Τα τελευταία χρόνια τα ζητήματα που αφορούν την ταυτότητα φύλου βρίσκονται στην επικαιρότητα και μας απασχολούν σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο με μία ολοένα και πιο επιτακτική δυναμική. Τόσο μέσα από τη συλλογική αντίδραση που εκφράζουν κινήματα όπως το #metoo όσο και μέσα από την επαφή μας με τα νεότερα μέλη της κοινωνίας, καλούμαστε να σκεφτούμε εκ νέου για το φύλο και τη σεξουαλική ταυτότητα, την έμφυλη βία και το αποτύπωμά της στη γλώσσα.
Μάλλον είναι ελάχιστοι οι ενήλικοι που δεν έχουν ακόμα έρθει αντιμέτωποι με το αίτημα για ανατροπή της αναπαραγωγής έμφυλων στερεοτύπων τόσο στον καθημερινό λόγο όσο και στην επίσημη εκδοχή της γλώσσας. Τι ακριβώς συμβαίνει και τι κάνει κανείς όταν του ζητείται να προσφωνήσει κάποιο έφηβο παιδί σε ουδέτερο γένος; Είναι μόδα ή χειραφετητική κίνηση; Ποια είναι και ποια θα έπρεπε να είναι η στάση γονιών και εκπαιδευτικών απέναντι σε αυτά τα ζητήματα;
Με βάση αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα θα καταθέσω κάποιες παρατηρήσεις από την εμπειρία μου στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθώς επισκέφτηκα εκατοντάδες σχολεία στο πλαίσιο των θεατροπαιδαγωγικών προγραμμάτων του Εθνικού Θεάτρου κατά τα χρόνια 2018-2023. Πληροφοριακά, αναφέρω ότι το πρόγραμμα «Το Θέατρο στο νέο σχολείο» εκπονήθηκε σε 100 σχολεία και σε 2000 έφηβους μαθητές σε γενικά και πρότυπα γυμνάσια, γενικά λύκεια, ΕΠΑΛ και ΕΕΕΚ, ενώ τα δύο τελευταία χρόνια τα προγράμματα της εφηβικής σκηνής με τίτλο «Ιστορίες που επείγουν» υλοποιήθηκαν σε εκατοντάδες σχολεία της Αττικής. Έζησα, λοιπόν, από κοντά την ανάγκη των εφήβων για αυτοπροσδιορισμό και αυτή η εμπειρία μού έδωσε τη δυνατότητα να κάνω τις παρακάτω παρατηρήσεις.
Η πρώτη είναι ότι πράγματι πολλά παιδιά δυσφορούν ή δεν εντάσσονται αυτόματα στα υπάρχοντα «πρότυπα» και αναζητούν τις διεργασίες και τον χρόνο που έχουν ανάγκη ώστε να αυτοπροσδιοριστούν ως προς την ταυτότητα φύλου τους. Από την προσωπική μου εμπειρία, δεν υπήρξε ούτε ένα τμήμα τελευταίων τάξεων γυμνασίου ή λυκείου στο οποίο να μην υπάρχουν ευαισθητοποιημένοι ή προβληματισμένοι μαθητές, που συχνά δήλωναν «ρευστότητα φύλου».
Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι πράγματι αναδύεται μία «τάση», δηλαδή μια προτεραιοποίηση της έμφυλης ταυτότητας στη λίστα των ερωτημάτων και των αντιθέσεων τους απέναντι στην κοινωνία. Το συμπεριληπτικό λεξιλόγιο, η ευαισθητοποίηση στη ρατσιστική βία που αφορά την ταυτότητα φύλου, οι αμέτρητες παραλλαγές στον προσδιορισμό των σεξουαλικών προτιμήσεων είναι εμφανή και έντονα. Η τάση αυτή εναλλάσσεται όμως και με την αντίθετή της, καθώς πολλά παιδιά επικαλούνται πολύ πιο συντηρητικές θέσεις από τις αναμενόμενες για την ηλικία τους, η επιχειρηματολογία των οποίων πηγάζει από τη «φύση» και τον προκαθορισμένο «ρόλο» των δύο φύλων, χωρίς καμία αντίληψη για τη σχετικότητα των κοινωνικών προσδιορισμών. Παράλληλα, δηλαδή, με την όποια «μόδα» για τα ζητήματα φύλου, υπάρχει και η αντίστροφη στάση πολλών παιδιών –κυρίως αγοριών– που δεν εντοπίζει καμία απόσταση ανάμεσα στην προσωπικότητα και τις κοινωνικές επιταγές ούτε, φυσικά, καμία καταπίεση της πρώτης από τις δεύτερες. Συχνά έγινα μάρτυρας μεγάλης προκατάληψης απέναντι στους τίτλους των προγραμμάτων (π.χ. «έμφυλα στερεότυπα») και απέναντι στα παιδιά που είχαν το θάρρος να αποκαλύψουν τη «δυσφορία φύλου» που ένιωθαν.
