ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ-ΠΕΡΘ. ΠΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ, ΠΟΣΟ ΚΟΝΤΑ;

ΠερθΠόσο διαφορετικοί και πόσο ίδιοι είναι οι έφηβοι σε Ελλάδα και Αυστραλία; Έχουν κοινές ανησυχίες, ενδιαφέροντα, χόμπι, βιβλία και μουσικές που τους ενθουσιάζουν; Για πρώτη φορά, στο πλαίσιο του Μήνα Εφηβείας των εκδόσεων Πατάκη, δόθηκε η ευκαιρία σε εφήβους από την Ελλάδα να επικοινωνήσουν με Έλληνες εφήβους στην Αυστραλία για να συζητήσουν για τα θέματα της γενιάς τους. Συντονιστές ήταν δυο ιδιαίτερα δραστήριοι εκπαιδευτικοί, ο Πολυχρόνης Κουτσάκης και η Αλεξάνδρα Μητσιάλη. Ο Πολυχρόνης είναι καθηγητής Πληροφορικής σε πανεπιστήμιο στην Αυστραλία και συγγραφέας βιβλίων για ενήλικους και εφήβους, θεατρικών έργων και τηλεοπτικών/κινηματογραφικών σεναρίων. Τα Σάββατα κάνει μάθημα σε ελληνικό σχολείο στο Περθ, για να βοηθήσει όσο μπορεί να παραμείνει ζωντανή η ελληνική γλώσσα και κουλτούρα. Η Αλεξάνδρα είναι συγγραφέας και φιλόλογος στο 1ο Πρότυπο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης. Με αυτή της την ιδιότητα, υλοποίησε μαζί με τις μαθήτριες και τους μαθητές της σε ένα τμήμα της Β’ τάξης, που ο μαθητικός πληθυσμός του ταίριαζε πολύ –ενθουσιώδεις, αντισυμβατικοί, πάντα ανοιχτοί στο καινούργιο και στην έκπληξη, συνεπείς– το εν λόγω πρόγραμμα.

Η ιδέα, η υλοποίηση, οι αντιδράσεις
Την ιδέα την είχε πρωτοσυζητήσει ο Πολυχρόνης Κουτσάκης με τον Δικαίο Χατζηπλή, υπεύθυνο εκδηλώσεων στις εκδόσεις Πατάκη, πριν από λίγα χρόνια, από τότε που πήρε την απόφαση να ζήσει στην Αυστραλία. Όμως μεσολάβησαν πολλά άλλα σχέδια και τελικά οι συνθήκες ωρίμασαν μόλις πέρυσι. Πρώτα «συναντήθηκαν» οι δυο εκπαιδευτικοί και έπειτα οι μαθητές.
Ο τρόπος που οργανώθηκε η δράση ήταν να γράφουν τα παιδιά κάθε εβδομάδα επί έναν μήνα επιστολές για την καθημερινότητα, τα χόμπι τους και για θέματα που τους απασχολούν. Μετά, τους ζητήθηκε να επιλέξουν με ποιους αλληλογράφους πιστεύουν πως ταιριάζουν περισσότερο κι έτσι δημιουργήθηκαν ομάδες 6-10 παιδιών. Οι ομάδες αυτές τελικά βρέθηκαν μαζί σε μια κλήση Zoom, όπου πρώτα μίλησαν όλοι μαζί και μετά κάθε ομάδα ξεχωριστά.
«Τα παιδιά στην Αυστραλία είχαν διαφορετικές αντιδράσεις. Άλλα ήταν πιο σκεπτικά, γιατί δεν ήξεραν αν τα ελληνικά τους είναι αρκετά καλά για να γράφουν επιστολές στους αλληλογράφους τους στην Ελλάδα, άλλα ήταν πολύ ενθουσιασμένα εξαρχής. Τελικά, ευτυχώς το χάρηκαν όλα πάρα πολύ», λέει ο Πολυχρόνης.
Η Αλεξάνδρα, με τη σειρά της, υπογραμμίζει πόσο ενθουσιάστηκαν οι μαθητές της στο άκουσμα της πρότασης. «Γνωριμία με συνομήλικους στην άλλη άκρη του κόσμου; Διαδικτυακό ταξίδι στο σαββατιανό ελληνικό σχολείο του Περθ; Ηλεκτρονική αλληλογραφία και στο τέλος συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο; Ίσως κάποιες καινούριες φιλίες; Τι θα μπορούσε να ακούγεται πιο ενδιαφέρον κι ελπιδοφόρο, πιο ανατρεπτικό για τη σχολική ρουτίνα, μια περιπέτεια;»

