Διάγνωση και θεραπείες μαθησιακών δυσκολιών: Παιδιά στο μικροσκόπιο

μαθησιακών δυσκολιώνΩς γρανάζι της ειδικής αγωγής για πολλά χρόνια και γνωρίζοντας πλέον το πλαίσιο αρκετά καλά ώστε να διαμορφώσω μια άποψη, θα τολμήσω να πω ότι ο τρόπος, η συχνότητα διάγνωσης των μαθησιακών δυσκολιών, καθώς και η ίδια η θεραπεία τείνει να θεωρηθεί από τον ιστορικό του όχι και τόσο μακρινού μέλλοντος αναχρονιστική.

Ας τα πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Τα αιτήματα για τις θεραπείες στο ευρύτερο πλαίσιο της ειδικής αγωγής έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια. Χρειάζονται όντως όλα αυτά τα παιδιά όλους αυτούς τους ειδικούς πάνω από τα κεφάλια τους; Γιατί εμφανίστηκε αυτή η ανάγκη πιο έντονα στις σύγχρονες κοινωνίες; Με πρωτομάστορα σε αυτή την κούρσα τον ιατρικό λόγο, όπου σε θέση ισχύος και αυθεντίας -πολλές φορές ακόμη και στο πλαίσιο μόνο μιας συνεδρίας- υπογράφει και παραπέμπει με ευκολία πολλά παιδιά στους «εργάτες» ειδικούς, εκκινείται η θεραπεία εντοπίζοντας το πρόβλημα τις περισσότερες φορές στο άτομο-παιδί και όχι στο πλαίσιο (δηλαδή σύγχρονος τρόπος ζωής, κοινωνικές δομές κ.τ.λ.).

Μέσα από μια σειρά από τεστ και προδιαγεγραμμένα εξελικτικά στάδια παρατηρείται σχολαστικά η αναπτυξιακή πορεία του παιδιού, όπως αυτή καθορίζεται από ένα καθολικό στάνταρ του κανονικού. Οτιδήποτε ξεφεύγει από το κανονικό θεωρείται προβληματικό ή προς παρακολούθηση.

Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια δεκάδες ιατρικές ή παρα-ιατρικές ειδικότητες αναπτύσσονται που παρακολουθούν την πνευματική και τη σωματική ανάπτυξη των παιδιών, η οποία προσδιορίζεται ως επί τω πλείστον από τον κομφορμισμό και την κανονικοποίηση.

To παιδικό σώμα προσεγγίζεται ως ένα αντικείμενο, το οποίο πρέπει να αναλυθεί και να διαχωριστεί στα μέρη από τα οποία αποτελείται. Ο σκοπός είναι να σφυρηλατηθεί ένα υπάκουο σώμα, το οποίο γίνεται αντικείμενο, χρησιμοποιείται, μετατρέπεται και βελτιώνεται.

Ταυτόχρονα με αυτή την τάση, ο οδηγός των ψυχιατρικών διαταραχών, όπως ο DSMI-5, διευρύνεται συνεχώς κατηγοριοποιώντας και δίνοντας ταυτότητες και ετικέτες σε πάρα πολλούς ανθρώπους, μεταξύ αυτών και στα παιδιά. Με έναν καθαρά εργαλειακό και τεχνικό λόγο ο οποίος, όπως είναι αναμενόμενο, δεν γίνεται πλήρως κατανοητός, οδηγεί τους γονείς σε αχανείς περιπλανήσεις στα ιατρικά σημαίνοντα, γεμίζοντας τους με άγχος και αμφιβολίες.

Στη σύντομη αυτή ανάλυση δεν αναφερόμαστε φυσικά σε περιπτώσεις που χρήζουν συστηματικής θεραπείας και είναι τις περισσότερες φορές οφθαλμοφανείς και από το μη ειδικό, αλλά στην τάση ενός αυστηρού πλαισίου διάγνωσης που επιχειρείται στις μέρες μας σχεδόν για κάθε παιδί, με σκοπό να του “μάθουν τη σωστή συμπεριφορά” σ’ ένα ευρέως ελεγχόμενο περιβάλλον. (Εν τω μεταξύ, την ίδια ώρα πετυχαίνουν μάλλον ακριβώς το αντίθετο, αφού αυτή η υπερβολική ενασχόληση με την “καλυτέρευση” του παιδιού μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη ναρκισσιστικών παιδικών προσωπικοτήτων).

Αυτός ο παραπάνω μηχανισμός, λοιπόν, για να κερδίσει την αποδοχή του κοινού στήνεται πάνω στο ισχυρό αφήγημα της θεραπείας και της βελτίωσης. Ποιος καθορίζει όμως εδώ το κανονικό; Είναι κανονικό για παράδειγμα ένα παιδί στα επτά του χρόνια να κάθεται 6 ώρες στην καρέκλα; Μήπως πριν από λίγες μόνο δεκαετίες δεν ήταν αυτός ο ίδιος οδηγός-Ευαγγέλιο, ο οποίος κατέτασσε την ομοφυλοφιλία στις ψυχιατρικές διαταραχές;

Η ανάπτυξη των νευροεπιστημών με τις απεικονίσεις στον εγκέφαλο στην ουσία επιβεβαίωσε τη σχεδόν ολική άγνοια μας για το θαυμαστό αυτό όργανο, αρά και για εμάς τους ίδιους ως συνειδήσεις. Αν και οι σύγχρονες τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου μπορούν να μας δείξουν ποιο τμήμα του ασχολείται με συγκεκριμένες μορφές σκέψης ή δράσης, εντούτοις δεν μας διαφωτίζουν ουσιαστικά για το τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτό το τμήμα του εγκεφάλου.

Ο τρόπος, δηλαδή, με τον οποίο ο εγκέφαλος κατευθύνει τις πράξεις μας παραμένει αδιευκρίνιστος. Είμαστε, με λίγα λόγια, διαδικασία και όχι ουσία που μπορεί να οριστεί και να ταυτοποιηθεί. Παρόλα αυτά κάποιοι ειδικοί βγάζουν πλάνα προσαρμογής, ρίχνοντας το κύριο φταίξιμο στην ανεπάρκεια του ατόμου και όχι της κοινωνίας ως συνόλου, αγνοώντας την πολυπλοκότητα και υπεραπλουστεύοντας.

Η ένσταση μας σε αυτόν τον τρόπο της παρατήρησης των παιδιών θεμελιώνεται στη βασική οπτική της ολιστικής παιδαγωγικής, η οποία παρατηρεί τα παιδιά μέσω των πιθανών τρόπων που αλληλοσυνδέονται με τα διαφορετικά περιβάλλοντά τους, αντί να έχει αποδεχθεί μια προκατασκευασμένη κανονικότητα ως ένα μέσο παρατήρησης, ελέγχου και ρύθμισης της αναπτυξιακής πορείας τους προς την ενηλικίωση, με κυρίαρχο το βιολογικό στοιχείο -το οποίο σε καμία περίπτωση δεν αγνοούμε.

Ο Γιώργος Λούκας είναι εκπαιδευτικός. Θα τον βρείτε στο Δημοκρατικό σχολείο του Βουνού “Ataxia School”

Leave a Reply