ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΚΛΟΤΣΟΥ, ΤΟΥ ΜΠΑΤΣΟΥ ΚΑΙ… ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

παραμύθια του κλότσουΠροφανώς θα αναρωτιέστε τι τίτλος είναι αυτός. Θα σας εξηγήσω αμέσως. Ετοιμάζοντας το γιορτινό Τaλκ, ήθελα να ζητήσω από εφτά συγγραφείς να μας διηγηθούν σε 200 περίπου λέξεις μια διασκεδαστική χριστουγεννιάτική τους εμπειρία. Πριν προλάβω καν να σκεφτώ σε ποιους θα απευθυνθώ, ήρθε στα χέρια μου το βιβλίο των Εκδόσεων Πατάκη Τα παραμύθια του κλότσου και του μπάτσου, μια πλούσια, σύγχρονη και σούπερ χιουμοριστική ανθολογία για να γελάσουν τα παιδιά δυνατά και με την καρδιά τους. Η ιδέα για την έκδοση του βιβλίου ήταν της Έλενας Πατάκη και πρoέκυψε από ένα πρωταπριλιάτικο αστείο που αφηγήθηκε με απίστευτη γλαφυρότητα στο Facebook, κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown.  Οι εφτά ιστορίες από αγαπημένους συγγραφείς και ταλαντούχους εικονογράφους έχουν μέσα τους ανατροπή, αποσταθεροποίηση και απροσδόκητες καταστάσεις, όπως είναι ο εγκλεισμός που μπήκε στη ζωή μας ξαφνικά.

Ξαφνικά, βρήκα μπροστά μου τους εφτά συγγραφείς που αναζητούσα. Αμ, δε. Είπαμε, δεν έρχονται όλα όπως τα περιμένουμε. Ένας εξ αυτών, ο εξαιρετικός παραμυθάς Δημήτρης Μελικέρτης, δεν προλάβαινε να ανταποκριθεί στο γιορτινό κάλεσμά μου (είμαι κι εγώ αμείλικτη με τα deadlines), γιατί βρισκόταν σε ένα άλλο συγγραφικό σύμπαν από το οποίο δεν μπορούσε να βγει. Τη θέση του πήρε η εκδότρια, που ναι μεν δεν είναι επαγγελματίας συγγραφέας, όμως σε εκείνη οφείλει την ύπαρξή του το βιβλίο (και έχει και ταλέντο στην αφήγηση). Απολαύστε! 

Άγιος Βασίλης, του Σπύρου Γιαννακόπουλου

Ήμουν εγώ κι ο αδερφός μου. Η αδερφή μου δεν είχε ακόμη γεννηθεί. Κάθε χρόνο ξυπνούσαμε την Πρωτοχρονιά και είχαμε δώρα στο κρεβάτι. Υποτίθεται πως ήταν από τον Άγιο Βασίλη. Όμως μας είχαν μπει υποψίες ότι ο Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει και ότι τα δώρα τα φέρνουν στα παιδιά οι γονείς. Θέλαμε να το αποδείξουμε. Σκεφτήκαμε να κατασκευάσουμε έναν μηχανισμό που να κάνει γερό σαματά όταν κάποιος θέλει να μπει στο δωμάτιό μας τη νύχτα, για να μας ξυπνήσει και να πιάσουμε στα πράσα αυτόν που αφήνει τα δώρα. Δέσαμε ένα σκοινί στο χερούλι της πόρτας, κι όταν το χερούλι γύριζε, το σκοινί έδινε ώθηση σε μια μπάλα αφημένη πάνω στο γραφείο. Υπολογίσαμε η μπάλα να πέφτει πάνω σε παιχνίδια και αυτά τα παιχνίδια να ρίχνουν με τη σειρά τους άλλα παιχνίδια. Ο θόρυβος θα ήταν πολύ δυνατός. Πέσαμε για ύπνο. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, όταν ξυπνήσαμε, στο πάτωμα γινόταν χαμός από παιχνίδια, πολλά από αυτά είχαν σπάσει. Ο συναγερμός είχε ενεργοποιηθεί, αλλά δεν τον είχαμε ακούσει ή τον είχαμε ακούσει και απλώς αλλάξαμε πλευρό. Στο κρεβάτι, ωστόσο, μας περίμεναν τα δώρα μας. Δεν καταφέραμε να αποδείξουμε κάτι, αλλά είχαμε καινούρια παιχνίδια. Αυτοκινητάκια με μπαταρία που έτρεχαν γύρω γύρω σε μια πίστα.

