ΜΕΛΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΚ: ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ

Μέλη και ΜελέκΗ Βάνα Μαυρίδου είναι μητέρα τριών παιδιών και αρχιτέκτονας, μα η μεγάλη της αγάπη είναι να δημιουργεί ιστορίες για να ταξιδεύουν τα παιδιά. Ιστορίες με ήρωες φανταστικούς που μας βοηθούν να γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας, αλλά και όσα συμβαίνουν γύρω μας. Η Βάνα έγραψε το Μέλη και Μελέκ, ένα από τα πιο ξεχωριστά βιβλία της πρόσφατης παραγωγής, αγγίζοντας με ιδιαίτερη ευαισθησία ένα δύσκολο και πάντα επίκαιρο θέμα: Αυτό της προσφυγιάς, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τη συναντήσαμε και είχαμε μια βαθιά, ειλικρινή και συγκινητική συζήτηση.

Αγαπητή Βάνα, σε ευχαριστούμε για την παρουσία σου στις σελίδες του Τaλκ. Πριν προχωρήσουμε στην ιστορία καθ’ αυτή, πες μας τι βρίσκεται πίσω της. Αφιερώνεις το βιβλίο στη γιαγιά και στη μαμά σου. Η μια ξεριζώθηκε, μα άνθησε. Η άλλη κράτησε τις μνήμες ζωντανές. Είναι το βιβλίο η ιστορία της οικογένειάς σου, είναι καθαρή μυθοπλασία ή κάτι ενδιάμεσο;
Καταρχάς, σας ευχαριστώ για τα όμορφα λόγια και την αγκαλιά που ανοίξατε στη Μέλη μου. Η ιδέα να γράψω ένα βιβλίο για τη Μικρασιατική Καταστροφή ήταν εξ ολοκλήρου της μαμάς μου, που έχασα πριν από λίγες ημέρες. Είμαι πολύ χαρούμενη που κατάφερα να το ολοκληρώσω και να το δει. Ήθελε πολύ να κρατάει τις μνήμες από τα μέρη της ζωντανές και να τις μοιράζεται τόσο με εμάς όσο και με τον κόσμο. Είναι δύσκολο να καταλάβουμε πόσο σημαντικό είναι να γνωρίζουμε από πού ξεκινήσαμε και πόσο σπουδαίο ρόλο παίζει αυτό για να φτάσουμε όσο μακριά επιθυμούμε. Μέσα στο βιβλίο κρύβονται πολλά μυστικά της οικογένειάς μου, πολλές στιγμές από τη δική μου παιδική ηλικία και άλλες, που είναι προϊόν μυθοπλασίας. Είναι ένα συνονθύλευμα υπαρκτών εμπειριών και φαντασίας.

Πώς συνεργάστηκες με τη Ρένια Μεταλληνού που έχει κάνει μια αριστουργηματική, νοσταλγική και τρυφερή, εικονογράφηση;
Η Ρένια Μεταλληνού είναι από τις αγαπημένες μου Ελληνίδες εικονογράφους και ήταν η πρώτη στην οποία έστειλα το κείμενό μου, ελπίζοντας να της αρέσει και να θέλει να το δουλέψει. Ήταν ιδιαίτερη τιμή για εμένα να δημιουργήσει τις εικόνες που πλαισιώνουν την ιστορία μου. Κατάφερε να αποδώσει, ξεπερνώντας τις προσδοκίες μου, ακριβώς όσα είχα στο μυαλό μου.

Μίλησέ μας αρχικά για τη Μελίτα. Ποια είναι και τι πάει να κάνει στην Τουρκία – ίσως αρχικά αρνητικά διατεθειμένη ή τουλάχιστον αγχωμένη;
Η Μελίτα είναι η εγγονή της Μέλης. Είναι περίπου τριάντα χρονών και αποφασίζει να αναζητήσει τις ρίζες της γιαγιάς της και να επισκεφθεί το σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε εκείνη. Αυτό ακριβώς έκανε και η δική μου μητέρα λίγα χρόνια πριν. Από τις λίγες περιγραφές που είχε ως οδηγό, ερεύνησε και κατάφερε να βρει το πατρικό σπίτι της γιαγιάς της, στα Αλάτσατα της Σμύρνης. Η Μελίτα έχει αρνητικές σκέψεις πηγαίνοντας εκεί, καθώς μεγάλωσε με τις ιστορίες της γιαγιάς της, που ήταν λουσμένες με τον πόνο και τη θλίψη της προσφυγιάς.

