ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ: ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΓΕΝΝΑ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΜΑΣ

ΤίγκρεΟ Τίγκρε έχει πολλά όνειρα: Να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, να τα φτιάξει με το κορίτσι που αγαπά, να κάνει τη γιαγιά του περήφανη, να… Όμως, δικαιούται ένα παιδί της φαβέλας να ονειρεύεται; Σε τι μπορεί να ελπίζει όταν ζει σ’ έναν κόσμο που τον καταδυναστεύουν η φτώχεια, η προκατάληψη και η βία; Στο πλευρό του βρίσκεται, εκτός από τη γιαγιά του, ένας ηλικιωμένος τερματοφύλακας που είναι μισητός σε ολόκληρη τη Βραζιλία. Ο δρόμος προς την ελευθερία και την ενηλικίωση είναι σπαρμένος με εμπόδια ως το τέλος. Στο βάθος, όμως, ίσως να αχνοφαίνεται το φως. Το Τaλκ μίλησε με τον δημιουργό του λογοτεχνικού αυτού ήρωα, τον συγγραφέα Γιώργο Κ. Παναγιωτάκη, σε μια αμιγώς ποδοσφαιρική περίοδο, κατά την οποία η στρογγυλή θεά έχει εισβάλει και πάλι στα σπίτια και στις καρδιές μικρών και μεγάλων. 

Καλησπέρα, Γιώργο! Χαιρόμαστε πολύ που είσαι κοντά μας! Σήμερα, το «μενού» θα έχει Τίγκρε και ποδόσφαιρο, μια και ζούμε σε ρυθμούς Euro και Copa America. Καταρχάς, ποια είναι η δική σου σχέση με το ποδόσφαιρο και πώς αποφάσισες να γράψεις αυτό το βιβλίο;
Θα έλεγα ότι σχέση μας υπήρξε κάποτε πολύ στενή και ότι συνεχίζουμε να αγαπιόμαστε –από σχετική απόσταση πια. Έχω παίξει μπόλικο ποδόσφαιρο. Στην αρχή σε σχολικά προαύλια, πεζοδρόμια, άδεια οικόπεδα και ακάλυπτους  χώρους  και μετά τα δεκαπέντε μου σε διάφορα ξερά, κυρίως, γήπεδα της ελληνικής επαρχίας αγωνιζόμενος σε τοπικά πρωταθλήματα (ανδρών, καθώς τότε δεν υπήρχαν τμήματα υποδομής κ.λπ.) Έπαιζα κυρίως αριστερό εξτρέμ, αν έχεις την απορία. Κάτι σαν τη Φαμπιάνα του βιβλίου, δηλαδή, αν και σίγουρα με λιγότερο ταλέντο. Αυτό το στάδιο της σχέσης μας κράτησε μέχρι το τέλος της εφηβείας μου και έκτοτε έπαιζα μόνο περιστασιακά, καθώς ήδη είχα αφοσιωθεί σε δραστηριότητες και όνειρα που σχετίζονταν περισσότερο με την τέχνη. Το ποδόσφαιρο, όμως,  εξακολουθεί να με ενδιαφέρει, τόσο ως κοινωνικό φαινόμενο όσο και στο αγωνιστικό του κομμάτι, καθώς είναι μία από τις ανθρώπινες δραστηριότητες που έχουν τη δύναμη να γεννούν ιστορίες και να χτίζουν αφηγήσεις στις οποίες μπορούμε να βλέπουμε την αντανάκλασή μας –τη συλλογική και την ατομική. Μια τέτοια ιστορία θέλησα να γράψω και εγώ.