Κοινοί (ή όχι;) προβληματισμοί
Σύμφωνα με την Αλεξάνδρα, όσα προβλημάτιζαν τους εφήβους της Αυστραλίας ήταν έκπληξη για την ομάδα της Θεσσαλονίκης και τροφοδότησε στην τάξη μια μεγάλη συζήτηση. «Όταν διαβάσαμε τις επιστολές από το Περθ, διαπιστώσαμε ότι οι λόγοι για τους οποίους θα ήθελαν ενδεχομένως τα παιδιά εκεί να αλλάξουν τον κόσμο (μια από τις ερωτήσεις στις οποίες κλήθηκαν να απαντήσουν) ήταν εντελώς διαφορετικοί από αυτούς που είχαν επικαλεστεί τα δικά μας παιδιά, που είχαν μιλήσει για την ανισότητα, τη φτώχεια, τον ρατσισμό, για τις διαμάχες των ισχυρών χωρών που προκαλούν πολέμους. Τα παιδιά του Περθ φάνηκε να μην έχουν ιδιαίτερους λόγους ν’ αλλάξουν τον κόσμο τους, που ήταν τακτοποιημένος και πλουσιοπάροχος, σε αντιστοιχία με τις φωτογραφίες που είχαν στείλει: καλοχτισμένα σχολεία περιτριγυρισμένα από ελεύθερους χώρους, μονοκατοικίες με αυλές, μεγάλοι δρόμοι και παντού αστικό πράσινο. Σε σύγκριση με αυτόν, ο δικός μας κόσμος έμοιαζε φτωχός: ένα σχολείο-πολυκατοικία με μια μικρή συμπιεσμένη αυλή, κλειστές ορατότητες, ακαλαίσθητο τσιμέντο όπου έπεφτε το μάτι σου. Σχεδόν σοκ».
Οι μαθητές και οι μαθήτριές της Αλεξάνδρας βρέθηκαν ξαφνικά να κοιτάζουν τον κόσμο τους μέσα από το βλέμμα των παιδιών του Περθ, να βλέπουν τη διαφορά ανάμεσα στον πρώτο κόσμο (Αυστραλία) και στον δεύτερο (Ελλάδα), να μπαίνουν στη θέση των παιδιών του τρίτου κόσμου και να νιώθουν όπως θα ένιωθαν εκείνα όταν τα κοιτάζουμε εμείς από τη δική μας ανωτερότητα. Τότε ένιωσαν την ανάγκη να υπερασπιστούν τον κόσμο τους και το σχολείο τους.
«Στα περισσότερα κείμενα έγραψαν ότι μπορεί το σχολείο τους να μην είναι όμορφο και να στερείται διάφορων υποδομών αλλά ότι οι εκπαιδευτικοί τους είναι πολύ καλοί και ότι το αγαπούν και περνούν όμορφα τις μέρες τους μέσα σε αυτό. Ήταν συγκλονιστικό να συνειδητοποιούν πώς και σε ποιον βαθμό οι συνθήκες ζωής διαμορφώνουν τις αντιλήψεις των ανθρώπων, τι σημαίνει στην πράξη οπτική γωνία και πόσο σημαντικό είναι να ανοίγει αυτή και να περιλαμβάνει περισσότερες πλευρές των ανθρώπων και της ζωής», συμπληρώνει η Αλεξάνδρα Μητσιάλη, που ολοκλήρωσε το πρόγραμμα με το ντοκιμαντέρ του Γιώργου Αυγερόπουλου El Sistema, για το πρόγραμμα του Χοσέ Αμπρέου στη Βραζιλία. «Για να δούμε μια άλλη πλευρά του τρίτου κόσμου και να συναντήσουμε το επαναστατικό όραμα ενός σπουδαίου ανθρώπου που κατόρθωσε να αλλάζει πολλών νέων ανθρώπων τη ζωή».
Ο Πολυχρόνης Κουτσάκης διαπίστωσε ότι η κλιματική αλλαγή και η διάσωση απειλούμενων ζώων στον πλανήτη φάνηκε να απασχολεί την πλειονότητα των παιδιών. Οι έφηβοι του Περθ μίλησαν πολύ και για ένα περιστατικό έντονης βίας από μαθήτρια σε καθηγήτρια σε ένα γυμνάσιο, αφού κάτι τέτοιο είναι σπάνιο εκεί και γι’ αυτό προκάλεσε αίσθηση. Επίσης, η πανδημία και η άρνηση ανθρώπων σε όλο τον κόσμο να κάνουν το εμβόλιο ήταν ένα θέμα που προβλημάτισε και τις δύο πλευρές. Όμως, δεν ασχολήθηκαν και πολύ με τον κορονοϊό. Οι μεν έφηβοι στην Ελλάδα, αφού βίωσαν τον εγκλεισμό, έχουν πλέον εξοικειωθεί μαζί του, οι δε έφηβοι στο Περθ, λόγω των κλειστών συνόρων, δεν κλείστηκαν βέβαια καθόλου στα σπίτια τους, όμως προβληματίζονται επειδή δεν μπορούν εδώ και δύο χρόνια να ταξιδέψουν στην Ελλάδα ή να έρθουν στην Αυστραλία μέλη της οικογένειάς τους. Οι μεν και οι δε δεν έζησαν με τον ίδιο τρόπο την πανδημία, οπότε, οι (διαφορετικές) ανησυχίες τους αποτυπώθηκαν κυρίως στις επιστολές που είχαν ανταλλάξει και όχι στο Zoom.