Πάρτι Χριστουγέννων, της Ελένης Δικαίου

Είχαμε ανέβει να περάσουμε τα Χριστούγεννα στο χωριό. Μια παρέα φίλων θα κάναμε μαζί ρεβεγιόν σε ένα από τα σπίτια, που όλα βρίσκονται δυο βήματα το ένα από το άλλο. Όταν άρχισε να πέφτει ομίχλη, δεν δώσαμε σημασία –έτσι γίνεται συνήθως τον χειμώνα. Ούτε όταν άρχισε να χιονίζει ανησυχήσαμε, το μετεωρολογικό δελτίο έδινε «ελαφρές χιονοπτώσεις». Ανάψαμε τα φωτάκια της αυλής και φορτωμένοι πιατέλες για το κοινό τραπέζι ανοίξαμε την πόρτα… Πυκνό χιόνι είχε καλύψει τις σκάλες του σπιτιού και συνέχιζε να πέφτει· αδύνατον να βγούμε έξω. Την είχαμε πατήσει σαν τους τουρίστες που δεν έχουν ιδέα από βουνό, είχαμε ξεχάσει ότι στα 1.100 μέτρα υψόμετρο οι μετεωρολόγοι χάνουν την αξιοπιστία τους. Ήμασταν αναγκασμένοι να κάνουμε ρεβεγιόν ο καθένας στο σπίτι του. Ευτυχώς λειτουργούσαν τα κινητά μας. Συνεννοηθήκαμε στο άψε σβήσε. Σε μια στιγμή τα φώτα των τριών σπιτιών άναψαν ταυτόχρονα. Πιατέλες, ποτήρια και μπουκάλια κρασί μεταφέρθηκαν πίσω απ’ τα φωτισμένα παράθυρα. Ήμασταν όλοι εκεί, συντονισμένοι σε ένα εορταστικό πρόγραμμα της τηλεόρασης και δώσ’ του στην υγειά μας από μακριά, και δώσ’ του γέλια για την εφευρετικότητα του Έλληνα, δώσ’ του «και του χρόνου τα Χριστούγεννα μαζί»! Τότε δεν ξέραμε πόσα πράγματα μπορούν να γίνουν «εξ αποστάσεως». Ίσως να ήμασταν και οι πρώτοι διδάξαντες!

