ΠΑΙΔΙΚΗ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ: ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, ΠΡΟΛΗΨΗ, ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

παιδική σεξουαλική κακοποίησηΤις τελευταίες εβδομάδες, με αφορμή τη σωρεία δημόσιων καταγγελιών που ακολούθησε αυτή της Σοφίας Μπεκατώρου, έχει ανοίξει στη δημόσια σφαίρα, με ρυθμούς πρωτόγνωρους για τα ελληνικά δεδομένα, η συζήτηση που αφορά τη σεξουαλική παρενόχληση, τον βιασμό αλλά και τις πολλαπλές μορφές κακοποίησης. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και σοκαριστική καταγγελία του βιασμού μιας 11 χρονης –τότε– αθλήτριας ιστιοπλοΐας από τον προπονητή της. Έτσι και η παιδική σεξουαλική κακοποίηση έρχεται να προστεθεί στη συζήτηση αυτή. Αποτελεί ούτως η άλλως αναπόσπαστο κομμάτι της, καθώς τα θέματα που διαπραγματεύεται η συζήτηση για το φύλο και την κακοποίηση ανέδειξαν και αφορούν πολλά από τα οποία άπτονται της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης.

Ας ξεκινήσουμε ξεκαθαρίζοντας τον ορισμό της παιδικής σεξουαλικής κακοποίηση: Είναι η συμμετοχή ή η έκθεση παιδιών και εφήβων σε πράξεις σεξουαλικού περιεχομένου με στόχο α) τη διέγερση ή/και την ικανοποίηση ενός ενήλικου (ή σαφώς μεγαλύτερου ανήλικου) β) το χρηματικό κέρδος. Συμπεριλαμβάνει δηλαδή μια μεγάλη γκάμα σεξουαλικών συμπεριφορών και πρακτικών οι οποίες έχουν ως αποδέκτη ένα ανήλικο παιδί.

Αρχικά χρειάζεται να αποδεχτούμε τη διαπίστωση ότι η παιδική σεξουαλική κακοποίηση δεν είναι τόσο σπάνια όσο μάλλον φανταζόμαστε οι περισσότεροι και οι περισσότερες. Στην Ελλάδα, περίπου ένα στα έξι παιδιά θα βιώσει κάποια μορφή σεξουαλικής βίας. Έπειτα, χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε το γεγονός πως οι θύτες δεν είναι απαραίτητα κάποιοι προβληματικοί, περιθωριακοί, περίεργοι άνθρωποι και άρα όσο περιστοιχιζόμαστε από τους οικείους μας είμαστε προφυλαγμένοι. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική: η συντριπτική πλειονότητα των θυτών στις περιπτώσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης είναι άνθρωποι απόλυτα ενταγμένοι, με μια λειτουργική, φυσιολογική καθημερινότητα. Μπορεί να έχουν οικογένεια, μπορεί να έχουν καριέρα, ισχυρή θέση, μπορεί να εμπνέουν τρομερή εμπιστοσύνη, μπορεί να είναι η “ψυχή της παρέας” και ούτω καθεξής. Όπως εξαιρετικά το αποτυπώνει η Δήμητρα Πατρικαράκου στην προσωπική της μαρτυρία για την κακοποίηση που υπέστη από τον πατριό της όσο ήταν παιδί [Απόσπασμα από το βιβλίο: Δήμητρα Πατρικαράκου «Βεβήλωση» : Μια αληθινή ιστορία κακοποίησης. Εκδόσεις Αρμός] «Όλοι νομίζουν ότι ο κίνδυνος υπάρχει μόνο στα νυχτερινά κέντρα, στα σκοτεινά σοκάκια, στους άγνωστους, στα πρόσωπα που η φυσιογνωμία τους κάπως δείχνει την επικινδυνότητα τους. Δεν φαντάζεται κανείς ότι ο κίνδυνος βρίσκεται σε γνώριμα σπίτια ή μέρη, στο φως της ημέρας, σε πρόσωπα οικεία, σε ανθρώπους κουστουμαρισμένου». Επιπρόσθετα, και εδώ έγκειται η σύνδεση με το έμφυλο ζήτημα: Οι θύτες είναι κατά κύριο λόγο άντρες.

Είναι ίσως σημαντικό να επισημάνουμε ότι η παιδική σεξουαλική κακοποίηση δεν είναι κάτι που συμβαίνει “τυχαία” ή “εν βρασμώ”, καθώς προϋποθέτει τη βεβαιότητα του δράστη ότι η πράξη του δεν θα έχει συνέπειες για τον ίδιο. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η ιδιαιτερότητα αυτής της συνθήκης, στο γεγονός δηλαδή ότι είτε πρόκειται για ενδο-οικογενειακή είτε για εξω-οικογενειακή κακοποίηση, ο θύτης έχει πρώτα και κύρια εξασφαλίσει τη σιωπή του θύματος. Αυτό μπορεί να συμβεί μέσα από τη σχέση εξουσίας και την εμπιστοσύνη που έχει καταφέρει  να  εδραιώσει μεταξύ του ίδιου και του παιδιού. Μπορεί να είναι μέλος της οικογένειας, συγγενής, ή κάποιος που έχει σχέσεις με την οικογένεια, ή με το παιδί και χαίρει εκτίμησης από την οικογένεια. Έτσι, ένα παιδί το οποίο κακοποιείται σεξουαλικά δεν κατανοεί συνήθως τι είναι αυτό που του συμβαίνει, καθώς δεν μπορεί να αντιληφθεί πως ένας άνθρωπος που αγαπά και νοιάζεται μπορεί να του κάνει κακό. Ακόμη και όταν αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι δεν του αρέσει αυτό που γίνεται, ο φόβος και η ντροπή είναι πολύ δύσκολο να νικηθούν. Είναι εξαιρετικά οδυνηρή η εμπειρία όταν πια αυτό γίνεται αντιληπτό και κατανοητό.

Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, αντιλαμβανόμαστε ότι τα περιβάλλοντα στα οποία διαμορφώνονται σχέσεις εξουσίας και ιεραρχίας  είναι αυτά στα οποία ευκολότερα μπορεί να συμβεί (και) κάτι τέτοιο. Ενδεικτικά, τέτοιου είδους πλαίσια στα οποία συχνότερα αναφέρονται περιστατικά παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης είναι πρώτα απ’ όλα η οικογένεια, οι αθλητικές οργανώσεις, οι θρησκευτικές οργανώσεις, οι κατασκηνώσεις και διάφορες εκπαιδευτικές δομές.

Πολλές υποθέσεις και ερμηνείες μπορούν να δοθούν για το ζήτημα της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης. Για μια συνολικότερη θέαση χρειάζεται να επεκτείνουμε τη συζήτηση, πέρα από το ατομικό επίπεδο και τις ερμηνείες που αφορούν την ψυχοπαθολογία του θύτη και τον λεγόμενο “κύκλο της βίας” (θύτης-θύμα-θύτης).  Χρειάζεται να εστιάσουμε την προσοχή μας και στις οικογενειακές αλληλεπιδράσεις και δυναμικές (που είναι φυσικά διαφορετικές σε κάθε οικογένεια), και αυτές, να τις αναλύσουμε σε συνάρτηση με την κοινωνική διάσταση που έχει ο θεσμός της οικογένειας. (Πόσα όρια επιτρέπεται να ξεπεράσουμε μέσα στην οικογένεια; Συνήθως πολλά περισσότερα από όσα μπορούμε εκτός. Εξάλλου, “τα εν οίκω μη εν δήμω”). Χρειάζεται να μιλήσουμε για το κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο και τις επιρροές του. Για αξίες, πεποιθήσεις και νοοτροπίες (“τα ήθελε”, “γιατί δεν μίλησε;”), οι οποίες στρώνουν το έδαφος και ενίοτε “κανονικοποιούν” κάθε είδους κακοποιητικές συμπεριφορές. Χρειάζεται να λάβουμε υπόψη μας κοινωνικά ταμπού και απαγορεύσεις που συμβάλλουν στην αποσιώπηση και στη συγκάλυψη των περιστατικών.

Ίσως, όμως, το σημαντικότερο απ’ όλα είναι να μιλήσουμε πλέον ανοιχτά για την επιτακτική ανάγκη σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης. Μεγαλώνουμε παιδιά τα οποία δεν γνωρίζουν βασικές λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος, δεν γνωρίζουν τι είναι εντάξει και τι δεν είναι γιατί οι συζητήσεις είναι ταμπού, μαθαίνουν να υπηρετούν τα θέλω των άλλων, δεν γνωρίζουν την έννοια της συναίνεσης, δεν διανοούνται ότι μπορούν να θέσουν όρια, ότι δεν φταίνε εάν τους συμβεί κάτι τέτοιο και πολλά, πολλά περισσότερα. Με λίγα λόγια διευκολύνουμε το έργο των εν δυνάμει κακοποιητών. Μια κοινωνία η οποία πραγματικά σοκάρεται από τις περιπτώσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, μπορεί και οφείλει να διεκδικήσει την ανθεκτικότερη ασπίδα εναντίον της. Με τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση δεν προλαβαίνουμε μόνο θύματα. Προλαβαίνουμε θύτες και αυτό είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση.  Να ενημερώσουμε, να ενδυναμώσουμε και να  ενθαρρύνουμε τα παιδιά, φτιάχνοντάς τους ένα καλύτερο, ασφαλέστερο, λιγότερο κακοποιητικό κοινωνικό περιβάλλον στο παρόν και στο μέλλον. 
*Η Νατάσα Τριανταφύλλου είναι ψυχολόγος, συνιδρύτρια του «Άγγιγμα και Όρια», μιας δράσης ενημέρωσης, εστιασμένης στη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, με κύριο και βασικό της σκοπό την προστασία των παιδιών σε σχέση με το σώμα τους. Αποτελείται από μια ομάδα ειδικών (ψυχολόγους, θεατροπαιδαγωγούς και δικηγόρο), οι οποίοι πραγματοποιούν μαζί συναντήσεις τριών κύκλων. Στον πρώτο και στον δεύτερο κύκλο οργανώνονται ομιλίες για ενήλικους με θέμα τη «Διαπαιδαγώγηση και διαχείριση της σεξουαλικότητας του παιδιού» και το «Άγγιγμα-Όρια και προστασία». Στον τρίτο κύκλο πραγματοποιούνται βιωματικά εργαστήρια για παιδιά 4 έως 12 χρόνων, χωρισμένα ανά ηλικιακές ομάδες, με θέμα «Συναισθήματα, σώμα και προστασία»Στόχος της ομάδας είναι η ενημέρωση σχετικά με την αυτονομία που μπορεί και που χρειάζεται να έχει ένα παιδί σε σχέση με το σώμα του και πώς αυτή επιδρά στην αυτοεκτίμηση, στον αυτοσεβασμό αλλά και στην αυτοπροστασία του. 

Leave a Reply