Η Βασιλική Νίκα αποφάσισε τι θα γινόταν όταν θα μεγάλωνε στα πέντε της. Έχει εργαστεί για είκοσι χρόνια ως δασκάλα και για άλλα δέκα ως διευθύντρια. Εδώ και έναν χρόνο, μετατάχθηκε στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρετεί ως μέλος Ε.ΔΙ.Π. και διδάσκει στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης. Μέσα σε όλα αυτά έγραψε και ένα πρωτότυπο και ταυτόχρονα εξαιρετικό βιβλίο. Ο Οδηγός για νέους εκπαιδευτικούς – Πρωτοβάθμια εκπαίδευση κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη και ο αρχικός του στόχος ήταν (και παραμένει) να ενημερώσει και να κατατοπίσει τους νέους δασκάλους και τις νέες δασκάλες στα πρώτα τους βήματα σε μια σχολική μονάδα.
Δεν περιλαμβάνει θεωρία αλλά τη συμπυκνώνει μέσα από το πρίσμα της εμπειρίας και της γνώσης της σχολικής πραγματικότητας. Λύνει απορίες και παρανοήσεις, δίνει ιδέες για διαχείριση της τάξης και των μαθητών, προσφέρει προτάσεις για δημιουργική συνύπαρξη στο σχολείο των νέων και των παλιών εκπαιδευτικών. Γραμμένο με απλή και κατανοητή γλώσσα μοιάζει με τον μέντορα που οι νέοι εκπαιδευτικοί θα ήθελαν να είχαν διαθέσιμο, πάντα και παντού. Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο είναι πολλά παραπάνω από αυτό. Είναι ένα βιβλίο για κάθε σύγχρονο εκπαιδευτικό, ακόμα και έμπειρο, και ταυτόχρονα ένα εγχειρίδιο που θα ήταν καλό να διαβάσει και ο γονιός, μόλις το παιδί του ξεκινήσει την υποχρεωτική εκπαίδευση. Τουλάχιστον, έτσι το “διάβασα” εγώ και έκανα μια συζήτηση με την έμπειρη εκπαιδευτικό και συγγραφέα. Πάμε να δούμε τι μας είπε!
Ας κάνουμε αρχικά μια βουτιά στο παρελθόν. Θυμάσαι τη δική σου πρώτη μέρα στο σχολείο ως δασκάλα; Τι ήταν αυτό που σε τρόμαζε περισσότερο, ποιοι σε στήριξαν και πόσος καιρός πέρασε μέχρι να… μη χρειάζεσαι πια τον οδηγό που έγραψες;
Η πρώτη πρώτη φορά που μπήκα σε μια δική μου τάξη ήταν μία Α’ τάξη ενός ιδιωτικού σχολείου και μάλιστα αφού είχαν αρχίσει τα μαθήματα. Δεν κοιμήθηκα το προηγούμενο βράδυ από τη χαρά και την αγωνία μου! Το επόμενο πρωί πήγα αχάραγα στο σχολείο, τελείωσε η προσευχή μου έδειξαν την τάξη και… έπεσα στα βαθιά! Όσοι είχαμε την τύχη στο διπλανό τμήμα να διδάσκει κάποιος πιο έμπειρος συνάδελφος, λύναμε τις απορίες που προέκυπταν καθημερινά. Όμως, το βασικό πρόβλημα στο σχολείο είναι η έλλειψη χρόνου και για να ρωτήσεις όσα θέλεις να μάθεις (αφού ξεπεράσεις όλες τις αναστολές σου για το αν θα εκτεθείς ή όχι) πρέπει να βρεις τον κατάλληλο άνθρωπο ο οποίος να θέλει να σε βοηθήσει (συνήθως θέλει) και τον κοινό χρόνο. Πέρασαν αρκετά χρόνια και έκανα πάρα πολλά λάθη μέχρι να μπορώ να ανταποκριθώ, όχι τόσο στις διδακτικές μου υποχρεώσεις, όσο σε όλα τα υπόλοιπα.