Τίγκρε είναι το όνομα, ή μάλλον το παρατσούκλι, του πρωταγωνιστή του νέου σου βιβλίου, που απευθύνεται σε παιδιά άνω των 12 ετών και φυσικά είναι ένα πολύ δυνατό ανάγνωσμα και για ενήλικους. Ποιος είναι και πώς γεννήθηκε στο μυαλό σου;
Τον Τίγκρε τον έχω δει πολλές φορές με σάρκα και οστά μπροστά μου, στα πρόσωπα παιδιών που κλοτσούν ένα πατημένο πλαστικό μπουκάλι στο προαύλιο του σχολείου τους, με το ίδιο πάθος που θα είχαν αν έπαιζαν στο Γουέμπλεϊ ή στο Μαρακανά. Τον έχω δει, επίσης, στα πρόσωπα των παιδιών των δικών μας παραγκουπόλεων, που πασχίζουν να βρουν έναν τρόπο για να ξεπεράσουν τα πολλαπλά εμπόδια που υψώνονται μπροστά τους. Ο συγκεκριμένος Τίγκρε ζει μαζί με τη γιαγιά του σε μια φαβέλα του Ρίο ντε Τζανέιρο. Παρά τις δύσκολες συνθήκες και τα προσωπικά και οικογενειακά δράματα που αναφέρονται ή υπονοούνται, είναι ένα παιδί που δεν παύει να ονειρεύεται και να ελπίζει. Έχει, νομίζω, χιούμορ και αισιοδοξία, είναι αθεράπευτα ρομαντικός αλλά, ίσως και εξαιτίας αυτού, περνάει και φάσεις έντονης μελαγχολίας και εσωτερικής αναζήτησης. Επίσης, αντέχει στις κλοτσιές και, όμοια με τα περισσότερα «παιδιά της φαβέλας», δεν κλαίει εύκολα.

Ο Τίγκρε ερωτεύεται, παρασύρεται, μπλέκει, μπερδεύεται, κινδυνεύει, γλιτώνει. Παίζει μπάλα με τη σκληρή ζωή και επιβιώνει. Καταρχάς, μπορεί ένα παιδί που ζει στην Ελλάδα το 2021, να ταυτιστεί με ένα παιδί της φαβέλας; Κι έπειτα, τηρουμένων των απαραίτητων αναλογιών, τι μπορεί να «σώσει» τα εφηβάκια μας ακόμα κι αν ζουν σε πολύ καλύτερες συνθήκες από αυτές που περιγράφονται στο βιβλίο από τις δυσκολίες, τις κακοτοπιές και τον ίδιο τους τον αυτοκαταστροφικό εαυτό;  
Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος της ερώτησης, η απάντηση είναι ναι. Κατηγορηματικά ναι. Αυτή είναι η δύναμη (μια από τις δυνάμεις, πιο σωστά) της λογοτεχνίας. Και όχι μόνο αυτής. Πόσες φορές δεν έχουμε ταυτιστεί με τους ήρωες μια ταινίας, ενός θεατρικού έργου ή μιας τηλεοπτικής σειράς, άσχετα από την εθνικότητα, το φύλο, την κοινωνική τάξη ή τις καταστάσεις τις οποίες βιώνουν; Τα όνειρα του Τίγκρε, άλλωστε, δεν διαφέρουν πολύ από τα όνειρα ενός οποιουδήποτε παιδιού. Η βασική διαφορά βρίσκεται στα εμπόδια που πρέπει να υπερπηδήσει για να καταφέρει να τα πλησιάσει ή έστω για να συνεχίσει να βαδίζει στον δρόμο για την ενηλικίωση. Το δεύτερο σκέλος σηκώνει, νομίζω, πολύ μεγάλη κουβέντα και σίγουρα υπάρχουν πιο ειδικοί από εμένα για να το απαντήσουν. Κατά τη γνώμη μου, πάντως, το ασφυκτικό προστατευτικό κουκούλι το οποίο πολλοί γονείς χτίζουν γύρω από τα παιδιά τους, δεν βοηθά καθόλου. Το να κρύβουμε από τα παιδιά τις σκοτεινές πλευρές της ζωής, πιστεύοντας ότι έτσι θα τις εξαφανίσουμε, όχι μόνο είναι μάταιο, αλλά μπορεί να αποδειχτεί και καταστροφικό.