Η τρίτη παρατήρηση αφορά τη «δυσφορία των εκπαιδευτικών». Είναι εύλογο να ζουν κι αυτοί τη γνωστή αμηχανία που προκαλείται από το προαιώνιο «χάσμα γενεών». Είναι επίσης λογικό αυτή η αμηχανία να μην ταυτίζεται με εμπρόθετη συμπεριφορά, παρόλο που συχνά εκλαμβάνεται ως ρατσιστική από την κεκτημένη «ταχύτητα» των εφήβων. Στη διάρκεια των εργαστηρίων, συνάντησα καχύποπτους εκπαιδευτικούς, που έστεκαν με επιφυλακτικότητα απέναντι στην παιδαγωγική εγκυρότητα προγραμμάτων με θέματα όπως τα έμφυλα στερεότυπα ή το «Ξύπνημα της άνοιξης» –μια από τις παραστάσεις του Εθνικού τις οποίες πλαισίωναν τα προγράμματά μας, που μιλά για τη σεξουαλική αφύπνιση στην εφηβεία.
Όμως, αυτές ήταν οι εξαιρέσεις επί του συνόλου εκατοντάδων σχολείων. Η πλειονότητα των εκπαιδευτικών αναγνώριζε το μεγάλο όφελος των παιδιών από «τέτοια» προγράμματα και σχεδόν εκλιπαρούσε για τη συνέχεια τους, δηλώνοντας τεράστια ανάγκη επιμόρφωσης και τεράστια έλλειψη υποστήριξης του έργου τους από πλευράς της Πολιτείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα σχολεία που επισκεπτόμουν καθημερινά αυτά τα χρόνια δεν είχε γίνει παρά μόνο ΕΝΑ πρόγραμμα σεξουαλικής αγωγής, σε γυμνάσιο της Χαλκίδας. Τύχη ή στατιστική καταγραφή; Το σίγουρο είναι ότι η διαχείριση τόσο κρίσιμων για τους νέους ζητημάτων δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Πέραν, λοιπόν, των προσωπικών θέσεων, εκτιμήσεων και ερμηνειών επί του ζητήματος, ούτε οι γονείς ούτε η εκπαιδευτική κοινότητα μπορούν να κατηγορηθούν ή να εξυμνηθούν κατά περίπτωση για το πώς στέκονται απέναντι σε αυτά τα θέματα. Το ζητούμενο είναι η υποστήριξη της επικοινωνίας των εκπαιδευτικών με τους εφήβους μαθητές, με εμπεριστατωμένα και παιδαγωγικά προγράμματα, μέσα από τα οποία η γνώση θα αντικαταστήσει την αμηχανία και την ενδεχόμενη προκατάληψη, ώστε να μπορεί να παραχθεί διάλογος και κριτική σκέψη με αλληλοσεβασμό.
Χρειάζεται επίσης να ειπωθεί ότι τέτοια ζητήματα δεν μπορούν να προσεγγιστούν «ως μόδα», ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες παραμέτρους που συνθέτουν και δυσχεραίνουν τη ζωή και την επικοινωνία των εφήβων μεταξύ τους, αλλά και με τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς. Τόσο η είσοδος στην ψηφιακή επικοινωνία όσο και οι αλλεπάλληλες οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις που ξέσπασαν στη χώρα μας και σε παγκόσμια κλίμακα, με αποκορύφωμα την τριετία της Covid-19, επέτειναν τις δυσκολίες της εφηβείας, κατά τη διάρκεια της οποίας η μεταβατικότητα και η ρευστότητα αποτελούν βασικά περάσματα στον δρόμο προς την ενηλικίωση.
Η δημιουργία του συμβολικού χώρου για έκφραση, διάλογο και καλλιέργεια της κριτικής σκέψης είναι πιο αναγκαία από ποτέ, καθώς οι σημερινοί έφηβοι είναι η πρώτη γενιά που εκτέθηκε στην ψηφιακή επικοινωνία, χωρίς να γνωρίζουμε τις επιπτώσεις αυτού του «πειράματος». Η αλλαγή αυτή αποτυπώνεται στη σχέση τους με το ίδιο τους το σώμα τους και με τον Άλλο, καθώς πάντοτε η πρόσληψη του σώματος διαμεσολαβείται από τους κώδικες της εποχής. Πολλώ δε μάλλον όταν αυτοί οι κώδικες επιτάσσουν ένα σύνολο απαγορεύσεων λόγω πανδημίας…
Συμπερασματικά, αντί να διώκεται φοβικά ή να επιζητείται εμμονικά μια «έμφυλη ταυτότητα», από τις πολλές που ακούμε σαστισμένοι από το στόμα των έφηβων παιδιών, χρειάζεται η υπενθύμιση ότι ο πρώιμος-εφηβικός προσδιορισμός της ταυτότητας αυτής χρειάζεται χρόνο και εμπειρία για να μην οδηγήσει σε στερεότυπα που καταπιέζουν το υποκείμενο. Πολύ πριν καταλήξει σε μία ταυτότητα φύλου, πρώτο ζητούμενο για έναν έφηβο είναι να σχετιστεί με τον άλλο, να δημιουργήσει και να νιώσει εμπιστοσύνη στην επαφή και στο χτίσιμο μίας σχέσης, πάνω στην οποία βασίζεται άλλωστε και η μακρά αλληλουχία που ονομάζεται «κοινωνικός δεσμός», δηλαδή η ασφαλιστική δικλείδα των υγιών κοινωνιών.
Η Αγγελική Τόμπρου είναι εκπαιδευτικός/θεατροπαιδαγωγός και ηθοποιός.