέσα στη νύχτα μέσα στο δάσος. Μα η νύχτα της Παραμονής των Χριστουγέννων είναι η νύχτα που βγαίνουν μέσα από τη Γη οι καλικάντζαροι για να πειράξουν τους ανθρώπους.

Κι η μυρωδιά από το ψητό γουρουνόπουλο έφτασε στη μύτη ενός σιχαμερού και πεινασμένου καλικάντζαρου. Εκείνος έμοιαζε με βάτραχο κι ήταν γεμάτος μύξες, γλίτσα και σάλια. Το όνομά του ήταν Βατραχούκος. Στο χέρι του κρατούσε ένα σουβλάκι που πάνω του είχε περασμένο ένα βατράχι και το έγλυφε και το μασουλούσε λαίμαργα! Ο καλικάντζαρος ακολούθησε τη μύτη του και βρέθηκε κατευθείαν στον μύλο.

Κι εκεί που ο μυλωνάς ετοιμαζόταν να δοκιμάσει το ψητό, ξαφνικά πετάγεται μπροστά του ο καλικάντζαρος. Τρόμαξε πολύ ο μυλωνάς, αλλά θυμήθηκε τις ιστορίες που έλεγαν στο χωριό του για αυτά τα πλάσματα. Θυμήθηκε πως έλεγαν πως είναι άγριοι και θυμώνουν εύκολα, αλλά είναι και κουτοί, χωρίς πολύ μυαλό. Αν συναντήσεις, λοιπόν, έναν καλικάντζαρο χρειάζεται να είσαι ψύχραιμος και να προσπαθήσεις με το μυαλό σου να τον ξεγελάσεις. Έτσι κι ο μυλωνάς προσπάθησε να μείνει ήρεμος κι ας χτυπούσε δυνατά η καρδιά του.

«Μμμμ, νόθτιμο φαΐ! Μπορώ να βουτήκθω το βατράχι μου θτο δουμάκι;» είπε ο Βατραχούκος.

«Μπλιαχ!» σκέφτηκε ο μυλωνάς αλλά είπε «Εντάξει, βούτηξέ το».

Ο Βατραχούκος έσυρε το βατράχι του επάνω στο ζουμερό γουρουνόπουλο και το γέμισε σάλια.

«Μμμμ, πεντανόθτιμο είναι! Να κόπθω και λίγη πετθούλα;» είπε.

«Κόψε και λίγη πετσούλα», είπε ο μυλωνάς που είχε αηδιάσει με τον σιχαμερό καλικάντζαρο.

Ο καλικάντζαρος συνέχισε για ώρα να μασουλάει πετσούλα και να γεμίζει μύξες και σάλια το γουρουνόπουλο και έδειχνε να το απολαμβάνει πολύ.

«Γεια θτα χέρια θου, μπάρμπα-μυλωνά! Πολύ νόθτιμο το γουρουνόπουλο! Αλήθεια, ήθελα να θε ρωτήθω μια και καθόμαθτε έτθι εδώ και κάνουμε ωραία παρέα, πώθ θε λένε; Εγώ είμαι ο Βατραχούκοθ!»

Ο μυλωνάς τότε σκέφτηκε να τον ξεγελάσει και να μην πει το αληθινό του όνομα αλλά ένα ψεύτικο.

«Με λένε: ο εαυτός μου!» είπε.

«Ο εαυτόθ μου; Τι παράκθενο όνομα…»

Και ο Βατραχούκος συνέχισε να μασουλάει το ψητό γουρουνόπουλο. Ο μυλωνάς δεν άντεχε άλλο να τον βλέπει, ο θυμός φούσκωνε μέσα του. Αρπάζει ένα σίδερο πυρωμένο που είχε μέσα στη φωτιά, δίνει μια και το κατεβάζει στο κεφάλι του καλικάντζαρου και πάρ’ τον κάτω!

«Πω πω, τι έκανα…» σκέφτηκε τότε ο μυλωνάς. «Τώρα θα ξυπνήσει ετούτος και θα κουβαλήσει κι όλους τους άλλους καλικάντζαρους… Καλύτερα να φύγω γρήγορα». Έτρεξε στο γαϊδουράκι του, δεν ανέβηκε καβάλα, μόνο χώθηκε στο σακί που είχε κρεμασμένο στο σαμάρι του, του ’δωσε μια και το γαϊδουράκι ξεκίνησε για το χωριό.