Οδηγός για νέους εκπαιδευτικούς! Πώς είχες την ιδέα για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου και πώς την υλοποίησες;
Όταν έγινα διευθύντρια γνώρισα ένα άλλο σχολείο. Πολλοί νέοι συνάδελφοι έφταναν ως αναπληρωτές και, μερικές φορές, δεν προλαβαίναμε να πούμε τα βασικά. Έπρεπε να μπουν αμέσως στην τάξη, να διδάξουν, να διαχειριστούν προβλήματα, να βρουν τα πατήματά τους. Σημείωνα διαρκώς πράγματα που εκτιμούσα ότι θα τους είναι χρήσιμα, τα συζητούσαμε και διαρκώς προέκυπταν και άλλες απορίες. Πάντα κάναμε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να βρούμε ηρεμία και κοινό χρόνο ώστε να νιώθουν κι εκείνοι ότι έχουν όση φροντίδα αξίζουν και παίρνουν τις απαντήσεις που αναζητούν. Έτσι, όταν έφυγα από την πρωτοβάθμια για να πάω στο Πανεπιστήμιο είπα μέσα μου «αφού δεν πρόλαβα να τα πω με τον τρόπο που ήθελα, ας τα γράψω». Έτσι προέκυψε το βιβλίο. Και συγκινούμαι όταν μου γράφουν νέοι συνάδελφοι που το διάβασαν ότι το είδαν ως «δώρο» για τα πρώτα τους χρόνια στην εκπαίδευση.
Θεωρείς ότι οι ώρες πρακτικής των φοιτητών παιδαγωγικής στα σχολεία είναι αρκετές ώστε ο νέος δάσκαλος και η νέα δασκάλα να μπουν στην τάξη με αυτοπεποίθηση. Προσωπικά, έχω εμπειρία μόνο ως μαμά και απ’ ό,τι μου μετέφεραν τα παιδιά μου και δυστυχώς δεν είναι πολύ ευχάριστη…
Οι ώρες της πρακτικής αφορούν στη διδασκαλία όλων των αντικειμένων. Όμως το σχολείο δεν είναι μόνο διδασκαλία. Είναι και πολλά άλλα: ισορροπίες με τους συναδέλφους, επικοινωνία με τους γονείς, διοικητική ιεραρχία… Αυτό είναι δύσκολο να διδαχθεί στα πανεπιστήμια ή να το βιώσουν οι φοιτητές στο σχολείο που κάνουν την πρακτική τους έχοντας ταυτόχρονα το άγχος για να πάνε καλά στις διδασκαλίες τους. Επίσης, η εικόνα που έχουν οι γονείς για το σχολείο (μέσα από τα μάτια των παιδιών τους) συχνά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Για αυτό και θα πρέπει οι γονείς να αναπτύσσουν μία υγιή σχέση με τους δασκάλους των παιδιών τους ώστε να έχουν και την ενήλικη ματιά.
Στο βιβλίο δεν θίγεις μόνο τα θέματα της τάξης και του μαθήματος, αλλά και τις σχέσεις μεταξύ συναδέλφων. Ως σύντροφος, κόρη και εγγονή εκπαιδευτικών (η δική μου εμπειρία ήταν στην εκπαίδευση ενηλίκων, επομένως δεν έχω ζήσει τον «σύλλογο»), γνωρίζω καλά ότι για να λειτουργήσει ομαλά ένα σχολείο είναι απαραίτητες οι καλές σχέσεις μεταξύ των διδασκόντων και βέβαια η στάση του διευθυντή ή της διευθύντριας. Επειδή αυτό πιθανόν δεν έχει απασχολήσει έναν εκπαιδευτικό πριν διοριστεί και σίγουρα ελάχιστους γονείς έχει προβληματίσει, θα ήθελα ένα γενικό σχόλιο για τις ισορροπίες που πρέπει να τηρούνται και τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν στη λειτουργία του σχολείου εξαιτίας κακών διαπροσωπικών σχέσεων των μελών του προσωπικού.
Νομίζω ότι εσύ ως εγγονή, κόρη και σύντροφος εκπαιδευτικού έχεις καταλάβει ότι οι σχέσεις μεταξύ των συναδέλφων έχουν αλλάξει. Πριν από 30 χρόνια στο δημοτικό σχολείο υπηρετούσαν κατά βάση δάσκαλοι και κάποιοι (λίγοι) εκπαιδευτικοί ειδικοτήτων, γυμναστές και αγγλικών στην αρχή. Μετά μπήκαν και πολλά άλλα αντικείμενα με τους αντίστοιχους εκπαιδευτικούς που όμως οι περισσότεροι από αυτούς δεν υπηρετούν σε ένα μόνο σχολείο, αλλά σε 4 ή και 5.
Πώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι να δημιουργήσουν καλές διαπροσωπικές σχέσεις στη δουλειά όταν τρέχουν διαρκώς για να προλάβουν; Και πώς οι άλλοι, που είναι όλες τις μέρες και τις ώρες στο σχολείο, να μη θεωρήσουν ότι τους «ανήκει» λίγο περισσότερο; Πάνε περίπατο και οι ισορροπίες παρά την καλή διάθεση που έχουν οι άνθρωποι. Όπως λέω και στο βιβλίο το σχολείο μοιάζει με ένα «καράβι» που πρέπει να φτάσει στον προορισμό του. Αν ο καθένας από το «πλήρωμα» κάνει ό,τι θέλει, το καράβι -αν δεν βουλιάξει- δεν θα πάει πουθενά. Είναι ανάγκη, ειδικά σε περιπτώσεις κρίσης, να αναγνωρίζουμε έναν «καπετάνιο» που θα πάρει αποφάσεις τις δύσκολες ώρες και να συνεργαζόμαστε με τους υπόλοιπους ώστε να περάσουμε τους πολλούς «κάβους» που μας περιμένουν στο ταξίδι. Ευτυχώς, σιγά σιγά το καταλαβαίνει και η Πολιτεία αυτό και ενισχύει τον ρόλο των ανθρώπων σε θέσεις ευθύνης.
Πώς αντιμετωπίζουμε, είτε ως μέλη του είτε ως γονείς, έναν προβληματικό σύλλογο, όπου οι κόντρες και οι εντάσεις εμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία του σχολείου;
Νομίζω ότι εδώ το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και η διεύθυνση του σχολείου παίζουν κομβικό ρόλο. Αν το νομοθετικό πλαίσιο είναι ξεκάθαρο ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κάθε μέλους του συλλόγου διδασκόντων, τότε η διεύθυνση του σχολείου θα εξομαλύνει τις αντιθέσεις και θα καταφέρει να γίνει το καλύτερο δυνατό για το κάθε παιδί ξεχωριστά. Οι περιπτώσεις που συναντάμε έναν σύλλογο άνω κάτω οφείλονται συνήθως σε κενό νομοθεσίας ή άβουλη διεύθυνση, όπου αφήνονται οι κλίκες να διοικούν το σχολείο. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, δυστυχώς, οι γονείς δεν έχουν την πλήρη εικόνα με αποτέλεσμα να μην μπορούν να βοηθήσουν αποτελεσματικά ή να κάνουν σπασμωδικές κινήσεις.
Προφανώς, δεν μπορούμε εδώ να αναλύσουμε το πώς χτίζεται μια όμορφη σχέση με τους μαθητές (τα λες αναλυτικά στο βιβλίο), αλλά αν έπρεπε να δώσεις 3-4 tips, ποια θα ήταν αυτά;
Όπως λέω και στο βιβλίο το ευτύχημα είναι ότι οι μαθητές μας θέλουν να μας ευχαριστήσουν! Δεν θέλουν να μας δυσκολεύουν τη ζωή. Αυτό είναι το πρώτο: να δεχθούμε ότι η πρόθεση είναι θετική. Μετά να είμαστε ειλικρινείς απέναντί τους και να αγκαλιάζουμε τα λάθη (τα δικά μας και τα δικά τους). Νομίζω ότι αυτά αρκούν ως βάση. Τα άλλα θα έρθουν.
Πάμε τώρα στο μεγάλο κεφάλαιο που λέγεται γονείς και με ενδιαφέρει πάρα πολύ, καθώς το Τaλκ διαβάζεται κυρίως από μπαμπάδες και μαμάδες. Το επάγγελμα του εκπαιδευτικού σταδιακά (και δυστυχώς γοργά) απαξιώνεται. Πολλοί νέοι γονείς είναι αγενείς, απαιτητικοί, παρεμβατικοί, και δεν σέβονται τον εκπαιδευτικό, δεν διστάζουν μάλιστα να τον μειώσουν και μπροστά στο παιδί τους. Θα ήθελα να απευθυνθείς αρχικά σε εκείνους… Κι αν έχουν δίκιο και ο δάσκαλος ή η δασκάλα είναι πράγματι ανεπαρκής, ποια λύση τούς προτείνεις;
Ως διευθύντρια συναντούσα πάντα τους νέους γονείς πριν φέρουν τα παιδιά τους στο σχολείο (εφαρμόζαμε ένα πρόγραμμα μετάβασης από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σε συνεργασία με τους συναδέλφους νηπιαγωγούς) και λίγες μέρες πριν τον αγιασμό της Α’ τάξης. Έλεγα πάντα: «Να θυμάστε ότι είμαστε εργαζόμενοι όπως κι εσείς. Αν κάτι δεν πήγε καλά θα θέλαμε να το μάθουμε πρώτοι. Ελάτε στον δάσκαλο ή τη δασκάλα της τάξης πριν τα πείτε στο γκρουπ των γονέων ή στο σχόλασμα. Πείτε ειλικρινά τις σας ενόχλησε και ακούστε τι θα σας πούμε κι εμείς. Αν αυτό δεν λύσει το πρόβλημα (μπορεί να μη λύνεται τόσο απλά) υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που θα σας βοηθήσουν, πριν μιλήσετε στο παιδί σας απαξιωτικά για έναν άνθρωπο με τον οποίο περνάει τη μισή του μέρα και επιπλέον από αυτόν θα πρέπει να μάθει». Εξάλλου, ξέρουμε πλέον ότι η μάθηση δεν συντελείται αν δεν υπάρχει η επιθυμία και για να υπάρχει η επιθυμία πρέπει να υπάρχει θετικό συναίσθημα.