Όμως η αυλαία δεν έκλεινε, του Βαγγέλη Ηλιόπουλου

Τα Χριστούγεννα της Β’ Γυμνασίου, στο θεατράκι του σχολείου, ανεβάσαμε την «Σταχομαζώχτρα» του Παπαδιαμάντη. Το αγάπησα αυτό το διήγημα από τότε. Το θέμα είναι ότι την αγάπησε κι ο συμμαθητής μου, ο Θέμος, υπεύθυνος να ανοίγει και να κλείνει την αυλαία από τα παρασκήνια! Εγώ έπαιζα τον παπα-Δημήτρη, ο οποίος έφερνε στην Αχτίτσα το γράμμα του γιου της. Μεγάλη συγκίνηση. Της το διάβαζα κι εκείνη έκλαιγε από χαρά! Όλοι παίξαμε καλά και υπήρχε μεγάλη συγκίνηση. Στο τέλος την ευλόγησα κι η αυλαία έπρεπε να κλείσει. Όμως η αυλαία δεν έκλεινε. Συνέχιζα να ευλογώ, ψάλλοντας με φωνή ιερέα «κλείσε τέκνον μου την αυλαίαααα». Όμως η αυλαία δεν έκλεινε. Δηλαδή ο Θέμος δεν την έκλεινε κι εγώ συνέχιζα να ευλογώ. Έψελνα ό,τι ύμνο και ψαλμό ήξερα για να κερδίσω χρόνο. Η Νατάσσα, που έπαιζε την Αχτίτσα, ήταν καταπληκτική. Συνέχιζε, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, να παίζει, κλαίγοντας από χαρά που τη θυμήθηκε ο γιος της. Απελπισμένος έψελνα, σχεδόν φωνάζοντας, «τα σκοινιά, ευλογημένε, τράβα τα δυνατάαα», νομίζοντας ότι είχαν μπλοκάρει τα σκοινιά. Ο Θέμος τρόμαξε. Σαν να ξύπνησε από λήθαργο, τράβηξε με τόση δύναμη το σκοινί, που η αυλαία έπεσε και μάλιστα παρέσυρε το σκηνικό, το οποίο κατέρρευσε στο κεφάλι της Αχτίτσας. Οι θεατές όρθιοι χειροκροτούσαν. Η αλήθεια είναι ότι άθελά μας δώσαμε μιαν άλλη, πιο εύθυμη, σκηνοθετική ματιά στο έργο του Παπαδιαμάντη. Σαράντα χρόνια μετά, σε μια συνάντηση συμμαθητών, ο Θέμος μού αποκάλυψε ότι δεν είχαν μπλοκάρει τα σκοινιά. Εκείνος είχε αφαιρεθεί κοιτώντας τη Νατάσσα, που ήταν τόσο, μα τόσο, όμορφη…

Ο Άγιος Βασίλης… ξεφούσκωσε, του Μάνου Κοντολέων

Ημιαργία η παραμονή των Χριστουγέννων και ο πατέρας με έπαιρνε μαζί του στο γραφείο. Μετά θα πηγαίναμε να αγοράσουμε τα δώρα μου. Οι συνάδελφοί του με βάζανε να πω τα κάλαντα και ο κύριος Στέλιος, ο κλητήρας, με άφηνε να παίζω με την Παρδάλω. Εκείνη την παραμονή, καθώς έπαιζα με τη γάτα, κάπου μπλέχτηκε το κοντό παντελονάκι μου και ξηλώθηκε από πίσω… στον ποπό μου. Αν το μάθαινε ο πατέρας μου, αντίο εορταστική βόλτα. Ο κύριος Στέλιος βρήκε τη λύση – με μια παραμάνα έπιασε πρόχειρα την ξηλωμένη ραφή. «Μόνο πρόσεχε μην ανοίξει η παραμάνα», μου ψιθύρισε. Σε λίγη ώρα χάζευα τα δώρα στα καταστήματα. Ένα από αυτά είχε στη βιτρίνα του έναν αληθινό Άγιο Βασίλη –κατακόκκινα ντυμένο και με φουσκωτή κοιλιά– που καθότανε σε μια πολυθρόνα κι έπαιρνε στα πόδια του τα παιδιά που θέλανε να βγάλουν μαζί του φωτογραφία. Ο κόσμος στο πεζοδρόμιο κοιτούσε και χαμογέλαγε. Κάθισα κι εγώ στην ουρά κι έφτασε η στιγμή να καθίσω στα γόνατά του. Θυμάμαι πως στην αρχή αισθάνθηκα πως ξάπλωνα σε αφράτα μαξιλάρια. Αλλά σιγά σιγά λες και βούλιαζα, τα μαξιλάρια λες κι αδειάζανε κι όταν πια η φωτογραφία τραβήχτηκε κι εγώ σηκώθηκα, η κοιλιά του άγιου… ήταν πλάκα κι η στολή του έπεφτε μέχρι τα γόνατά του. Ο κόσμος από το πεζοδρόμιο γελούσε κι εγώ τρομαγμένος χώθηκα στην αγκαλιά του πατέρα μου. «Ο κύριος Στέλιος…» κλαψούρισα κι έβγαλα την παραμάνα που είχε ανοίξει. Ο πατέρας μου, γελώντας πιο δυνατά απ’ όλους, τη σήκωσε ψηλά και τους της έδειξε. Μέσα στη βιτρίνα, ο Άγιος Βασίλης κρατούσε ένα σκασμένο μεγάλο μπαλόνι. Γελούσε κι αυτός.