Και το σχολείο;
«Το δικό τους σχολικό πρόγραμμα φάνηκε στη δική μας ομάδα πιο ελεύθερο, με περισσότερες επιλογές και χωρίς αμφιβολία τα σχολεία τους, ως κτίρια και ως περιβάλλον, ξεπερνούσαν τη φαντασία μας, όπως προανέφερα. Όταν ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα και τους ζήτησα να γράψουν ένα κείμενο με θέμα “Αν μπορούσα να βρεθώ για μία ώρα στο Περθ…”, οι περισσότεροι/ες  έγραψαν, μέσα στο πλήθος των πραγμάτων που επιθυμούσαν να δουν και να κάνουν, ότι θα ήθελαν να επισκεφτούν τα σχολεία των παιδιών για να τα εξερευνήσουν και να παρακολουθήσουν  αυτοπροσώπως κάτι από τα μαθήματά τους. Μια εύλογη, νομίζω, δόση ζήλιας ένιωσαν όλα τα παιδιά βλέποντας τις φωτογραφίες των σχολείων εκεί: θα ήθελαν κι αυτά να διδάσκονται μέσα σε τέτοια σχολεία και το αξίζουν, όπως το αξίζουν όλα τα παιδιά του κόσμου», παραδέχεται η Αλεξάνδρα Μητσιάλη.
Ο Πολυχρόνης Κουτσάκης τονίζει αυτό που ενώνει όλους τους εφήβους: Ότι υπάρχουν πράγματα που τους ενοχλούν στο σχολείο τους, σε όποια πόλη, χώρα ή ήπειρο κι αν βρίσκονται. «Από εκεί και πέρα, οι Έλληνες έφηβοι στην Αυστραλία νιώθουν λιγότερο πιεσμένοι από το σχολείο τους, γιατί η οργάνωση εδώ είναι τέτοια ώστε να υπάρχουν λιγότερες εργασίες για το σπίτι και περισσότερη δουλειά στην τάξη. Έτσι, έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Εξ ου και το γεγονός ότι οι έφηβοι στην Ελλάδα έχουν πολύ πιο… επαναστατικές διαθέσεις. Η επανάσταση δύσκολα γεννιέται στο μυαλό κάποιου που δεν νιώθει καταπίεση».

Πολιτιστικές αναφορές
Στην ομάδα της Θεσσαλονίκης υπάρχουν πολλά παιδιά που παίζουν μουσικά όργανα ή τραγουδούν σε χορωδίες. Πολλά επίσης αγαπούν τον κινηματογράφο και διαβάζουν λογοτεχνία. Στις επιστολές, όμως, επικοινώνησαν κυρίως μέσα από την παγκόσμια γλώσσα της μουσικής. Μίλησαν για αγαπημένους τραγουδιστές/τριες και μουσικά ρεύματα. Ενθουσιάστηκαν, μάλιστα, όταν διαπίστωναν ότι παίζουν τα ίδια ηλεκτρονικά παιχνίδια. «Η αντικειμενική δυσκολία στην ύπαρξη κοινών ελληνικών αναφορών», εξηγεί ο Πολυχρόνης Κουτσάκης, «είναι ότι οι Έλληνες έφηβοι της Αυστραλίας καθημερινά στο σχολείο τους και στην συναναστροφή τους με τους περισσότερους συνομήλικούς τους ακούνε και μιλούν αγγλικά. Οπότε οι περισσότερες κοινές αναφορές είχαν να κάνουν με αγγλόφωνους ποπ τραγουδιστές/τριες, και με κάποια ξένα βιβλία που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, έτσι οι έφηβοι στην Ελλάδα τα γνώριζαν από τη μετάφραση και οι έφηβοι στην Αυστραλία από το πρωτότυπο».