Τώρα ήρθε –επιτέλους– η ώρα να μας συστήσεις και τη Μέλη… Και μαζί της τη Μελέκ. Τις ηρωίδες που δίνουν ονοματίζουν το παραμύθι σου.
Η Μέλη είναι ένα επτάχρονο κορίτσι, που μεγαλώνει στο Αϊδίνιο ευτυχισμένη με την οικογένεια και τους φίλους της, μέχρι που ο πόλεμος τους χτυπά την πόρτα και ανατρέπει όλα όσα ήξερε και είχε. Χωρίς να καταλαβαίνει πολλά, αναγκάζεται να σιωπήσει, να συμβιβαστεί και να ακολουθήσει όσα λένε οι μεγάλοι, έχοντας πάντα για συντροφιά την αγαπημένη της κούκλα, τη Μελέκ. Δυστυχώς, όμως, ο πόλεμος στο πέρασμά του, μαζί με όλα τα άλλα, της στερεί και την κούκλα της. Η Μέλη, στη νέα της ζωή, θρηνεί μέσα από τη χαμένη της κούκλα για όλα όσα μέσα σε μια στιγμή έχασε… κυρίως για την παιδικότητα και την ανεμελιά της.

Πόλεμος, λοιπόν. Ποτέ σχεδόν δεν σταματά. Πάντοτε τα παιδιά είναι τα μεγαλύτερα θύματά του, είτε γιατί δεν προλαβαίνουν να μεγαλώσουν είτε γιατί μεγαλώνουν απότομα. Η Μέλη καταλαβαίνει πριν την καταστροφή ότι κάτι δεν πάει καλά. Αλήθεια, πόσα αντιλαμβάνονται τα παιδιά, ενώ εμείς παλεύουμε να τα προστατεύσουμε; Και ποιος είναι, κατά τη γνώμη σου, ο καλύτερος τρόπος να τα προσεγγίσουμε και να απαλύνουμε τους φόβους τους;
Τα παιδιά πάντα καταλαβαίνουν περισσότερα από όσα νομίζουμε εμείς. Στην αγωνιώδη προσπάθειά μας να τα προστατέψουμε από καθετί που μπορεί να τα ζορίσει, θολώνει η κρίση μας και δεν βλέπουμε ότι στην πραγματικότητα, ανεξάρτητα από το πόσο μικρό ή μεγάλο είναι ένα παιδί, βιώνει με τον δικό του τρόπο κάθε αλλαγή και έχει τον αμυντικό μηχανισμό να προσαρμοστεί σε αυτή. Ο μόνος τρόπος να απαλύνουμε τον φόβο των παιδιών είναι η αλήθεια. Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Να εξηγούμε και να αναλύουμε όσα είναι σε θέση να αντιληφθούν, και να προσπαθούμε να κατευνάσουμε την αγωνία προσφέροντας θαλπωρή, αγκαλιά και ασφάλεια.

Η Μελέκ χάνεται μαζί με τη Σμύρνη. Μια κούκλα. Ένα μεταβατικό αντικείμενο. Η Μέλη, που σώζεται, την αντικαθιστά με ένα κομμάτι ύφασμα, αλλά δεν καλύπτεται. Δεν υπάρχει μέρα που να μην τη σκέφτεται. Μέχρι που κάποια στιγμή την αντικαθιστά με μια νέα, που μάλλον σηματοδοτεί και την αποδοχή της νέας της ζωής, μακριά από το Αϊδίνιο…
Έχετε αποκρυπτογραφήσει ακριβώς τον ρόλο της Μελέκ. Σε κάθε μεγάλη αλλαγή στη ζωή μας, όλοι βρίσκουμε να κρατηθούμε από κάπου. Τα παιδιά συνήθως αυτό το κάνουν με τη βοήθεια κάποιου αντικειμένου. Ενός αγαπημένου παιχνιδιού. Είναι αυτό που κουβαλούν μαζί τους για να νιώθουν ασφάλεια, για να νιώθουν ότι έχουν μαζί τους λίγο από το σπίτι, λίγο από τη μαμά και τον μπαμπά, λίγο από την αγάπη. Όταν η Μελέκ χάνεται, η Μέλη βρίσκεται μετέωρη. Νιώθει μοναξιά, αδικία και θλίψη. Αλλά λίγο καιρό αργότερα, με την ανάμνηση της κούκλας της, γεμίζει ελπίδα, ξεκινάει από εκεί που σταμάτησε να νιώθει και να δημιουργεί. Είναι το σημείο αναφοράς της. Η αρχή της ζωής της στο Αϊδίνιο, και η αρχή της νέας ζωής της στην Ελλάδα.