Μετά από λίγο ξυπνάει ο Βατραχούκος μ’ ένα καρούμπαλο ίσαμε κει πάνω, βγαίνει στο δάσος και βάζει τις φωνές:

«Καλικάντζαροι!!! Τρέκθτε!!! Με έκαπθε!!! Με έκαπθε ο εαυτόθ μου!!!»

Το ακούνε οι καλικάντζαροι απ’ όλες τις μεριές του κόσμου και τρέχουν να βοηθήσουν. Άλλοι καβαλάνε κατσίκες, άλλοι κότες, άλλοι κουτσοί, άλλοι χοροπηδώντας, βρίσκουν τον Βατραχούκο και ρωτούν: «Ποιος σου το έκανε αυτό;»

«Ο εαυτόθ μου, ο εαυτόθ μου μ’ έκαπθε!» φώναζε εκείνος.

«Μόνος κάηκες, μωρέ; Και τι να σου κάνουμε εμείς; Χαχαχα, μόνος του κάηκε ο κουτός!» και γελούσαν μαζί του.

Μέχρι που εμφανίστηκε ο αρχηγός των καλικάντζαρων, ο Μανδρακούκος με τ’ όνομα! Τεράστιος και πολύ τρομακτικός. Οι καλικάντζαροι στέκονται σούζα μπροστά του. Έτσι έκαναν και τώρα.

«Ποιος τόλμησε να πειράξει δικό μου καλικάντζαρο;» είπε.

«Αρχηγέ, με έκαπθε ο εαυτός μου», είπε πάλι ο Βατραχούκος. «Πάμε να τον πιάσουμε».

«Ποιος είναι αυτός ο εαυτός σου; Πού έγιναν όλα αυτά;»

«Θτον μύλο! Με έκαπθε ο εαυτόθ μου, ο μυλωνάς! Κοίτα ένα καρούμπαλο που μου έκανε», είπε ο καλικάντζαρος.

«Ώστε ο μυλωνάς! Τρέξτε, καλοί μου καλικάντζαροι, να τον βρούμε. Δεν θα έχει φτάσει μακριά», βροντοφώναξε ο Μανδρακούκος και όλοι οι καλικάντζαροι ξεχύθηκαν παντού για να βρουν τον μυλωνά.

Τρέμε, μπάρμπα μυλωνά, κι έρχονται τα παγανά.

Τρέμε κι άφησε τα γέλια, έρχονται τα καρκαντζέλιαααα,

φώναζαν όλοι μαζί.

Έφτασαν στον μύλο, μπήκαν μέσα και τα ‘καναν όλα άνω κάτω, πετούσαν ψηλά τα σακιά με το αλεύρι και γίνονταν άσπροι σαν κουραμπιέδες, όλα τα ανακάτεψαν μα τον μυλωνά δεν τον βρήκαν.

Τότε λάλησε ο πρώτος πετεινός που λαλεί κάθε πρωί, ο μαύρος, εκείνος που λαλεί όταν είναι σκοτάδι ακόμα. ΚΙΚΙΡΙΚΟΥΥΥΥ!!! Σαν άκουσαν οι καλικάντζαροι κόκορα πάγωσαν απ’ τον φόβο τους, γιατί η μέρα δεν θέλουν να τους βρει. Ο Μανδρακούκος όμως, πιο ψύχραιμος, τους λέει:

«Ο μαύρος είναι κι ας λαλεί! Εμπρός, πάμε να ψάξουμε αλλού!»

«Αρχηγέ, είχε κι ένα γαϊδούρι», είπε ο Βατραχούκος.

«Εμπρός τότε για το γαϊδούρι», είπε ο αρχηγός κι οι καλικάντζαροι κίνησαν για το γαϊδούρι.

Τρέμε, μπάρμπα μυλωνά, κι έρχονται τα παγανά.

Τρέμε κι άφησε τα γέλια, έρχονται τα καρκαντζέλιαααα,

φώναζαν όλοι μαζί.

Έφτασαν στο γαϊδουράκι. Ο μυλωνάς κρατούσε την αναπνοή του. Οι καλικάντζαροι κοίταξαν από δω, κοίταξαν από κει, του σήκωσαν την ουρά, κοίταξαν μέσα στ’ αυτιά του, κάτω απ’ τα πόδια του, μα είναι κουτοί και δεν ξέρουν να ψάχνουν! Δεν τον βρήκαν τον μυλωνά μέσα στο σακί.