Ο λαγός και η γάτα, του Γιώργου Κ. Παναγιωτάκη

Κάποια Χριστούγεννα, ο Άγιος Βασίλης έφερε σ’ εμένα και στην αδερφή μου από ένα δώρο. Δεν ξέρω πώς κατάφερε να μπει στο σπίτι μας, αφού δεν είχαμε καμινάδα, ούτε και αφήναμε κάποιο παράθυρο ανοιχτό χειμωνιάτικα. Το ζήτημα ήταν ότι μπήκε. Και ότι άφησε κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο δύο λούτρινα ζωάκια, έναν λαγό και μία γάτα. Έκανε όμως ένα μοιραίο λάθος: Δεν ξεκαθάρισε ποιος θα πάρει τον λαγό και ποιος τη γάτα και έτσι τσακωνόμασταν όλη την υπόλοιπη εβδομάδα, επειδή θέλαμε και οι δύο να κοιμόμαστε αγκαλιά με τον λαγό, ο οποίος ήταν πιο γλυκούλης. Ώσπου, το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, εκεί που τρώγαμε μουτρωμένοι τη βασιλόπιτά μας κάνοντας διαπραγματεύσεις για το ποιος από τους δύο θα έπαιρνε τον λαγό στο κρεβάτι του, η μαμά κούνησε το κεφάλι και είπε: «Αχ, πόσο λυπημένη θα είναι η καημένη η γατούλα που δεν τη θέλετε…». Κι έτσι ο τσακωμός συνεχίστηκε μέχρι τα Φώτα, καθώς θέλαμε πια και οι δυο τη γάτα. Γι’ αυτό, Άγιε Βασίλη, αν με ακούς… Μην ξεχνάς ποτέ να βάζεις στα δώρα σου κάρτα με το όνομα του παραλήπτη. Είναι αφάνταστα σημαντικό!