Φυσικά, αν ένας εκπαιδευτικός (δηλαδή ένας εργαζόμενος) είναι ανεπαρκής υπάρχουν τα εξής στάδια ενημέρωσης με στόχο την παρέμβαση: εκπαιδευτικός, διεύθυνση σχολείου, σύμβουλος εκπαίδευσης, διεύθυνση εκπαίδευσης. Άρα δεν είναι η πρώτη επιλογή το παιδί μας ή οι άλλοι γονείς για να μοιραστούμε το πρόβλημά μας. Τις περισσότερες φορές έτσι απλώς μεγεθύνουμε το πρόβλημα.
Ο νέος εκπαιδευτικός, που βλέπει γονείς να του «την πέφτουν» (υπάρχει και μια προκατάληψη για τους νέους και πρωτοδιόριστους), πώς μπορεί να τους αντιμετωπίσει; Είναι, άραγε, εύκολο να καταφέρει να μη στοχοποιήσει (άθελά του, ασυνείδητα) το παιδί ενός ιδιόρρυθμου γονέα; Πότε χρειάζεται άνωθεν παρέμβαση;
Δεν είναι οξύμωρο αυτό; Αντί να θέλουμε νέους ανθρώπους με φρέσκες γνώσεις, με όρεξη και ενθουσιασμό να μπαίνουν στις τάξεις, να θεωρούμε ότι μόνο οι παλιοί ξέρουν να διδάξουν; Οι παλιοί είναι πολύτιμοι γιατί έχουν την εμπειρία αλλά οι νεότεροι είναι (ή θα έπρεπε να είναι) πιο κοντά στις επιστήμες που θα κληθούν να διδάξουν. Δείτε τι γίνεται με την τεχνητή νοημοσύνη. Πιστεύουμε στ’ αλήθεια ότι θα μπορούμε για πολύ να κάνουμε ότι δεν υπάρχει, όταν τα φετινά πρωτάκια έρχονται στο σχολείο να μάθουν και θα αναζητήσουν την πρώτη τους δουλειά το 2040! Μπορούμε να σκεφτούμε πώς θα είναι ο κόσμος το 2040; Σίγουρα πολύ πιο διαφορετικός από τον σημερινό και υποτίθεται ότι το σχολείο προετοιμάζει παιδιά για την ενήλικη ζωή τους.
Θα συμβούλευα λοιπόν τους γονείς να μην έχουν προκαταλήψεις (κακοί επαγγελματίες υπάρχουν σε όλες τις ηλικίες), να μην μένουν στις δικές τους πρακτικές όταν εκείνοι ήταν μαθητές (η παπαγαλία και οι εκατοντάδες φωτοτυπίες για το σπίτι) και τους δασκάλους να μην ταυτίζουν το παιδί με τους γονείς του. Η σχέση μας με τα παιδιά δεν διαμεσολαβείται (ή δεν θα έπρεπε) από κανέναν.