Ξαφνικά λάλησε ο δεύτερος πετεινός, ο κόκκινος, εκείνος που λαλεί όταν ροδοκοκκινίζει η αυγή. ΚΙΚΙΡΙΚΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥ!!!!!!!!!!! Οι καλικάντζαροι πάγωσαν πάλι από τον φόβο τους και κοίταξαν τον αρχηγό που ξέρει καλύτερα.

«Ο κόκκινος είναι, μωρέ, κι ας λαλεί! Έχουμε λίγο χρόνο ακόμα. Πάμε πίσω στον μύλο, εκεί θα ήταν και θα μας ξέφυγε», φώναξε ο Μανδρακούκος και οι καλικάντζαροι έτρεξαν φωνάζοντας προς τον μύλο.

Τρέμε, μπάρμπα μυλωνά, κι έρχονται τα παγανά.

Τρέμε κι άφησε τα γέλια, έρχονται τα καρκαντζέλιααααααα.

Έφτασαν πάλι στον μύλο, ξεσήκωσαν ό,τι είχαν αφήσει όρθιο μα τον μυλωνά πάλι δεν τον βρήκαν…

Και τότε λάλησε ο τρίτος πετεινός που λαλεί το πρωί, αυτός με την πιο δυνατή φωνή, ο άσπρος, που φέρνει τη μέρα και διώχνει τα πλάσματα της νύχτας.

ΚΙΚΙΡΙΚΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Αυτή τη φορά ακόμα κι ο ίδιος ο αρχηγός των καλικάντζαρων έτρεμε σαν το ψάρι απ’ τον φόβο του κι έβαλε τις φωνές:

«Καλοί μου καλικάντζαροι,

φεύγετε να φεύγουμε, χαθείτε να χαθούμε,

με τ’ άστρο της ανατολής να μη συναντηθούμε…»

Όλοι οι καλικάντζαροι χώθηκαν μέσα στις τρύπες της Γης, μέσα στα πηγάδια και στις σπηλιές κι εξαφανίστηκαν αμέσως.

Το γαϊδουράκι έφτασε στο χωριό το ξημέρωμα των Χριστουγέννων. Ο μυλωνάς βγήκε απ’ το σακί και πήγε και χτύπησε μια πόρτα στο χωριό. Οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί του άνοιξαν την πόρτα και τον κάλεσαν στο γιορτινό τραπέζι τους.

Από τότε ο μυλωνάς δεν ξαναπέρασε τα Χριστούγεννα μόνος του. Κάθε χρονιά ήταν καλεσμένος σε κάποιο σπίτι του χωριού. Κι εκείνος με τη σειρά του, για να ευχαριστήσει τα παιδιά, κάθε χρόνο αφηγούνταν την ιστορία με τον κουτό καλικάντζαρο που επισκέφτηκε τον μύλο του μια παραμονή Χριστουγέννων.

Κι έζησε εκείνος καλά κι εμείς καλύτερα.

Μετά την αφήγηση

Ο μυλωνάς της ιστορίας μας περνούσε για χρόνια μόνος του τα Χριστούγεννα, ώσπου οι άνθρωποι του χωριού τον κάλεσαν να μοιραστεί το γιορτινό τραπέζι μαζί τους. Η μοναξιά τις γιορτές γίνεται πιο μεγάλη. Γνωρίζετε κάποιον που μπορεί να περνάει μόνος του αυτές τις γιορτές και νιώθει μοναξιά; Μπορείτε να κάνετε κάτι για αυτό; Μια επίσκεψη, ένα κάλεσμα, ένα τηλέφωνο, ένα δώρο, μια σκέψη… Καλές γιορτές!

Οι Παραμυθοκόρες (Βασιλεία Βαξεβάνη, Αντωνία Βέλλιου, Ιφιγένεια Καρκιδώνη) κάνουν παραστάσεις σε σχολεία, βιβλιοθήκες, δήμους και χώρους καλλιτεχνικής έκφρασης.
Την εικόνα σχεδίασε ο εικονογράφος Δημήτρης Κάσδαγλης. Μαζί με τις Παραμυθοκόρες κάνουν παραστάσεις με αφήγηση και comics.
Facebook: Paramythokores
Instagram: Paramythokores
e-mail.info@paramythokores.gr

Leave a Reply