Τα συμπεράσματα
Και οι δυο εκπαιδευτικοί παραδέχονται ότι αυτή η επικοινωνία ήταν ιδιαίτερα σημαντική. «Ήταν ένα ταξίδι που τροφοδότησε σκέψεις και συναισθήματα, γέννησε προβληματισμούς, άνοιξε τους ορίζοντες, προκάλεσε ερωτηματικά και απορίες, έδωσε την ευκαιρία να γραφτούν πολλά, διαφόρων ειδών (ημερολογιακά, διαλογικά, δοκιμιακά), εμπνευσμένα από το βίωμα κείμενα, τα οποία εμπλούτισαν τις συζητήσεις στην τάξη. Ήταν ένα πρόγραμμα που πρόσφερε κίνητρα για την ενεργοποίηση και τη συμμετοχή των παιδιών, δημιουργούσε προσμονή, οδήγησε σε ανατροφοδότηση, συνδύαζε διάφορα γνωστικά αντικείμενα και θα μπορούσε χρονικά να επεκταθεί ακόμα περισσότερο και να εξελιχθεί σε μια ευρύτερη ερευνητική εργασία. Τέτοιες δράσεις μπορούν να αποκτούν άμεσο νόημα, γιατί πυρήνας τους είναι η επικοινωνία των παιδιών και περιέχουν καθεαυτές το στοιχείο της περιπέτειας και της ανακάλυψης», αναφέρει χαρακτηριστικά η Αλεξάνδρα Μητσιάλη.
Ο Πολυχρόνης Κουτσάκης θα ήθελε να επαναλάβουν τη δράση και την επόμενη χρονιά, με περισσότερα σχολεία από την Ελλάδα και με παιδιά διαφόρων ηλικιών. «Ο ενθουσιασμός που είδα από τους εφήβους και στην Ελλάδα και στην Αυστραλία ήταν μεγάλος, και πιστεύω πως αντίστοιχες δράσεις με Έλληνες μαθητές που ζουν σε διάφορες χώρες του κόσμου θα ήταν εξαιρετικά ωφέλιμες: θα έδιναν την δυνατότητα στους μαθητές στην Ελλάδα να αντιληφθούν πόσο διαφορετικά ζουν συνομήλικοί τους σε άλλες χώρες, αλλά και πόσα κοινά έχουν, και στους Έλληνες μαθητές του εξωτερικού να διατηρήσουν την επαφή τους με την πατρίδα».

Η εφηβεία είναι μια ιδιαίτερη περίοδος της ζωής, που όλα μέσα μας και γύρω μας είναι λίγο θολά και αδιευκρίνιστα, εύκολα μεγαλοποιούνται και δραματοποιούνται, τελούν υπό αμφισβήτηση και υπό διαμόρφωση. Αυτή η συνθήκη μοιάζει με ένα  κινούμενο έδαφος πάνω στο οποίο κανείς και καμιά δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής και ισορροπημένος. Η εφηβεία, όμως, βιώνεται ανάλογα και με τις συνθήκες μέσα στις οποίες ζει ένας έφηβος και μία έφηβη, συνθήκες οικονομικές, οικογενειακές, μορφωτικές, εκπαιδευτικές.  Ορισμένα χαρακτηριστικά της μεγεθύνονται και βιώνονται πιο δύσκολα, εξαιτίας αυτών των συνθηκών. Δεν χρειάζεται, όμως, να μεγαλοποιούμε τα ζητήματα της εφηβείας, να μετατρέπουμε τους έφηβους σε μάρτυρες ή να τους θεωρούμε δυνάμει επικίνδυνες υπάρξεις που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, έτοιμες για όλα. Έχουμε, κατά τη γνώμη μου, ψυχολογικοποιήσει υπέρ το δέον την εφηβεία, όπως άλλωστε και όλα τα φαινόμενα της ζωής, αναζητώντας ατομικές λύσεις σε ζητήματα πολύ περισσότερο κοινωνικά και πολιτικά απ’ όσο φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Ένα, για παράδειγμα, πιο όμορφο, φιλόξενο, δημιουργικό, συμπεριληπτικό σχολείο, ένα σχολείο όπου θα μπορούσαν όλοι και όλες να βρουν μια θέση κι ένα νόημα θα έλυνε «ως δια μαγείας» πολλά από τα «προβλήματα» της εφηβείας και θα απάλλασσε τους γονείς από ένα βάρος που τώρα νιώθουν να σηκώνουν και εν πολλοίς σηκώνουν, σαν να είναι φυσικό και αυτονόητο, μόνοι τους.  -Αλεξάνδρα ΜητσιάληΈνα σκαλοπάτι απλώς είναι η εφηβεία. Για μένα, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αντιμετώπιση. Απλώς χρειάζεται να έχει χτίσει ο γονιός πολύ καλή –δηλαδή πολύ αληθινή και πολύ αγαπησιάρικη, αλλά όχι μαλθακή– σχέση με το παιδί του πριν αυτό φτάσει στην εφηβεία. Αν συνεχίσει έτσι η σχέση, μιλώντας ανοιχτά για όλα χωρίς ταμπού, όλα θα πάνε καλά.– Πολυχρόνης Κουτσάκης

Leave a Reply