«Δύσκολες τάξεις δεν υπάρχουν». Ένας αφορισμός σου, που δίνει τον τίτλο στο 8ο κεφάλαιο του βιβλίου. Αλήθεια το πιστεύεις αυτό; Πέραν του ότι η ταμπέλα χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, μια τάξη με πολλές διαγνώσεις ή/και με πολλά αλλόγλωσσα παιδιά ή με κάποιους «καπετάν-φασαρίες» δεν είναι π.χ. πιο δύσκολη από μια τάξη με μεγαλύτερη ομοιομορφία (η διαφορετικότητα ζορίζει όλες τις πλευρές και το ξέρουμε…) ή από μια τάξη όπου έτυχε να φοιτούν ήρεμα παιδιά;
Το πιστεύω! Όσο και να φαίνεται περίεργο. Υπάρχουν προκλήσεις τις οποίες ένας εκπαιδευτικός πρέπει να αντιμετωπίσει, αυτό ναι. Αν σκεφτούμε «αυτή είναι μία δύσκολη τάξη» είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι δε θα γίνει ποτέ όπως τη θέλουμε. Υπάρχουν κουραστικές τάξεις αλλά αυτές είναι οι τάξεις που θα μας πάνε πιο πέρα, θα μας κάνουν να διαβάσουμε κάτι πιο ειδικό, να επεκτείνουμε τις γνώσεις μας και τόσα άλλα που κάνουν αυτή τη δουλειά συναρπαστική! Και για τον κάθε έναν η πηγή της κούρασης είναι διαφορετική. Για παράδειγμα, σε μένα φαίνεται πολύ κουραστική μία τάξη στην οποία όλα τα παιδιά είναι «αγγελούδια», συμφωνούν με όσα λες, μαθαίνουν τα πάντα με την πρώτη, είναι ήσυχα και δεν κάνουν καμία ζαβολιά!
Και κάτι για τους «καπετάν φασαρίες» μιας και το ανέφερες: φασαρία κάνει ένα παιδί όταν δεν βρίσκει κανένα ενδιαφέρον ή όταν νιώθει ότι δεν αξίζει ή επιζητεί την προσοχή μας ή δεν νιώθει ασφάλεια. Και μπορεί να απαιτεί περισσότερη κούραση για να τα κερδίσεις αυτά τα παιδιά αλλά σίγουρα έχει και περισσότερο ενδιαφέρον!
Το βιβλίο σου απευθύνεται καταρχάς σε νέους εκπαιδευτικούς. Όμως, οι εποχές αλλάζουν γρήγορα και παρατηρείται μεγάλο χάσμα στάσεων, απόψεων, ιδεών ανάμεσα σε νέους και παλιούς. Θα το σύστηνες σε έναν παλαιότερο συνάδελφο; Επίσης, δεν θα ήταν βοηθητικό και για τον γονέα που φέρνει το παιδί του στο δημοτικό, ώστε να δει τη λειτουργεία του σχολείου και μέσα από τα μάτια του δασκάλου;
Η αλήθεια είναι ότι όταν το έγραψα δεν είχα κατά νου τους έμπειρους εκπαιδευτικούς. Αφότου κυκλοφόρησε, το διάβασαν συνάδελφοι με εμπειρία, τους οποίους εκτιμώ και με χαρά άκουσα να με «μαλώνουν» που έβαλα στον τίτλο τη λέξη «νέους». Ας πούμε, λοιπόν, ότι αφορά νέους εκπαιδευτικούς και όσους νιώθουν ακόμη νέοι και τους αρέσει να φεύγουν και λίγο από την comfort zone τους! Θα χαιρόμουν να το διάβαζαν και γονείς (και μετά να το χάριζαν στον δάσκαλο του παιδιού τους) γιατί θα αποκτήσουν μια άλλη εικόνα του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού και της σχολικής πραγματικότητας. Έτσι ίσως καταλάβουν τελικά ότι όλοι (σχολείο και οικογένεια) είμαστε στην ίδια «βάρκα». Και θέλουμε να πετύχουμε βάζοντας ως προτεραιότητα το παιδί.