Μεγάλες προσδοκίες. Γιατί επέλεξες να δώσεις στον Τίγκρε, μέσω της γιαγιάς του, να διαβάσει αυτό το κλασικό βιβλίο του Ντίκενς;
Οι Μεγάλες Προσδοκίες είναι ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία. Είναι επίσης ένα εμβληματικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης και έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα επέτρεπαν σε ένα παιδί σαν τον Τίγκρε να ταυτιστεί με τον κεντρικό ήρωα και να προβάλλει πάνω του τις δικές του μεγάλες προσδοκίες. Κυρίως, όμως, ο Τίγκρε βλέπει στις σελίδες του βιβλίου του Ντίκενς μια διαφορετική εκδοχή του κόσμου και αυτό τον βοηθάει να σκεφτεί ότι έχει τη δυνατότητα να λοξοδρομήσει από την πορεία που έχει προκαθοριστεί για κάθε παιδί της φαβέλας από τη στιγμή της γέννησής του.

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, αναφέρεται πως είναι βασισμένο σε αληθινά περιστατικά. Ποια είναι αυτά που επέλεξες και πώς συνδύασες μυθοπλασία και πραγματικότητα;
Στη διάρκεια της έρευνάς μου, βρήκα διάφορα δημοσιεύματα και μελέτες για τη σχέση των παιδιών των βραζιλιάνικων παραγκουπόλεων με το οργανωμένο έγκλημα. Θέλησα, λοιπόν, να εντάξω με έναν τρόπο στην ιστορία κάποια πραγματικά περιστατικά. Οι χαρακτήρες του Πισότε, του Μάουζερ και του Ζίκο, του αδερφού της Φαμπιάνα, για παράδειγμα, χτίστηκαν κάπως έτσι. Το ίδιο και οι πρακτικές που χρησιμοποιεί η συμμορία του Ιμορτάλ για να στρατολογήσει τα παιδιά ή για να τα τιμωρήσει όταν δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Η πιο διάσημη αληθινή ιστορία, πάντως, είναι ποδοσφαιρική και αφορά τον Μοασίρ Μπαρμπόσα.

Πες μας, λοιπόν, λίγα λόγια για τον δύστυχο τον Μοασίρ Μπαρμπόσα, τον τερματοφύλακα με τα γυμνά χέρια, και το δράμα του Μαρακανά; Ήθελες, κατά μία έννοια, να αποκαταστήσεις το όνομά του;
Η ιστορία του Μπαρμπόσα συμπυκνώνει πολλές από τις σκοτεινές πλευρές του ποδοσφαίρου: Φανατισμό, ανεξέλεγκτο πάθος, προκατάληψη, βία, ρατσισμό, δεισιδαιμονία…  Ήταν ο τερματοφύλακας της εθνικής Βραζιλίας, ένας πραγματικός σταρ της εποχής του. Έπειτα όμως από το «Δράμα του Μαρακανά», την ήττα από την Ουρουγουάη στον τελικό του Μουντιάλ του 1950, την οποία του χρέωσαν άδικα, έγινε πρόσωπο μισητό, ο πιο διάσημος γρουσούζης της χώρας. Ήταν μια σφραγίδα που του έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, μισό αιώνα αργότερα. Ήταν τόσο βαθύ το συλλογικό τραύμα που υπέστησαν οι Βραζιλιάνοι εκείνη τη μέρα, ώστε η εθνική ομάδα, που μέχρι τότε φορούσε λευκά, άλλαξε εμφανίσεις, ενώ για τα επόμενα σαράντα περίπου χρόνια δεν έπαιξε ξανά μαύρος τερματοφύλακας κάτω από τα δοκάρια, καθώς όλοι φοβόντουσαν πως θα επαναληφθεί η γρουσουζιά –η ρατσιστική πλευρά της υπόθεσης. Πήρα λοιπόν το θάρρος να τον βάλω στο βιβλίο από τη μια για να τον δικαιώσω (έστω και μέσα από τη μυθοπλασία) και από την άλλη γιατί ένιωσα ότι ενσάρκωνε το πνεύμα του αυθεντικού ποδοσφαίρου, εκείνου που στις μέρες μας τείνει να χαθεί…