Ξεπερνιούνται, άραγε, ποτέ βαθιά και βίαια τραύματα, όπως αυτά του πολέμου και της προσφυγιάς ή πάντοτε τα σημάδια τους παραμένουν ανεξίτηλα σε όσους τα βίωσαν;
Θεωρώ ότι τα βαθιά τραύματα δεν ξεπερνιούνται ποτέ. Είναι χαραγμένα στο είναι μας, είναι ανεξίτηλα γραμμένα στη σκέψη μας. Είναι εκεί για να μας επαναφέρουν στο σημείο του πόνου και να μας δίνουν δύναμη και ώθηση για τη συνέχεια. Γιατί, αν δεν πονέσεις, αν δεν πληγωθείς, δεν μπορείς να προχωρήσεις.

Οι Έλληνες έχουμε ζήσει και προσφυγιά και μετανάστευση. Πώς γίνεται να έχουμε τόσο βραχεία μνήμη και να ξεσπάμε συχνά εναντίον όσων βρέθηκαν, παρά τη θέλησή τους, στη χώρα μας; Και επίσης, πώς είναι δυνατόν να διαχωρίζουμε τους ξεριζωμένους σε «καλούς» και «κακούς»;
Οι Έλληνες είμαστε ένας λαός που μας αρέσει ο διχασμός. Μας αρέσει να είμαστε σε μια διαρκή αντιπαράθεση για κάτι, είτε αυτό είναι ένα ζήτημα σημαντικό είτε κάτι μηδαμινής σημασίας. Έτσι, για κάθε θέμα της επικαιρότητας βρίσκουμε τρόπο να χωριστούμε σε στρατόπεδα. Στο άσπρο και στο μαύρο. Στο καλό και στο κακό. Χωρίς να ρίχνουμε φως στην ουσία. Οι παππούδες μας υπήρξαν πρόσφυγες. Οι δικοί τους επίσης. Η ιστορία διδάσκεται στα σχολειά μας, μα τίποτα δεν μας διδάσκει τελικά. Κάνουμε συνεχώς τα ίδια λάθη. Κι είναι, νομίζω, ο φόβος που το κάνει αυτό. Ο φόβος ότι κάποιος είναι καλύτερος από εμάς. Ότι θα πάρει κάτι από το δικό μας μερίδιο. Η βαριά κληρονομιά των προγόνων μας μας έκανε να πιστεύουμε ότι είμαστε ανώτεροι από όλους. Μας γέμισε αλαζονεία και υπεροψία.

Όλοι είμαστε ίσοι στη ζωή, όποια γλώσσα κι αν μιλάμε, όπου κι αν είμαστε, όπως κι αν ζούμε. Γιατί, άραγε, αυτή η φράση, που θα έπρεπε να είναι αυτονόητη, όχι απλώς δεν είναι, αλλά διαψεύδεται καθημερινά από την πραγματικότητα; Βία πολλή και ανθρωπιά λίγη. Και τότε και τώρα. Σε μια εποχή που η Ειρήνη αμφισβητείται όχι μόνο στην πράξη, αλλά ακόμα και στη θεωρία, τι μπορούμε να απαντήσουμε στα παιδιά που ρωτούν «Γιατί;»
Πέρασαν χρόνια πολλά για να φτάσουμε να θεωρούμε την ισότητα των ανθρώπων δεδομένη. Χρόνια που άνθρωποι έδωσαν τεράστιες μάχες για να διεκδικήσουν το δικαίωμα στη ζωή. Εγώ αυτό που λέω στα δικά μου παιδιά είναι να κοιτάξουν τους ανθρώπους στα μάτια. Όλοι έχουμε τα ίδια μάτια. Έχουμε ένα σώμα κι ένα κεφάλι. Αυτό είμαστε. Όμως, δεν έχω απάντηση στο «γιατί» των παιδιών για τον πόλεμο. Δεν βρίσκω καμιά λογική εξήγηση να τους δώσω σχετικά με το γεγονός ότι η κακία νικάει σε κάποιες περιπτώσεις. Δεν γίνεται να νικάει το κακό. Σημαίνει ότι έχουμε αποτύχει ως είδος.