Τέλος, κάτι που ίσως σου ακουστεί στενάχωρο και πιθανόν να σχετίζεται και με την προηγούμενη ερώτηση περί απαξίωσης των εκπαιδευτικών. Μολονότι δεν μου αρέσουν ούτε οι γενικεύσεις ούτε τα τσουβαλιάσματα, μια σημαντική πλειονότητα των νέων δασκάλων έχει έλλειψη γνώσεων, κυρίως δε στις θετικές επιστήμες. Για παράδειγμα, υπάρχει δεδομένη αδυναμία να διδάξουν με επιτυχία το νέο βιβλίο μαθηματικών της Ε’ δημοτικού. Τούτο οφείλεται στη γενικότερη υποβάθμιση της παιδείας στην Ελλάδα (αποφοίτηση από το λύκειο με κενά, χαμηλές βάσεις στις παιδαγωγικές σχολές, ευκολία αποφοίτησης από το Πανεπιστήμιο, σεμινάρια και πιστοποιήσεις αμφιβόλου ποιότητας, χαμηλοί μισθοί, έλλειψη κινήτρων) και πρέπει να το αποδεχτούμε; Αν έρθει στα σχολεία η πολυπόθητη για κάποιους ή η απευκταία για κάποιους άλλους αξιολόγηση, θεωρείς ότι θα δούμε διαφορά; Πέραν των όσων λες στο βιβλίο σου, που σίγουρα θα βοηθήσουν όλους όσοι έχουν θέληση να γίνουν καλοί δάσκαλοι, μπορεί το ελληνικό σχολείο να σωθεί κάποτε από τους κακούς δασκάλους;
Αν υπήρχε ανάμεσα στις ερωτήσεις σου, μία του 1.000.000, θα ήταν αυτή! Θα προσπαθήσω να σου απαντήσω στα τεράστια ζητήματα που έθεσες και βέβαια θα ήταν ενδιαφέρον ένα ειδικό αφιέρωμα σε αυτά.
Να αρχίσω από το τέλος: αν υπάρχουν κακοί δάσκαλοι θα πρέπει κάπως να τους εντοπίσουμε και να τους βοηθήσουμε να γίνουν καλοί ή καλύτεροι. Ο καθένας αξίζει μία δεύτερη ευκαιρία. Για να τους εντοπίσουμε θα πρέπει η Πολιτεία να θελήσει να ασχοληθεί σοβαρά με το θέμα θεσπίζοντας ένα σύστημα αξιολόγησης που να δίνει κίνητρα για να γίνουν καλύτεροι οι άνθρωποι στους οποίους εμπιστευόμαστε το μέλλον της χώρας. Παράλληλα να ληφθεί μέριμνα και για τις συνθήκες με τις οποίες δουλεύουν πολλοί εκπαιδευτικοί, τους μισθούς τους (οι περισσότεροι κάνουν δεύτερη δουλειά και αυτό δείχνει κάτι), την (υποχρεωτική) δια βίου εκπαίδευσή τους, ώστε να μην υπάρχει καμία δικαιολογία για να μην είμαι καλή στη δουλειά μου.
Τώρα, σχετικά με τις θετικές επιστήμες και το βιβλίο των μαθηματικών της Ε’ τάξης. Να πω ότι έχω διδάξει τα σημερινά βιβλία της Ε’ τάξης και θεωρώ ότι όσοι εκπαιδευτικοί δεν παρασύρονται από τις φωνές που τους συμβουλεύουν να μην ακολουθούν το βιβλίο, αλλά να δίνουν τα δικά τους υλικά, δεν έχουν κανένα ή σχεδόν κανένα πρόβλημα (το βιβλίο δασκάλου είναι πολύ κατατοπιστικό).
Η φυσική στο δημοτικό σχολείο είναι λίγο παρεξηγημένη. Δεν έχει ορισμούς και τύπους. Έχει απλά υλικά για τα πειράματα που πρέπει να εκτελούν τα ίδια τα παιδιά και σύνδεση με την καθημερινή ζωή (οι οδηγίες του βιβλίου του δασκάλου νομίζω ότι φτάνουν). Συχνά οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς όμως πέφτουν στην «παγίδα των πανελληνίων»: θεωρούν το δημοτικό σχολείο ως προπαρασκευαστικό στάδιο για το γυμνάσιο ή το λύκειο και αυτό καλλιεργείται και από τους εκπαιδευτικούς των επόμενων βαθμίδων. Πιέζουν τους εκπαιδευτικούς να κάνουν και θεωρία, απαξιώνουν όσους δεν το κάνουν και κάπως έτσι χάνεται η μπάλα! Στο βιβλίο έχω αναφερθεί πολλές αναφορές στα διδακτικά υλικά ή στους τρόπους αντιμετώπισης ζητημάτων πίεσης από τους γονείς. Το ευκταίο θα ήταν κάθε βαθμίδα να κάνει με συνέπεια τη δουλειά της. Εκεί θα τελείωναν όλα τα προβλήματα αυτού του είδους.
Διαβάστε: Βασιλική Νίκα, Οδηγός για νέους εκπαιδευτικούς, πρωτοβάθμια εκπαίδευση, Εκδόσεις Πατάκη