Πάμε τώρα σε έναν άλλο χαρακτήρα. Ποιος είναι και κυρίως τι συμβολίζει ο Ιμορτάλ; Που, ευτυχώς θα έλεγα, δεν δικαιώνει εν τέλει το όνομά του…
Ο Ιμορτάλ είναι ένα από τα αφεντικά του οργανωμένου εγκλήματος στο Ρίο, ένας «ντόνο», όπως τους λένε στη Βραζιλία. Οι άνθρωποι αυτοί, εκμεταλλευόμενοι την αδιαφορία του κράτους για τις φαβέλες, το έχουν αντικαταστήσει στην άσκηση της εξουσίας, δένοντας τους κατοίκους με μια πολύ ανθεκτική αλυσίδα εξάρτησης. Από τη μία στιγμή λειτουργεί ως προστάτης της κοινότητας και από την άλλη ως τύραννος. Κάθε παιδί που επιθυμεί να «προκόψει» δεν έχει άλλη επιλογή από το να ενταχθεί στη συμμορία του τοπικού ντόνο και να προσπαθήσει να ανέβει τα σκαλιά της ιεραρχίας. Πέρα όμως από αυτό, ο Ιμορτάλ είναι το αντίβαρο σε όσα πρεσβεύουν η γιαγιά του Τίγκρε και ο Μοασίρ Μπαρμπόσα, ενώ για ένα διάστημα γίνεται και κάτι σαν πατρική φιγούρα για το παιδί, το οποίο είναι συναισθηματικά ευάλωτο και μπερδεμένο. 

Αλήθεια, πώς κατάφερε να αποτυπώσεις τόσο εύστοχα το περιβάλλον στις φαβέλες; Ποιες ήταν οι πηγές σου;
Κυρίως μέσα από την έρευνα. Διάβασα μελέτες και δημοσιογραφικά άρθρα, άκουσα περιγραφές από ανθρώπους που έχουν ζήσει στο Ρίο, είδα ταινίες και ντοκιμαντέρ και βάδισα ψηφιακά με τη βοήθεια το street view της Google στις γειτονιές όπου τοποθετείται η δράση. Όλα αυτά, βέβαια, όχι για να παραθέσω  κατεβατά με τις νεοαποκτηθείσες γνώσεις μου (κάτι τέτοιο θα έμοιαζε με ένα σκηνικό από νοβοπάν στημένο πίσω από τους ήρωες), αλλά για να προσπαθήσω να αποτυπώσω, με όσο πιο λιτό τρόπο γινόταν, την ατμόσφαιρα και το πνεύμα της πόλης. Και χαίρομαι πάρα πολύ που θεωρείς ότι το κατάφερα!