Υπάρχει μια τάση, ιδιαίτερα επίκαιρη μάλιστα, που θέλει τους λαούς να ταυτίζονται με τους ηγέτες τους και, αντίστοιχα, να θεωρούνται, όπως και οι πρόσφυγες-μετανάστες, «καλοί» ή «κακοί». Φυσικά αυτό ισχύει έντονα με το δίπολο «Έλληνας-Τούρκος». Πώς καταφέρνεις να ανατρέψεις αυτή την προκατάληψη;
Δεν ξέρω αν κατάφερα να την ανατρέψω, όμως ήθελα να φυτέψω έναν σπόρο στην καρδιά των παιδιών. Να τους ψιθυρίσω στο αφτί ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Οι χώρες, οι στρατοί, οι πολιτικοί, οι ηγέτες, εξυπηρετούν πάντα κάποιους σκοπούς. Όλοι οι υπόλοιποι είμαστε στη βάση. Παρατηρητές των γεγονότων που βιώνουν με τον χειρότερο τρόπο τις συνέπειες των αποφάσεων των άλλων. Καλοί και κακοί υπάρχουν παντού. Υπάρχει ο κακός και ο κακός λύκος. Η πονηρή και η αφελής αλεπού. Η καλή και η κακή μάγισσα. Ίσως, αν μπορέσουμε να μπούμε στη θέση του άλλου, να δούμε καθαρά τις ομοιότητες και όλα όσα μας ενώνουν.

Τελικά, ποιος ήταν ο στόχος σου όταν έγραψες το βιβλίο; Και ποιος είναι ο βαθύτερος συμβολισμός αυτής της κούκλας, της Μελέκ, που τελικά όχι μόνο έχει επιβιώσει, αλλά έχει καταφέρει με έναν σχεδόν μαγικό τρόπο να ενώσει δυο κορίτσια, δυο γυναίκες, δυο οικογένειες, δυο λαούς; Μπορούμε να γεμίσουμε τον κόσμο όλο με Μελέκ; Υπάρχει ελπίδα;
Ο μόνος στόχος του βιβλίου ήταν να μοιραστώ τα συναισθήματα που έχω εγώ η ίδια για αυτό το κομμάτι του παρελθόντος. Να απαντήσω σε μερικά γιατί, που παραμένουν ακόμα και σήμερα αναπάντητα. Η Μελέκ είναι το σύμβολο της αγάπης. Είναι ένας τρόπος να νιώσουμε τον άλλον και να μη μας κυριεύσει το εγώ. Δεν ξέρω αν μπορούμε να γεμίσουμε τον κόσμο με Μελέκ, ξέρω, όμως, ότι σίγουρα μπορούμε να προσπαθήσουμε. Κι αν δεν τα καταφέρουμε, πάλι κερδισμένοι θα είμαστε. Η ελπίδα είναι μέσα μας. Είναι εκεί την ώρα που ξεκινά η κάθε μας προσπάθεια. Αρκεί μονάχα να αλλάξουμε προτεραιότητες. Τον τελευταίο αιώνα όλοι προσπαθούσαν να γίνουν πολύ σπουδαίοι και καταξιωμένοι επαγγελματίες. Ίσως να αρχίσουμε να προσπαθούμε να γίνουμε σπουδαίοι άνθρωποι. Και τότε ναι, ίσως μια κούκλα, ένα φιλί, μια σκέψη, μια αγκαλιά να μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.

Διαβάστε: Βάνα Μαυρίδου, Μέλη και Μελέκ, Εκδόσεις Διόπτρα, εικονογράφηση Ρένια Μεταλληνού

Leave a Reply