Ομαδάρα, της Μαρίας Παπαγιάννη

Τα Χριστούγεννα, με την ξαδέλφη μου τη Βάνα, κάναμε καταλόγους με δώρα που θέλαμε να πάρουμε για γονείς, θείους, ξαδέλφια και γιαγιά. Μεγάλη οικογένεια, πολλά τα δώρα κι άντε να βρούμε τα χρήματα. Φυσικά, ο μόνος τρόπος ήταν να πούμε τα κάλαντα. Οι μαμάδες μάς έβαζαν να ορκιστούμε για τα όρια της «επιτρεπτής» περιοχής. Εκείνη τη χρονιά, όσο και να τρέχαμε, το ταμείον ήταν μείον. Πήραμε το ρίσκο να καταπατήσουμε τον όρκο μας και βάλαμε διάφορα σημάδια για να μη χαθούμε. Αλλά επιστρέφοντας, χαθήκαμε. Έπειτα από πολλούς γύρους μάς βρήκε ένας φίλος των γονιών μας και μας πήγε στο μαγαζί του μπαμπά μου, που για καλή μας τύχη έλειπε και είχε αφήσει στο πόστο του τον θείο Βασίλη. Σωθήκαμε. Ήταν ο πιο αγαπημένος μας. Δεν μας μάλωνε ποτέ. Όταν τον είδαμε, ξεσπάσαμε και οι δυο σε κλάματα, λέγοντας πως δεν προλαβαίναμε πια να αγοράσουμε τα δώρα μας, αφού τα μαγαζιά έκλειναν. Και τότε ο θείος Βασίλης είχε μια καταπληκτική ιδέα. Μας πήγε στην αποθήκη και μας έδειξε μια κούτα με μπλουζάκια της ΑΕΛ, της ποδοσφαιρικής ομάδας της Λάρισας. Τις είχε παραγγείλει για κάτι φίλους του, τρελαμένους ποδοσφαιρόφιλους. Παρόλο που δεν ταίριαζαν καθόλου με τα δώρα που είχαμε σκεφτεί, αναγκαστήκαμε να συμβιβαστούμε. Ο θείος δεν μας μαρτύρησε ποτέ στις μαμάδες μας και το βράδυ έγινε χαμός. Θείοι, θείες, ξαδέλφια και γιαγιά εκείνα τα Χριστούγεννα ντυθήκαμε στα βυσσινί με τις φανέλες της ΑΕΛ. Και ήμασταν ομαδάρα και ο θείος Βασίλης μάς έμαθε τον ύμνο: ΑΕΛ ΑΕΛ ΑΕΛ, η ομάδα που σαν σίφουνας σαρώνει. 

Τα πατάκια, της Έλενας Πατάκη 

Τα Χριστούγεννα μου αρέσει να κάνω δώρο στους αγαπημένους μου κάποιο αντικείμενο μοναδικό. Κι επειδή δεν είμαι χειροτέχνης, συνήθως έχω μόνο την έμπνευση και βρίσκω κάποιον να τα κατασκευάσει. Πέρυσι, λοιπόν, εμποτισμένη από το πνεύμα της πανδημίας, κυκλοφορώντας ανάμεσα σε αντισηπτικά και μάσκες, θυμήθηκα εκείνα τα πατάκια που είχαμε παλιά στα σπίτια, εκείνα που γλιστρούσαν πάνω στο παρκέ ώστε να κυκλοφορείς μέσα στο σπίτι χωρίς να μεταφέρεις τις σκόνες και τα μικρόβια του έξω κόσμου. Τι πιο κατάλληλο δώρο για την εποχή αυτή, που μπορεί όλοι να δεχτούμε και κανέναν άνθρωπο στο σπίτι, αν το επιτρέψει ο αγαπητός κύριος Τσιόδρας, σκέφτηκα. Διάλεξα, λοιπόν το ύφασμα, πήρα και τσόχα και πήγα στη μοδίστρα. «Θα ήθελα να μου κατασκευάσετε 20 πατάκια. Από τη μια μεριά θα είναι η τσόχα και από την άλλη αυτό το ύφασμα, και γύρω γύρω, σαν μπορντούρα, να φαίνεται η κίτρινη κλωστή». Χρειάστηκαν αρκετές επεξηγήσεις, γιατί ούτε η μοδίστρα θυμόταν καλά καλά τι ήταν αυτά τα πατάκια που της ζητούσα. Ύστερα κολλήσαμε στη μέτρηση: «Δεν κατάλαβα. Θέλετε 20 πατάκια ή 20 ζευγάρια πατάκια;». Το λύσαμε κι αυτό: «Α, μάλιστα, 20 ζευγάρια πατάκια (ουφ). Σύμφωνοι!». Τελειώνοντας τις σημειώσεις της, σηκώνει το βλέμμα από το χαρτάκι και με ρωτάει: «Και πώς σας λένε;». «Έλενα Πατάκη». «Σας λένε Πατάκη και τόση ώρα παραγγέλνετε πατάκια;!» «…»

Τα παραμύθια του κλότσου και του μπάτσου κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις… Πατάκη.

Leave a Reply