Δημιούργησες τη δική σου, φανταστική, παραγκούπολη και την ονόμασες Εσπεράνσα… Τι θέλεις να ελπίσει ο νεαρός αναγνώστης που θα διαβάσει το βιβλίο σου;
Καταρχάς, πρέπει να πω ότι ανάλογες ονομασίες- ευφημισμούς θα βρούμε σε αρκετές από τις εκατοντάδες φαβέλες που υπάρχουν στο Ρίο. Η πρώτη φαβέλα, για παράδειγμα, που δημιουργήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και στέγασε τους αφρικανικής καταγωγής πρώην σκλάβους, ονομάστηκε Providência, δηλαδή πρόνοια. Και αν διαβάσουμε τις περιγραφές, καταλαβαίνουμε αμέσως το είδος της πρόνοιας που απολάμβαναν εκείνοι οι άνθρωποι… Με τον ίδιο τρόπο, τα παιδιά του βιβλίου ζουν σε ένα μέρος που ονομάζεται Ελπίδα, αλλά ουσιαστικά δεν έχουν να ελπίζουν σε τίποτα. Εκτός αν καταφέρουν να ξεφύγουν από την προκαθορισμένη πορεία ή έστω να δουν πέρα από τα τείχη από τσιμέντο και λαμαρίνα που είναι στημένα γύρω τους. Κάτι ανάλογο θα ήθελα να κάνουν και οι νεαροί αναγνώστες με τα δικά τους τείχη, ασχέτως αν αυτά είναι διαφορετικής υφής και τεχνοτροπίας.     

Γιατί, κατά τη γνώμη σου, υπάρχει αυτή η παγκόσμια λατρεία για το ποδόσφαιρο; Πώς μας γητεύει σχεδόν όλους η «στρογγυλή θεά»;
Το ερώτημα αυτό είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί. Υποθέτω ότι παίζει κάποιο ρόλο το γεγονός ότι είναι ένα από τα πιο «δημοκρατικά» αθλήματα, καθώς έχει απλούς κανόνες και μπορεί να παιχτεί σχεδόν οπουδήποτε από τον οποιονδήποτε. Αρκούν μια μπάλα και τέσσερις πέτρες για τέρματα. Ο ζωολόγος Ντέσμοντ Μόρις, πάντως, στο (καταπληκτικό) βιβλίο του Η φυλή του ποδοσφαίρου (σ.σ. κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κάκτος) έχει αναλύσει σε βάθος το φαινόμενο  από όλες τις σκοπιές (το ποδόσφαιρο ως τελετουργικό κυνήγι και τελετουργική μάχη, ως θρησκευτική τελετή, ως επιχείρηση, ως θεατρική παράσταση, ως ένταξη σε μια κοινότητα κ.λπ.) και κατέληξε γράφοντας ότι όσο το γένος των ανθρώπων θα είναι σε θέση να ασχολείται με κάτι περισσότερο από την επιβίωσή του, το φαινόμενο θα συνεχίσει να ευδοκιμεί. Άρα, όσοι εξακολουθούν να το σνομπάρουν μιλώντας για 22 μαντράχαλους που κυνηγούν ένα τόπι ή να το θεωρούν σαν μια αποκλειστικά αντρική ενασχόληση (παρεμπιπτόντως προσωπικά απολαμβάνω εξίσου το γυναικείο ποδόσφαιρο) καλό θα είναι να το ξανασκεφτούν.

Τέλος, ποια ομάδα υποστηρίζεις στο Euro, ποια στο Copa America, και ποια ομάδα πιστεύεις πως θα τα κατακτήσει;
Στο Euro είμαι με την Ιταλία και δευτερευόντως με τη Γαλλία η οποία, τώρα τουλάχιστον που μιλάμε, μοιάζει και το φαβορί, μαζί ίσως με το Βέλγιο. Στο Copa America, πάλι, νιώθω ότι οφείλω να είμαι με τη Βραζιλία –κυρίως για να μην προδώσω τον Τίγκρε. Αν δεν ήταν αυτός ο παράγοντας στη μέση, θα προτιμούσα μάλλον την Ουρουγουάη. Θα ήθελα πάντως να ξαναζήσουμε έναν τελικό με αντιπάλους τις δύο πρωταγωνίστριες του δράματος του Μαρακανά –δίχως τα ανάλογα ανθρώπινα δράματα φυσικά.Το βιβλίο του Γιώργου Κ. Παναγιωτάκη «Τίγκρε, με τα χέρια γυμνά» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη και το εξώφυλλο έχει εικονογραφήσει ο Βασίλης Σελιμάς.

Leave a Reply